Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΗ΄ (Περί προσευχής)

(Διά την ιεράν προσευχήν, την μητέρα των αρετών,

και διά το πώς πρέπει να παρίσταταί τις

είς αυτήν νοερώς και σωματικώς)


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ως προς την ποιότητά της, είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν[1], και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος πού μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς πού κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, φανέρωσις των μέτρων, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς.
Η προσευχή είναι γι΄ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πρίν από το μελλοντικό βήμα.

2. Ας εγερθούμε και ας ακούσωμε την ιερή αυτή βασίλισσα των αρετών να φωνάζη με υψωμένη την φωνή και να μας λέγη: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ΄ υμάς, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών -και ίασιν ταίς πληγαίς υμών- ο γάρ ζυγός μου χρηστός – και πταισμάτων μεγάλων ιαματικός – υπάρχει» (πρβλ. Ματθ. ια΄ 28-30).

3. Όσοι πηγαίνομε να παρασταθούμε ενώπιον του Βασιλέως και Θεού και να συνομιλήσωμε μαζί Του, ας μη προχωρούμε χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία. Διότι υπάρχει φόβος, εάν μας ιδή από μακρυά να μην έχωμε τα όπλα και την στολή που αρμόζουν για την παρουσίαση ενώπιον του Βασιλέως, να διατάξη τους υπηρέτας και λειτουργούς Του να μας δέσουν και να μας εξορίσουν μακρυά από το πρόσωπό Του, και τις δεήσεις μας να τις σχίσουν και να τις πετούν στο πρόσωπό μας.

4. Όταν ξεκινάς να σταθής ενώπιον του Κυρίου, ας είναι ο χιτών της ψυχής σου υφασμένος εξ ολοκλήρου με το νήμα ή μάλλον με το λήμμα της αμνησικακίας. Ειδεμή τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθής από τον προσευχή. Όλο το ύφος και το λεκτικό της προσευχής σου ας είναι ανεπιτήδευτο, διότι ο τελώνης και ο άσωτος με έναν μόνο λόγο συμφιλιώθηκαν με τον Θεόν.

5. Μία είναι εξωτερικώς η στάσις στην προσευχή, αλλά παρουσιάζει εσωτερικώς πολλές ποικιλίες και διαφορές. Άλλοι συνομιλούν μαζί Του σαν με φίλο και κύριό τους, και Του προσφέρουν τον ύμνο και την ικεσία χάριν των άλλων και όχι του εαυτού τους. Άλλοι ζητούν πλούτο και δόξα και περισσοτέρα παρρησία. Άλλοι παρακαλούν να απαλλαγούν τελείως από τον εχθρό τους. Μερικοί ικετεύουν να τους δοθή κάποια τιμή, και μερικοί για την τελεία εξάλειψι του χρέους τους. Άλλοι ζητούν απελευθέρωσι από τα δεσμά των παθών, και άλλοι συγχώρησι των ανομημάτων τους.

6. Πριν απ΄ όλα ας βάλωμε στον κατάλογο της δεήσεώς μας την ειλικρινή ευχαριστία. Στην δεύτερη σειρά, την εξομολόγησι των αμαρτιών μας και την συντριβή της ψυχής μας με συναίσθησι. Και εν συνεχεία ας αναφέρωμε τα αιτήματά μας προς τον Παμβασιλέα. Ο τρόπος αυτός της προσευχής είναι άριστος, όπως απεκαλύφθη σε κάποιον από τους αδελφούς από Άγγελον του Κυρίου.

7. Εάν κάποτε εστάθηκε ως υπόδικος εμπρός σε επίγειο δικαστή, δεν χρειάζεσαι άλλο υπόδειγμα για την παράστασι στην προσευχή σου. Εάν δε δεν εστάθηκες ακόμη, αλλά ούτε και άλλους είδες να δικάζωνται, τουλάχιστον ας το διδαχθής αυτό από τις ικεσίες των ασθενών προς τους ιατρούς, όταν πρόκειται να χειρουργηθούν ή να καυτηριασθούν.

8. Μην επιτηδεύεσαι τα λόγια της προσευχής σου. Διότι πολλές φορές τα απλά και ανεπιτήδευτα ψελλίσματα των μικρών παιδιών ευχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον ουράνιο Πατέρα τους.

9. Μη ζητής να λέγης πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθή ο νους σου, αναζητώντας λόγια. Ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές εδημιούργησε στο νου φαντασίες και διάχυσι, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου.

10. Όταν αισθάνεσαι γλυκύτητα ή κατάνυξι σε κάποιο λόγο της προσευχής σου, σταμάτησε σ΄ αυτόν, διότι τότε συμπροσεύχεται μαζί μας ο φύλαξ Άγγελός μας.

11. Μή προσεύχεσαι με παρρησία, έστω και εάν διαθέτης καθαρότητα. Αντιθέτως πλησίασε με πολλή ταπεινοφροσύνη, και έτσι θα αποκτήσης περισσοτέρα παρρησία.

12. Και αν ακόμη έχης ανεβή όλη την κλίμακα των αρετών, και τότε πάλι να προσεύχεσαι υπέρ αφέσεως των αμαρτιών σου, ακούοντας τον Παύλο να βοά: «Αμαρτωλών πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμοθ. α΄ 15).

13. Τα φαγητά τα αρτύουν με το λάδι και το αλάτι. Και στην προσευχή δίνουν φτερά η ζωή της σωφροσύνης και αγνότητος, και τα δάκρυα.

14. Αν ενδυθής καλά την πραότητα και την αοργησία, τότε δεν θα κοπιάσης πολύ να ελευθερώσης τον νου σου από την αιχμαλωσία.

15. Έως ότου αποκτήσωμε προσευχή εναργή, θα ομοιάζωμε με εκείνους που γυμνάζουν στις αρχές τα νήπια πώς να βαδίζουν.

16. Να πυκτεύης, ώστε να ανυψώνης ή μάλλον να περικλείης την σκέψι σου μέσα στα λόγια της προσευχής. Και εάν, λόγω της νηπιακής σου πνευματικής καταστάσεως, ατονήση και ξεφύγη, συμμάζεψέ την πάλι. Διότι ίδιον του νου είναι το άστατον, και ίδιον του Θεού το να μπορή όλα να τα σταθεροποιή.

17. Αν αγωνίζεσαι συνεχώς και αποφασιστικώς, τότε θα σε επισκεφθή και εσένα Εκείνος πού θέτει όρια στην θάλασσα του νου και κατά την ώρα της προσευχής σου θα της ειπή: «Μέχρι τούτου ελεύση, και ούχ υπερβήση» (Ιώβ λη΄ 11).

18. Είναι αδύνατο να δεσμεύση κάποιος ένα πνεύμα, (όπως τον νου). Όπου όμως παρουσιασθή ο Κτίστης του πνεύματος, τα πάντα υποτάσσονται.

19. Εάν κάποτε αντίκρυσες καθαρά τον Ήλιο, (δηλαδή τον Χριστόν), τότε θα κατορθώσης και να συνομιλήσης μαζί Του όπως πρέπει. Ειδεμή, πώς μπορείς να συνομιλής πραγματικά με κάποιον πού δεν τον έχεις ιδεί;

20. Αρχή της προσευχής είναι το να διώκωνται οι εχθρικές προσβολές στην αρχή τους, με ένα αποφασιστικό λόγο. Μέσον, το να παραμένη ο νους στα λόγια και στα νοήματα της προσευχής. Και τέλος, το να αρπαγή ο νους προς τον Κύριον.

21. Άλλη είναι η αγαλλίασις που δοκιμάζουν στην προσευχή τους οι κοινοβιάτες, και άλλη οι ησυχασταί. Διότι η πρώτη ίσως να επηρεάζεται κάπως από την κενοδοξία, ενώ η δευτέρα είναι γεμάτη από ταπεινοφροσύνη.

22. Εάν γυμνάζης πάντοτε τον νου σου να μη φεύγη μακρυά, τότε και κατά την ώρα της τραπέζης θα ευρίσκεται κοντά σου. Εάν όμως συνηθίζη να περιπλανάται ελεύθερα, ποτέ δεν θα κατορθωθή να παραμένη πλησίον σου.

23. Ο μεγάλος εργάτης της μεγάλης και τελείας προσευχής (δηλαδή ο Απόστολος Παύλος), λέγει: «Θέλω ειπείν πέντε λόγους τώ νοί μου» κ.τ.λ. (Α΄ Κορ. ιδ΄ 19), πράγμα που είναι ξένο για τους νηπίους και αρχαρίους. Γι΄αυτό εμείς σαν ατελείς, εκτός από την ποιότητα, έχομε ανάγκη και από την ποσότητα της προσευχής. Το δεύτερο άλλωστε είναι πρόξενο του πρώτου. «Ο Θεός -λέγει η Γραφή- δίνει προσευχή καθαρή σ΄εκείνον πού προσεύχεται, έστω και ρυπαρά, αλλά χωρίς να υπολογίζη κόπο και πόνο» (πρβλ. Α΄ Βασ. β΄ 9).

24. Άλλο πράγμα είναι ο ρύπος της προσευχής και άλλο ο αφανισμός και άλλο η κλοπή και άλλο ο μώμος. Ο ρύπος είναι το να ίστασαι ενώπιον του Θεού και να έχης αισχρές σκέψεις. Ο αφανισμός είναι το να αιχμαλωτίζεται ο νους σου από μάταιες φροντίδες και μέριμνες. Η κλοπή είναι το να πέφτη η σκέψις ανεπαίσθητα σε ρεμβασμούς. Και μώμος είναι ο οιοσδήποτε πειρασμός πού έρχεται να μας θίξη την ώρα της προσευχής.

25. Όταν δεν είμαστε μόνοι μας κατά την ώρα της προσευχής τότε ας λαμβάνωμε μόνο εσωτερικά την αρμόζουσα ικετευτική στάσι. Όταν όμως απουσιάζουν εκείνοι πού θα μας επαινούσαν, τότε ας συμμορφώσουμε αναλόγως και την εξωτερική μας στάσι. Διότι στους ατελείς πολλές φορές ο νους συμμορφώνεται προς την στάσι του σώματος.

26. Όλοι βέβαι, αλλά περισσότερο εκείνοι πού πηγαίνουν στον βασιλέα για να ζητήσουν άφεσι του χρέους των, έχουν ανάγκη από απερίγραπτη συντριβή.

27. Εάν ακόμη ευρισκώμαστε στο δεσμωτήριο, ας ακούσωμε τα λόγια του Αγγέλου προς τον Πέτρο: «Ζώσου την ποδιά της υπακοής, βγάλε από πάνω σου τα θελήματά σου, και έτσι γυμνός πλησίασε και προσευχήσου στον Κύριον, ζητώντας το ιδικό Του μόνο θέλημα» (πρβλ. Πράξ. ιβ΄ 8), και θα αποκτήσης τότε τον Θεόν, ο οποίος θα κρατά το τιμόνι της ψυχής σου και θα σε κυβερνά ακίνδυνα.

28. Αφού εγερθής από την φιλοκοσμία και την φιληδονία, πέταξε από πάνω σου τις μέριμνες, βγάλε από πάνω σου τις σκέψεις, απαρνήσου το σώμα, (και τότε προσευχήσου). Διότι η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποξένωσις από όλον τον ορατό και αόρατο κόσμο.

Θεέ μου, «τι γάρ μοι υπάρχει έν τώ ουρανώ»; Τίποτε! «Και παρά σού τι ηθέλησα επί της γής»; (πρβλ. Ψαλμ. οβ΄ 25). Τίποτε! Παρά μόνο το να προσκολλώμαι πάντοτε σ΄ Εσένα απερίσπαστα μέσω της προσευχής. Μερικοί ζουν με την επιθυμία του πλούτου, άλλοι με της δόξης και άλλοι με κάποιου άλλου κτίσματος. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τώ Θεώ επιθυμητόν εστί, τίθεσθαι έν αυτώ την ελπίδα της απαθείας μου» (πρβλ. Ψαλμ. οβ΄ 28).

29. Η πίστις έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να πετάξη στον ουρανό.

30. Όσοι είμαστε εμπαθείς ας παρακαλέσωμε γι΄αυτό με επιμονή τον Κύριον, διότι όλοι οι απαθείς από την εμπάθεια προχώρησαν και έφθασαν στην απάθεια.

31. Παρ΄ όλον ότι σαν Θεός πού είναι δεν φοβείται τον Θεό ο «Κριτής» (πρβλ. Λουκ. ιη΄ 2), έν τούτοις όμως, επειδή τον ενοχλεί η χήρα, η ψυχή δηλαδή πού εχήρευσε από Αυτόν με τις αμαρτίες και τις πτώσεις της, θα εκδικηθή και θα την σώση από τον αντίδικό της, από το σώμα δηλαδή και από τους εχθρούς της δαίμονας.

32. Ο Θεός, ο καλός μας οικονόμος, τους ευγνώμονες τους εφελκύει στην αγάπη Του με την σύντομη εκπλήρωσι του αιτήματός των. Ενώ τις αχάριστες και όμοιες με τους σκύλους ψυχές τις αναγκάζει να κάθωνται πλησίον Του προσευχόμενες, πεινασμένες και διψασμένες για το αίτημά τους. Διότι ο αγνώμων σκύλος, μόλις πάρη το ψωμί, απομακρύνεται αμέσως από εκείνον πού του το έδωσε.

33. Να μη λέγης ότι, αν και προσευχήθηκες πολύν καιρό, δεν κατώρθωσες τίποτε, διότι ήδη κάτι σπουδαίο κατώρθωσες. Τι, αλήθεια, υπάρχει ανώτερο από την προσκόλλησι στον Κύριον και από την συνεχή παραμονή σ΄αυτήν την ένωσι;

34. Δεν φοβείται τόσο ο κατάδικος την απόφασι της τιμωρίας του, όσο φοβείται ο εργάτης της προσευχής την στάσι του στην ώρα της προσευχής. Γι΄αυτό, αν είναι σοφός και έξυπνος, με την ανάμνησι αυτής της ώρας θα μπορή να αποστρέφεται κάθε λοιδορία και οργή και μέριμνα και ασχολία και θλίψι και χορτασμό και λογισμό και πειρασμό.

35. Να προετοιμάζεσαι με την αδιάλειπτο εσωτερική προσευχή προκειμένου να σταθής να προσευχηθής, και έτσι σύντομα θα προοδεύσης (στην προσευχή).


36. Είδα μερικούς να λάμπουν στην υπακοή τους και να μην αμελούν, όσο τους ήταν δυνατό, την νοερά μνήμη του Θεού. Και μόλις εστάθηκαν στην προσευχή, εκυριάρχησαν σύντομα στον νου τους, αυτοσυγκεντρώθηκαν και έχυναν κρουνηδόν τα δάκρυα. Και τούτο, διότι ήταν προετοιμασμένοι από την οσία υπακοή.


37. Στην ψαλμωδία πού γίνεται με πολλούς ακολουθούν αιχμαλωσίες και ρεμβασμοί. Στην κατά μόνας όμως προσευχή δεν παρατηρούνται αυτά. Αλλά αυτήν την πολεμεί η ακηδία, ενώ την πρώτη την βοηθεί η προθυμία.

38. Την αγάπη του στρατιώτου προς τον βασιλέα την έδειξε η ώρα του πολέμου. Και την αγάπη του μοναχού προς τον Θεόν την εδοκίμασε ο καιρός και ο τρόπος της προσευχής. Την πνευματική σου κατάστασι θα σου την φανερώση η προσευχή σου. Οι θεολόγοι άλλωστε εχαρακτήρισαν την προσευχή καθρέπτη του μοναχού.

39. Εκείνος που ασχολείται με κάτι και το συνεχίζει, ενώ εσήμανε η ώρα της προσευχής, αυτός εμπαίζεται από τους δαίμονας. Διότι αυτό επιδιώκουν οι κλέπτες, ώρα με την ώρα να κλέβουν τον χρόνο της προσευχής μας.

40. Μην αρνήσαι να προσεύχεσαι για κάποια ψυχή (πού σου το εζήτησε), έστω και αν δεν διαθέτης καρποφόρο προσευχή. Διότι η πίστις εκείνου πού εζήτησε την προσευχή, έσωσε πολλές φορές κι εκείνον που προσευχήθηκε και μάλιστα με συντριβή καρδίας. Μην υπερηφανεύεσαι, εάν προσεύχεσαι για άλλους και εισακούεσαι, διότι η πίστις αυτών ενήργησε, ώστε να εισακουσθή η προσευχή σου.

41. Κάθε μαθητής θα εξετάζεται από τον διδάσκαλό του καθημερινά στα μαθήματά πού εδιδάχθη. Και από κάθε νού θα ζητηθή, και δικαίως, να παρουσιάση σε κάθε προσευχή του την δύναμι εκείνη πού έλαβε από τον Θεόν. Γι΄αυτό ας προσέχωμε.

42. Όταν προσευχηθής με προσοχή και επιμέλεια, τότε σύντομα θα πολεμηθής από το πάθος της οργής, διότι έτσι είναι το σχέδιο των δαιμόνων. Κάθε αρετή, πρό πάντων όμως την προσευχή, ας την εργαζώμεθα πάντοτε με πολλή συναίσθησι. Και η ψυχή τότε προσεύχεται με συναίσθησι, όταν υπερνικήση τον θυμό
43. Όσα αποκτούμε με πολλές ικεσίες και σε πολύ χρόνο, αυτά είναι μόνιμα. Όποιος απέκτησε μέσα του τον Κύριον, δεν ρυθμίζει πλέον ο ίδιος τα λόγια και το σχέδιο της προσευχής, διότι τότε «το πνεύμα εντυγχάνει υπέρ αυτού στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26).

44. Να μη δεχθής στην προσευχή σου καμμία αισθητή εικόνα και φαντασία για να μη (πλανηθής και) παραφρονήσης.





45. Για κάθε αίτημα η πληροφορία εμφανίζεται στην προσευχή. Πληροφορία είναι η απαλλαγή από την αμφιβολία. Πληροφορία είναι η βεβαία και ασφαλής φανέρωσις ενός αγνώστου πράγματος.





46. Να γίνεσαι υπερβολικά ελεήμων και συμπονετικός, σύ πού καλλιεργείς την προσευχή. Διότι με την ελεημοσύνη οι μοναχοί «εκατονταπλασίονα λήψονται» στην παρούσα ζωή. Και το επόμενο του ευαγγελικού λόγου, (δηλαδή το «ζωήν αιώνιον κληρονομήσουσι), (Ματθ. ιθ΄ 29), θα το απολαύσουν στον μέλλοντα αιώνα.





47. Ήλθε το πύρ (του θείου πόθου) μέσα στην καρδιά και ανέστησε την προσευχή. Αφού δε η προσευχή ανεστήθη και ανελήφθη στους ουρανούς, έγινε στο ανώγειο της ψυχής η κάθοδος του πυρός (του Αγίου Πνεύματος).





48. Μερικοί ισχυρίζονται ότι η προσευχή είναι ανωτέρα από την μνήμη του θανάτου. Εγώ όμως γνωρίζω να ανυμνώ εξ ίσου τις δύο ουσίες της μιας υποστάσεως.





49. Ο ικανός ίππος συνήθως, καθώς αρχίζει να τρέχη, θερμαίνεται και προχωρώντας αυξάνει την ταχύτητα του δρόμου του. Ως δρόμο εννοώ την υμνωδία και ως ίππο τον ανδρείο νου, ο οποίος «πόρρωθεν οσφραίνεται πολέμου» (Ιώβ λθ΄ 25) και προετοιμάζεται για την μάχη και πάντοτε δείχνεται ανίκητος.





50. Είναι βαρύ να αρπάξης το νερό από το στόμα του διψασμένου. Βαρύτερο όμως είναι να διακόψης μία ψυχή πού προσεύχεται με κατάνυξι από την πολυπόθητη αυτή προσευχή της πρίν την τελειώση.





51. Μην αναχωρήσης από την προσευχή σου, πρίν ιδής να σταματούν, σύμφωνα με την οικονομία του Θεού, το πύρ (της χάριτος) και το ύδωρ (των δακρύων). Διότι ίσως να μη σου δοθή πάλι σε ολόκληρη την ζωή σου τέτοια ευκαιρία για την συγχώρησι των αμαρτιών σου. Εκείνος πού εγεύθηκε την χάρι της προσευχής, συνέβη ώστε πολλές φορές από έναν (απρόσεκτο) λόγο πού είπε να μολύνη τον νου του, και έτσι μόλις στάθηκε στην προσευχή δεν ευρήκε το ποθούμενο όπως συνήθως.





52. Άλλο είναι να ε π ι σ κ ο π ή ς (να εποπτεύης δηλαδή) συχνά την καρδιά σου και άλλο το να
ε π ι σ κ ο π ε ύ σ η ς (να κάνης δηλαδή χρέος επισκόπου) σ΄ αυτήν. Στην πρώτη περίπτωσι ο νους ομοιάζει με άρχοντα, ενώ στην δευτέρα με αρχιερέα, ο οποίος προσφέρει στον Χριστόν λογικές θυσίες[2]. Και όπως λέγει κάποιος πού έλαβε την προσωνυμία του θεολόγου[3], το Άγιον και Υπερουράνιον πύρ, (δηλαδή το Άγιον Πνεύμα), τους πρώτους τους επισκέπτεται ως φλόγα και τους καταφλέγει, διότι έχουν ακόμη ανάγκη καθάρσεως, ενώ τους δευτέρους ως φως και τους φωτίζει, διότι έφθασαν στα μέτρα της τελειότητος.

Το ίδιο δηλαδή Άγιον Πνεύμα ονομάζεται και «πύρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ΄ 29) και «φως φωτίζον» (πρβλ. Β΄ Κορ. δ΄ 6). Γι΄αυτό και μερικοί όταν εξέρχωνται από την προσευχή, είναι σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι συγχρόνως μία ελάφρωσι και ένα καθαρισμό από τον ρύπο και το βάρος της αμαρτίας. Και άλλοι πάλι αισθάνονται σαν να εφωτίσθηκαν με φως και σαν να εφόρεσαν την διπλοΐδα της ταπεινώσεως και της αγαλλιάσεως. Όσοι εξέρχονται από την προσευχή τους χωρίς να αισθάνονται καμμία από τις δύο αυτές ενέργειες, αυτοί προσεύχονται όχι πνευματικά, αλλά σωματικά, για να μην ειπώ ιουδαϊκά. Διότι, εάν ένα ανθρώπινο σώμα πού εγγίζει σε άλλο υφίσταται κάποια επίδρασι και αλλοίωσι, πώς δεν θα δοκιμάση επίδρασι και αλλοίωσι εκείνος πού με καθαρά χέρια εγγίζει (διά της προσευχής και της θεωρίας) το «σώμα» του Θεού;





53. Ο πανάγαθος Βασιλεύς μας, όπως ακριβώς και ο επίγειος βασιλεύς, προσφέρει τα δώρα του στους στρατιώτες του άλλοτε ο ίδιος, άλλοτε με έναν φίλο του, άλλοτε με ένα υπηρέτη του και άλλοτε με άγνωστο τρόπο. Αλλά και ανάλογα με τον χιτώνα της ταπεινώσεως πού ο καθένας φορεί.





54. Στον επίγειο βασιλέα είναι αποκρουστικός εκείνος πού παρίσταται ενώπιόν του και εν συνεχεία γυρίζει το πρόσωπό του και συζητεί με τους εχθρούς του βασιλέως. Παρόμοια είναι αποκρουστικός στον Κύριον αυτός πού, ενώ προσεύχεται, δέχεται ακάθαρτους λογισμούς.





55. Όταν βλέπης τον κύνα να έρχεται (για να σε αποσπάση με κάποια πρόφασι από την προσευχή), κυνήγα τον με το όπλο. Και κάθε φορά πού γαυγίζει με αναίδεια, μην υποχωρής.





56. Να αιτής με δάκρυα και πένθος. Να ζητής με υπακοή. Να κρούης με μακροθυμία. Διότι «ο ούτως αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Λουκ. ια΄ 10). Πρόσεξε μήπως προσευχηθής χωρίς την απαιτούμενη προσοχή για κάποια γυναίκα, και σε κλέψη εκ δεξιών ο διάβολος.





57. (Όταν προσεύχεσαι), μη θέλης να εξομολογήσαι τις σαρκικές αμαρτίες σου λεπτομερώς και όπως ακριβώς έγιναν, για να μη γίνης σύ ο ίδιος επίβουλος και επικίνδυνος στον εαυτό σου.





58. Ο καιρός της προσευχής ας μη γίνη για σένα ώρα πού θα σκεφθής σπουδαία και αναγκαία θέματα, έστω και πνευματικά. Διαφορετικά άφησες και σου έκλεψαν το πολυτιμότερο.





59. Όποιος κρατά στα χέρια του το ραβδί της προσευχής, δε πρόκειται να σκοντάψη. Αλλά και αν ακόμη σκοντάψη, δε θα πέση εντελώς. Διότι η προσευχή είναι ένας ευσεβής τύραννος του Θεού. Την ωφέλεια εκ της προσευχής μπορούμε να την καταλάβουμε από τα εμπόδια πού μας φέρνουν οι δαίμονες κατά τις ώρες των Ακολουθιών. Τον δε καρπό της προσευχής, από την ήττα του εχθρού, καθώς το λέγει και ο Ψαλμωδός: «Εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με, ότι ού μη επιχαρή ο εχθρός μου επ΄ εμέ» (Ψαλμ. μ΄ 12) τον καιρό του πολέμου. Λέγει δε επίσης: «Εκέκραξα έν όλη καρδία μου» (πρβλ. Ψαλμ. ριη΄ 145), δηλαδή και με το στόμα μου και με την ψυχή μου και με το πνεύμα μου, διότι όπου ευρίσκονται συγκεντρωμένοι οι δύο τελευταίοι, (η ψυχή και το πνεύμα), εκεί ανάμεσά τους ευρίσκεται και ο Θεός (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 20).





60. Ούτε τα σωματικά ιδιώματα, αλλά ούτε και τα πνευματικά είναι σε όλους όμοια. Και γι΄ αυτό σε άλλους φαίνεται πιο κατάλληλος η σύντομος ψαλμωδία και σε άλλους η μακροτέρα. Και οι πρώτοι ισχυρίζονται ότι πολεμούν έτσι την αιχμαλωσία του νου τους, ενώ οι δεύτεροι την αμάθειά τους.





61. Εάν αδιάκοπα προσεύχεσαι στον Βασιλέα κατά των εχθρών σου, οσάκις έρχωνται να σε πειράξουν, έχε θάρρος και δεν πρόκειται να κοπιάσης πολύ. Διότι αυτοί οι ίδιοι θα απομακρυνθούν από κοντά σου σύντομα, επειδή δεν θέλουν οι ανόσιοι να σε βλέπουν να στεφανώνεσαι πολεμώντας εναντίον τους με την προσευχή. Επί πλέον, θα φύγουν και επειδή τους μαστιγώνει η προσευχή σαν φωτιά.





62. Δείξε όλη την ανδρεία σου και την προθυμία σου (όταν προσεύχεσαι), και θα έχης τον ίδιον τον Θεόν διδάσκαλο στην προσευχή σου.





63. Δεν μπορούμε να διδαχθούμε το πώς να βλέπωμε, διότι έκ φύσεως το γνωρίζομε μόνοι μας. Παρόμοια δεν μπορούμε να γνωρίσωμε με την διδασκαλία του άλλου το κάλλος της προσευχής. Διότι η προσευχή έχει ως διδάσκαλό της τον Θεόν, «τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν, και διδόντα ευχήν τώ ευχομένω και ευλογούντα έτη δικαίων» (Ψαλμ. ﻜ΄ γ΄ 10 - Α΄ Βασ. β΄ 9).

Αμήν.

------------------------------
[1] Η έκφρασις «συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν», δηλώνει ότι διά της προσευχής επιτυγχάνεται πραγματική θεοκοινωνία, μέθεξις του θείου. Ο Θεός βέβαια είναι αμέθεκτος, ακοινώνητος, αναφής ως προς την άκτιστη φύσι Του, πλήν όμως είναι μεθεκτός, κοινωνητός, απτός ως προς τις άκτιστες ενέργειές Του, ως προς την άκτιστη χάρι και δόξα Του.

[2] Ο νους, όταν κυβερνά καλώς την καρδία και την προστατεύη από τους εχθρούς, επιτελεί χρέη άρχοντος (βασιλικόν ήθος). Και όταν διά της προσευχής προσφέρη στον Χριστόν καθαρά και άγια καρδιακά κινήματα και νοήματα, επιτελεί χρέη αρχιερέως, ο δε άνθρωπος μεταβάλλεται σε έμψυχο θυσιαστήριο (ιερατικόν ήθος). Εδώ πίσω από την βραχυλογία της Κλίμακος κρύπτεται μέγα βάθος και πλάτος θείων εννοιών και μυστικών καταστάσεων – «φρέαρ βαθύ»!

[3] Πρόκειται, όπως σημειώνουν και οι σχολιασταί, για τον άγιο Γρηγόριο


Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΘ΄ (Περί απαθείας)

(Διά τόν επίγειον ουρανόν, τήν θεομίμητον απάθειαν
καί τελειότητα καί ανάστασιν τής ψυχής,
πρός τής κοινής αναστάσεως)

ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ πού και εμείς πού ευρισκόμαστε στον βαθύτατο λάκκο της αγνωσίας και στις σκοτεινές περιοχές των παθών και στην σκιά του θανάτου τούτου του σώματος, επιχειρούμε με θρασύτητα να φιλοσοφήσωμε για τον επίγειο ουρανό, (δηλαδή την απάθεια).
Το στερέωμα του ουρανού έχει βεβαίως ως ωραιότητα τους αστέρες, αλλά η απάθεια έχει ως στολισμό τις αρετές. Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι η απάθεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά «εγκάρδιος ουρανός του νοός», ο οποίος λογαριάζει για παιγνίδια τις πανουργίες των δαιμόνων.

2. Είναι και διακρίνεται πραγματικά ως απαθής, εκείνος που αφθαρτοποίησε την σάρκα του, πού ανύψωσε τον νου του επάνω από την ορατή κτίσι και υπέταξε σ΄ αυτόν όλες τις αισθήσεις, πού παρέστησε την ψυχή του εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου και πού προχωρεί συνεχώς και πλησιάζει τον Κύριον υπηρετώντας Τον με ζήλο υπερανθρώπινο. Μερικοί πάλι ορίζουν την απάθεια ως ανάστασι της ψυχής πρίν από την ανάστασι του σώματος. Και άλλοι ως τελεία επίγνωσι του Θεού, δευτέρα κατά σειράν, μετά την επίγνωσι πού έχουν οι Άγγελοι.

3. Αυτή λοιπόν η απάθεια, «η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης»[1], καθώς μου εξήγησε κάποιος πού την είχε δοκιμάσει, τόσο πολύ αγιάζει τον νου και τον αρπάζει από τα υλικά, ώστε το περισσότερο μέρος της επιγείου ζωής του, μετά την άφιξι βεβαίως στο ουράνιο λιμάνι της ησυχίας, το ζή κανείς σαν να ευρίσκεται στον ουρανό, και ανυψώνεται εκστατικός σε ουράνιες θεωρίες∙ πράγμα για το οποίο ομιλεί κάπου επιτυχώς και ο Ψαλμωδός πού το είχε γευθή: «Ότι του Θεού οι κραταιοί, της γής σφόδρα επήρθησαν» (Ψαλμ. μς΄ 10). Ως τέτοιον γνωρίζομεν και τον Αιγύπτιον εκείνον (ασκητή), ο οποίος δεν άφινε επί πολύ τα χέρια του απλωμένα στην προσευχή όταν προσευχόταν μαζί με άλλους[2].

4. Υπάρχει ο απαθής, αλλά υπάρχει και απαθέστερος από τον απαθή. Ο πρώτος αποστρέφεται με υπερβολικό μίσος το κακό, ενώ ο δεύτερος είναι άπληστος στον πλούτο των αρετών. Και η αγνεία απάθεια ονομάζεται, και πολύ φυσικά, διότι είναι ο πρόλογος της κοινής αναστάσεως και της αφθαρτοποιήσεως των φθαρτών.

5. Απάθεια εφανέρωσε εκείνος πού είπε «νούν Κυρίου κέκτημαι» (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 16). Απάθεια εφανέρωσε ο Αιγύπτιος πού είπε ότι δεν φοβείται τον Κύριον[3]. Απάθεια εφανέρωσε εκείνος πού προσευχήθηκε να επιστρέψουν πάλι τα πάθη[4]. Ποιος αξιώθηκε πρίν από την λαμπρότητα του μέλλοντος αιώνος να έχη τόση απάθεια, όση εκείνος ο Σύρος[5]; Διότι ενώ ο περίφημος μεταξύ των προφητών Δαβίδ έλεγε στον Κύριον «σταμάτησε την θλίψι μου, για να ανακουφισθώ» (Ψαλμ. λη΄ 14), ο Σύρος αυτός αθλητής του Θεού έλεγε «σταμάτησε τα κύματα της χάριτός Σου»!

6. Απάθεια έχει η ψυχή που εταυτίσθηκε τόσο με τις αρετές, όσο οι εμπαθείς με τις ηδονές.

7. Εάν το όριο της γαστριμαργίας είναι, να πιέζη κανείς τον εαυτό του να φάγη και χωρίς να έχη όρεξι, τότε το όριο της εγκρατείας είναι, και όταν πεινά, να συγκρατή την φύσι του, παρ΄ όλον ότι δεν είναι ένοχη για κάτι.

8. Εάν το όριο της λαγνείας είναι η μανιώδης διέγερσις και προς τα άλογα ζώα και τά άψυχα αντικείμενα, τότε το όριο της αγνείας είναι να τα αισθάνεται κανείς όλα και να τα αντιμετωπίζη σαν άψυχα.

9. Εάν το τέρμα της φιλαργυρίας είναι να μη παύη κανείς και να μη χορταίνη πότε συναθροίζοντας χρήματα, τότε και το τέρμα της ακτημοσύνης είναι να μη λυπάται ούτε το σώμα του ακόμη.

10. Εάν το τέρμα της ακηδίας είναι να μην έχη κανείς υπομονή ενώ ζή σε πλήρη άνεσι, τότε το τέρμα της υπομονής είναι να ζη σε θλίψι και να θεωρή ότι έχει άνεσι.

11. Εάν το πέλαγος της οργής είναι να αποθηριώνεται κανείς και όταν είναι μόνος του, τότε το πέλαγος της μακροθυμίας είναι να είναι όμοια γαλήνιος και στην απουσία και στην παρουσία του υβριστού.

12. Εάν το ύψος της κενοδοξίας είναι να δείχνη κανείς επιτηδευμένη επιδεικτική συμπεριφορά και όταν είναι μόνος του, τότε οπωσδήποτε το γνώρισμα της ακενοδοξίας είναι να μη κλέπτεται καθόλου ο λογισμός στην παρουσία αυτών που επαινούν.

13. Εάν το γνώρισμα της απωλείας, δηλαδή της υπερηφανείας, είναι να αισθάνεται κανείς έπαρσι και όταν έχη ταπεινή εξωτερική εμφάνισι, τότε η απόδειξις της σωτηρίου ταπεινώσεως είναι να έχη ταπεινό φρόνημα και στα υψηλά επιτεύγματα και κατορθώματα.

14. Εάν η απόδειξις της τελείας εμπαθείας είναι να υποχωρή κανείς πάραυτα σχεδόν στο κάθε τι πού ενσπείρουν οι δαίμονες, τότε εγώ θεωρώ σαν γνώρισμα της αγίας απαθείας το να μπορή κανείς να λέγη καθαρά: «Εκκλίνοντος απ΄ εμού του πονηρού ούκ εγίνωσκον» (Ψαλμ. ρ΄ 4), ούτε πώς ήλθε ούτε γιατί απήλθε∙ αντίθετα νοιώθω πλήρη αναισθησία προς όλα αυτά, είμαι όλος ενωμένος με τον Θεόν, και πάντοτε θα είμαι.

15. Όποιος αξιώθηκε αυτήν την κατάστασι, ενώ ευρίσκεται ακόμη στην σάρκα του, έχει ως ένοικό του τον Θεόν, ο οποίος τον κυβερνά σε όλα τα λόγια και τα έργα και τις σκέψεις. Έτσι ακούει μέσα του σαν κάποια φωνή το θέλημα του Κυρίου πού το αντιλαμβάνεται με έναν εσωτερικό φωτισμό, και γίνεται ανώτερος από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία. Λέγει δε «πότε ήξω και οφθήσομαι τώ προσώπω του Θεού»; (Ψαλμ. μα΄ 3). Διότι δεν αντέχω περισσότερο την ενέργεια του πόθου μου αυτού, αλλά επιζητώ το αθάνατο κάλλος πού μου είχες δώσε προτού ενδυθώ το πήλινο αυτό σώμα (όπως κατήντησε μετά την παράβασι). Αλλά τι χρειάζεται να λέγωμε πολλά; Ο απαθής «ζή μέν ουκέτι αυτός, ζή δε έν αυτώ Χριστός» (Γαλ. β΄ 20), καθώς λέγει εκείνος που αγωνίσθηκε τον καλό αγώνα και ετελείωσε τον δρόμο και ετήρησε την πίστι, (δηλαδή ο Απόστολος Παύλος).

16. Το στέμμα του βασιλέως δεν αποτελείται από έναν μόνο πολύτιμο λίθο. Ούτε η απάθεια είναι τελεία, εάν έστω και μία οποιαδήποτε αρετή αμελήσωμε.

Ως απάθεια να εννοήσης το ουράνιο ανάκτορο του επουρανίου Βασιλέως. Ως «πολλάς μονάς» (Ιωάν. ιδ΄ 2) τις κατοικίες πού ευρίσκονται μέσα στην πόλι. Και ως τείχος της επουρανίου αυτής Ιερουσαλήμ την άφεσι των πταισμάτων.

17. Ας τρέξωμε, αδελφοί, ας τρέξωμε, για να κατορθώσωμε να εισέλθωμε στον νυμφώνα του ανακτόρου. Εάν δέ είτε από κάποιο φορτίο είτε από κάποια πρόληψι είτε από κάποια αργοπορία καθυστερήσαμε -ώ συμφορά μας!- τουλάχιστον ας προφθάσωμε κάποια κατοικία γύρω από τον νυμφώνα. Εάν δε ακόμη έχουν καμφθή και αποκάμει τα πόδια μας, ας φθάσωμε με κάθε τρόπο έστω μέσα από το τείχος. Διότι εκείνος πού δεν θα εισέλθη στο τείχος ή μάλλον δεν θα το υπερπηδήση πρό του θανάτου του, θα παραμείνη έξω, στην ερημική περιοχή (των δαιμόνων και των παθών). Γι΄ αυτό και κάποιος έλεγε στην προσευχή του «έν τώ Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (Ψαλμ. ιζ΄ 30). Και κάποιος άλλος, εξ ονόματος του Θεού, έλεγε: «Ουχί αι αμαρτίαι υμών είσιν αί διαχωρίζουσαι αναμέσον υμών και εμού»; (Ησ. νθ΄ 2).

18. Ας γκρεμίσωμε, αγαπητοί μου, το «μεσότοιχον του φραγμού» (Εφεσ. β΄ 14), το οποίο κακώς οικοδομήσαμε με την παρακοή μας. Ας λάβωμε από εδώ την εξόφλησι του χρέους, διότι στον άδη δεν υπάρχει κανείς πού να μπορή να μας απαλλάξη από τα αμαρτήματα.

19. Ας «σχολάσωμε», (ας αφήσωμε τα άλλα και ας αφιερώσωμε χρόνο), από τώρα και στο εξής (για την απόκτησι της απαθείας). Άλλωστε έχομε χαρακτηρισθή «σχολασταί»[6]. Δεν μπορεί κανείς να αμελή και να προφασίζεται είτε πτώσεις του είτε περιστάσεις είτε φορτία∙ διότι «όσοι έλαβον τον Κύριον –διά λουτρού παλιγγενεσίας- έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. α΄ 12), και τους είπε: «Να σχολάσετε, να ηρεμήσετε και να γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Θεός και ότι εγώ είμαι η Απάθεια» (πρβλ. Ψαλμ. με΄ 11). Είς αυτόν τον Θεόν ανήκει η δόξα είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ανυψώνει από την γή στον ουρανό τον πένητα νού, και ανεγείρει από την κοπρία των παθών τον πτωχό άνθρωπο η μακαρία απάθεια. Ενώ η πανύμνητη αγάπη τον αξιώνει να καθήση μαζί με τους άρχοντας Αγγέλους, με τους άρχοντας του λαού του Κυρίου.

------------------------------------------
[1] Θαυμασία όσο και παράδοξη διατύπωσις! Σχετικώς διαβάζομε στο έργο περί ησυχαστικής ζωής των Καλλίστου και Ιγνατίου των Ξανθοπούλων: «Και ο άγιος Εφραίμ ως εξής ομιλεί περί απαθείας και τελειότητος: Οι απαθείς προχωρώντας ασταμάτητα και αχόρταγα προς το ύψιστο ποθούμενο, καθιστούν την τελειότητα χωρίς τέλος… Είναι τελεία η τελειότης, όσον αφορά τα μέτρα και τις δυνάμεις του ανθρώπου. Και είναι χωρίς τέλος, διότι ξεπερνά τον εαυτό της με την καθημερινή πρόοδο και διότι υψώνεται συνεχώς με τις προς τον Θεόν αναβάσεις» (Φιλοκαλία, Δ΄, σελ. 281).

[2] Εννοεί τον αββά Τιθόη, για τον οποίον το «Γεροντικόν» γράφει: «Εί μη ταχέως κατέφερε τάς χείρας αυτού, ότε ίστατο είς προσευχήν, ηρπάζετο ο νους αυτού άνω» - Η αρπαγή του νοός στην προσευχή υποδηλοί ύψιστο σημείο πνευματικής προόδου – («Γεροντικόν» εκδ. Π. Πάσχου, σελ. 122).

[3] Δηλαδή ο Μέγας Αντώνιος. «Είπεν ο αββάς Αντώνιος –γράφει το «Γεροντικόν», σελ. 4 – εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλ΄ αγαπώ αυτόν∙ η γάρ αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

[4] Εννοεί τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό. Σχετικώς βλέπε «Γεροντικόν», σελ. 45-46.

[5] Πρόκειται για τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο. Περί αυτού ομιλεί ο νηπτικός πατήρ Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ο άγιος Εφραίμ, μετά το νικήσαι πάντα τά τε ψυχικά και σωματικά πάθη, χάριτι Χριστού, ίνα μη αργός έκ των πολέμων του εχθρού ευρεθή και τούτου χάριν κατακριθή, ως εδόκει, εξ αφάτου ταπεινώσεως εζήτει την χάριν της απαθείας αρθήνται απ΄αυτού∙ περί ού Ιωάννης ό της Κλίμακος εκπλαγείς έγραψεν∙ ότι εισί τινες απαθών απαθέστεροι, ως ο Σύρος εκείνος φησί, και τα εξής» (Περί των επτά σωματικών πράξεων…, Φιλοκαλία, Γ΄, σελ. 66).

[6] Πιθανόν να υπαινίσσεται το περιστατικό της Εξόδου, όπου ο Φαραώ αντιτίθεται στους Ισραηλίτες, που ζητούν να αποσυρθούν στην έρημο για την εκτέλεσι θρησκευτικών τους καθηκόντων, αποκαλώντας τους αργόσχολους: «Σχολάζετε, σχολασταί έστε∙ διά τούτο λέγετε∙ πορευθώμεν, θύσωμεν τώ Θεώ ημών» (ε΄ 17). Η έν λόγω «σχολή» είναι επαινετή. Όπως το τονίζει και ο Μ. Βασίλειος, «αύτη η σχολή αγαθή τω σχολάζοντι και ωφέλιμος, ησυχίαν εμποιούσα προς την των σωτηρίων διδαγμάτων ανάληψιν» (ομιλία είς τον

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Λ΄ (Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως)

(Διά τόν σύνδεσμον τής εναρέτου
τριάδος τών αρετών, τής αγάπης, τής,
ελπίδος καί τής πίστεως)

ΝΥΝΙ ΔΕ λοιπόν - ύστερα από όλα τα προηγούμενα - μένει τα τρία ταύτα – τά οποία σφίγγουν και διατηρούν τον σύνδεσμο όλων – πίστις, ελπίς, αγάπη∙ μείζων δε πάντων η αγάπη» (πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), διότι και ο Θεός αγάπη ονομάζεται (πρβλ. Α΄ Ιωάν. δ΄ 16). Εγώ όμως την μία την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την Τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σαν ένα φωτεινό απαύγασμα και μία και την αυτήν λαμπρότητα.
Η μία, η πίστις, δύναται να επιτελέση τα πάντα. Η άλλη, η ελπίς, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα. Και η Τρίτη, η αγάπη, δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμό της ούτε επιτρέπει σ΄ αυτόν που επλήγωσε με τα βέλη της να ηρεμήση από την «μακαρίαν μανίαν» που του επροξένησε.





2. Αυτός που θέλει να ομιλή για την αγάπη είναι σαν να επιχειρή να ομιλή για τον ίδιο τον Θεόν. Η ανάπτυξις όμως ομιλίας περί Θεού είναι πράγμα επισφαλές και επικίνδυνο σε όσους δεν προσέχουν. Για την αγάπη γνωρίζουν να ομιλούν οι Άγγελοι, αλλά και αυτοί ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους. Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθεί να δώση ορισμό του Θεού ομοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.





3. Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.





4. Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψις κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ΄ όσον «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στην φωτιά και στην φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σ΄ αυτές. Όσο ποσόν αγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου υπάρχει. Διότι όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.





5. Δεν είναι απρεπές εάν από τα ανθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα για τον πόθο και τον φόβο και την επιμέλεια και τον ζήλο και την δουλεία και τον έρωτα του Θεού.

Μακάριος εκείνος πού απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεόν, ωσάν αυτόν πού έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.

Μακάριος εκείνος πού εφοβήθηκε τον Κύριον, όσο οι υπόδικοι τον δικαστή.

Μακάριος εκείνος πού έδειξε τόση επιμέλεια και φροντίδα στα πνευματικά, όσο οι ευγνώμονες δούλοι στον κύριό τους.

Μακάριος εκείνος πού έδειξε τόση ζηλοτυπία για τις αρετές, όση οι σύζυγοι πού προσέχουν ζηλότυπα τις γυναίκες τους.

Μακάριος εκείνος πού την ώρα της προσευχής ίσταται εμπρός στον Κύριον όπως οι υπηρέτες εμπρός στον βασιλέα.

Μακάριος εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιήται και να αναπαύη τον Κύριον όπως έτυχε να περιποιηθή και να αναπαύση (σεβαστούς) ανθρώπους.

Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο ο υιός της αγάπης στον Κύριον.





6. Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νού του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάση, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ΄ αυτούς πού αν και έχουν σώμα είναι ασώματοι (και ασκούν τον πνευματικό έρωτα).





7. Κάποιος που εκτυπήθηκε από αυτό το βέλος έλεγε για τον εαυτό του - πράγμα πού με κάνει να θαυμάζω - : «Εγώ καθεύδω» από την ανάγκη της φύσεως, «η δε καρδία μου αγρυπνεί» από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα ε΄ 2).





8. Πρέπει να σημειώσης και τούτο, ως αφωσιωμένε φίλε, ότι αφού η ψυχή σαν άλλη έλαφος εξοντώση τα δηλητηριώδη ερπετά των παθών, τότε «επιποθεί και εκλείπει προς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 3), διότι πληγώνεται σαν με δηλητήριο από το πύρ της αγάπης[1].





9. Εκείνο που προξενεί η πείνα είναι κάτι πού δεν φαίνεται και δεν εκδηλώνεται. Εκείνο όμως πού προξενεί η δίψα είναι κάτι το έντονο και φανερό πού κάνει έκδηλο σε όλους τον εσωτερικό φλογισμό. Γι΄αυτό και εκείνος πού επόθει τον Θεόν έλεγε: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα» (Ψαλμ. μα΄ 3).





10. Εάν το πρόσωπο πού αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλη εξ ολοκλήρου με την παρουσία του και μας κάνη φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενή άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;





11. Ο φόβος, όταν εισχωρήση πραγματικά σε μία ψυχή, λυώνει και κατατρώγει τα ρυπαρά πάθη της σαρκός. «Καθήλωσον έκ του φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικά ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη΄ 120). Ενώ η οσία αγάπη, άλλους συνηθίζει να τους κατατρώγη, όπως είπε ο σοφός: «Εκαρδίωσας ημάς, εκαρδίωσας»∙ δηλαδή «μας επλήγωσες στην καρδιά» (Άσμα δ΄ 9). Άλλους τους κάνει ωρισμένες φορές να αγάλλωνται και να λάμπουν από χαρά, όπως πάλι αναφέρεται στην Γραφή: «Επ΄ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ΄ 7). Και∙ «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρμ. ιε΄ 13).

Όταν λοιπόν ολόκληρος ο άνθρωπος συγχωνευθή κάπως με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά στο σώμα του σαν σε καθρέπτη δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο εδοξάσθη και εκείνος ο θεόπτης, ο Μωϋσής. Όσοι κατέκτησαν την ισάγγελη αυτή βαθμίδα, ξεχνούν πολλές φορές την σωματική τροφή. Και νομίζω ότι δεν την επιθυμούν και τόσο συχνά, πράγμα όχι απίστευτο, αφού συμβαίνει και ο μη κατά Θεόν πόθος να κόβη πολλές φορές την επιθυμία του φαγητού.

Αυτών πού έφθασαν πλέον σε τέτοια αφθαρσία νομίζω ότι και το σώμα τους δεν θα ασθενή τόσο εύκολα. Διότι κατά κάποιον τρόπο εξαγνίσθηκε πλέον και αφθαρτοποιήθηκε. Η φλόγα δηλαδή της αγνότητος έσβησε την φλόγα των σαρκικών παθών και ασθενειών. Νομίζω ακόμη ότι και το φαγητό πού τρώγουν δεν τους προξενεί καμμία ευχαρίστησι. Διότι όπως οι υπόγειες φλέβες του νερού ποτίζουν μυστικά τις ρίζες των φυτών, έτσι και τις ψυχές αυτών των ανθρώπων τις τρέφει μυστικά το ουράνιο πύρ.





12. Η αύξησις του φόβου είναι αρχή της αγάπης. Και το τέλος της αγνείας είναι προϋπόθεσις της θεολογίας. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν, μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεόν. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή κανείς[2].





13. Ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού Πατρός, σε εκείνον πού θα κατοικήση, θα χαρίση τελεία αγνότητα και καθαρότητα, νεκρώνοντας τον θάνατο, (δηλαδή τα πάθη πού νεκρώνουν την ψυχή). Μετά από την νέκρωσι αυτή, ο μαθητής του Χριστού φωτίζεται και γίνεται γνώστης της θεολογίας. (Ο αγνός γνωρίζει τον Αγνόν), εφ΄ όσον «ο Λόγος Κυρίου, δηλαδή ο Υιός του Κυρίου και Θεού, αγνός (εστί) διαμένων είς αιώνα αιώνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια΄ 7, ιη΄ 10). Και όποιος δεν εγνώρισε κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον Θεόν, ομιλεί περί Θεού «στοχαστικώς».





14. Η αγνεία ανέδειξε θεολόγο τον μαθητή[3], ο οποίος με την αγνεία του αυτή αξιώθηκε να κηρύξη και να στερεώση τα δόγματα της Αγίας Τριάδος.





15. Εκείνος που αγαπά τον Κύριον, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξις του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθή ανθρώπους πού καταλαλούν. Θα φύγη δε μακρυά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος πού λέγει ότι αγαπά τον Κύριον και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, ομοιάζει με εκείνον πού τρέχει στον ύπνο του!





16. Η δύναμις της αγάπης είναι η ελπίς, διότι με αυτήν περιμένομε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίς είναι «αδήλου πλούτου πλούτος», (δηλαδή πλούτος ενός πλούτου πού δεν φαίνεται). Η ελπίς είναι ασφαλής απόκτησις θησαυρού πρίν από την απόκτησί του. Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφισις από τους κόπους. Αυτή είναι η θύρα της αγάπης. Αυτή φονεύει την απόγνωσι. Αυτή εικονίζει εμπρός μας τα πράγματα που ευρίσκονται μακρυά. Έλλειψις της ελπίδος σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Σ΄ αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σ΄ ατυήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού.





17. Ο εύελπις μοναχός είναι σφάκτης της ακηδίας, την οποία κατανικά με την μάχαιρα της ελπίδος. Η ελπίς γεννάται από την γεύσι και την εμπειρία των δώρων του Κυρίου. Διότι αυτός πού δεν τα εγεύθηκε, έχει δισταγμούς. Την ελπίδα την εξαφανίζει ο θυμός, διότι όπως λέγει η Γραφή, «η ελπίς ού καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄ 5), ενώ «ανήρ θυμώδης ούκ ευσχήμων» (Παρμ. ια΄ 25).





18. Η αγάπη χορηγεί την χάρι της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμι της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός – όσο περισσότερο πύρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στάσις και η εδραίωσις των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.

«Ανάγγειλέ μας, ώ σύ η ωραία ανάμεσα στις αρετές, πού βόσκεις τα πρόβατά σου; Πού κατασκηνώνεις το μεσημέρι;» (πρβλ. Άσμα α΄ 7). «Φώτισον ημάς, πότισον ημάς, οδήγησον ημάς, χειραγώγησον ημάς». Επιθυμούμε πια να ανεβούμε κοντά σου. Διότι εσύ κυριαρχείς σε όλα. Τώρα μου επλήγωσες την καρδία και δεν μπορώ να ανθέξω στην φλόγα σου. Γι΄αυτό θα σε υμνήσω και θα προχωρήσω: Εσύ κυριαρχείς επάνω στην δύναμι της θαλάσσης, εσύ καταπραΰνεις και νεκρώνεις την ταραχή των κυμάτων της. Εσύ ταπεινώνεις και καταρρίπτεις ως τραυματία τον υπερήφανο λογισμό. Με τον ισχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τους εχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 10-11) και αναδεικνύεις ανικήτους τους ιδικούς σου εραστάς.

» Και βιάζομαι να μάθω πώς σε είδε ο Ιακώβ επάνω στην κορυφή της κλίμακος. Ερωτώ να μάθω γι΄αυτήν την ανάβασι. Πές μου, πώς ήταν ο τρόπος και η σύνθεσις στην διάταξι των βαθμίδων; Των βαθμίδων της αναβάσεως εκείνης, την οποία έβαλε στον νου και στην καρδία του να επιχειρήση ο εραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 6). Διψώ ακόμη να μάθω, ποιος ήταν ο αριθμός των βαθμίδων, και πόσος χρόνος εχρειαζόταν για την ανάβασι. Διότι τους μέν χειραγωγούς της αναβάσεως, (τους Αγγέλους δηλαδή), τους ανήγγειλε αυτός που σε είδε και επάλαιψε μαζί σου[4], αλλά για τίποτε άλλο δεν θέλησε ή μάλλον δεν κατώρθωσε να μας διαφωτίση».

Εκείνη δε -αν και θεωρώ καλύτερο να ειπώ Εκείνος[5]- η βασίλισσα, σαν να έσκυψε από τον ουρανό, έλεγε στα αυτιά της ψυχής μου:

«Εάν, ώ εραστά, δεν λυθής από την παχύτητα του σώματος, δεν θα μπορέσης να γνωρίσης το κάλλος του προσώπου μου. Η κλίμαξ ας σε διδάσκη την πνευματική σύνθεσι των επί μέρους αρετών. Στην κορυφή δε αυτής της κλίμακος είμαι στηριγμένη εγώ, καθώς το είπε ο μεγάλος μύστης μου, (ο Απόστολος Παύλος): «Νυνί δε μένει τά τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη∙ μείζων δε πάντων η αγάπη» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13).

--------------------------------------------------------
[1] Για την κατανόησι της φράσεως αυτής πρέπει να σημειωθή, ότι σύμφωνα με μία λανθασμένη αντίληψι των αρχαίων (βλέπε σχόλιο 1, λόγου ΚΕ΄) η έλαφος κατατρώγει τους όφεις, το δε δηλητήριό τους μέσα στον οργανισμό της δημιουργεί φλόγωσι και αφόρητη δίψα, ώστε να επιποθή «επί τάς πηγάς των υδάτων». Εδώ χαρακτηρίζεται ως έλαφος η ψυχή που ανέβηκε στις βαθμίδες της ταπεινοφροσύνης και της απαθείας και προχωρεί τώρα γεμάτη δίψα και θείο πόθο προς την κορυφή της αγάπης.

[2] Εάν δηλαδή ο άνθρωπος δεν καταστή ηγιασμένο δοχείο της Χάριτος, δεν μπορεί να γίνη θεολόγος. «Πάσα προσπάθεια του ανθρώπου - παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος – όπως γίνη μέτοχος της θεολογίας αυτοδυνάμως, έν τη αυταρκεία της εκπεσούσης αυτού φύσεως και των διεσπασμένων και φύσει άλλωστε περιωρισμένων αυτού δυνατοτήτων είναι ανέφικτος… [Και αντί θεολογίας έχομεν τότε] τον περί Θεού θνητόν ανθρώπινον λόγον, εντός του οποίου κυοφορείται εν πολλοίς το σκάνδαλον μιας αμαρτανούσης θεολογίας, η οποία αντί της ζωής είναι φορεύς του θανάτου» (Κ. Μουρατίδης, «Κοινωνία» ΙΖ΄ 2, σελ. 59).

[3] Εννοεί τον άγιο Ιωάννη τον ευαγγελιστή.

[4] Πρόκειται για τον πατριάρχη Ιακώβ. Το περιστατικό της πάλης του με τον Θεόν περιγράφεται στην Γένεσι, λβ΄ 24-31.

[5] «Εκείνος», δηλαδή ο Θεός, εφ΄ όσον «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 16).

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Σύντομος προτροπή (Αντίστοιχος προς όσα προηγουμένως ανεπτύχθησαν λεπτομερώς)

ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ανεβαίνετε, αδελφοί, επιθυμώντας ολόψυχα τις αναβάσεις, ακούοντας αυτόν πού λέγει: «Δεύτε αναβώμεν είς το όρος Κυρίου και είς τον οίκον του Θεού ημών» (Ησ β΄ 3), ο οποίος «δίνει στα πόδια μας την ευκινησία της ελάφου και μας ανεβάζει σε υψηλούς τόπους» (Ψαλμ. ιζ΄ 34), «ώστε να νικήσωμε, δοξολογώντας Αυτόν» (Αββακ. γ΄ 19).


Να τρέξετε, παρακαλώ, μαζί με εκείνον πού λέγει:

«Σπουδάσωμεν, έως ού καταντήσωμεν οί πάντες είς την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Θεού, είς άνδρα τέλειον, είς μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ΄ 13). Του Χριστού, πού στην ηλικία των τριάκοντα ετών ως άνθρωπος εβαπτίσθηκε και κατείχε την τριακοστή βαθμίδα της πνευματικής κλίμακος.

(Ας προχωρήσωμε μέχρι την τελευταία βαθμίδα της αγάπης, για να συναντήσωμε τον Θεόν), εφ΄ όσον βέβαια η αγάπη είναι ο Θεός, στον οποίο πρέπει ο ύμνος, στον οποίο ανήκει η δύναμις και το σθένος, στον οποίον υπάρχει η αιτία κάθε καλού και υπήρχε και θα υπάρχη είς τους απεράντους αιώνας.


Αμήν.