Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Γεροντικό - Λειμωνάριο - Λαυσαϊκό


Άγνωστες Ιστορίες της Ερήμου
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ
Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου. Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».
Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν». Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».
Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ. Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».
Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».
Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με». Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη. Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση. Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».
Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση. Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής. Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον. Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.
(Από χειρόγραφον Γεροντικόν της Ι.Μ Φιλοθέου)


Η σωματική άσκηση δεν είναι ίδια για όλους


 
Ήταν κάποτε ένας μοναχός, Ρωμαίος την καταγωγή, πού είχε απο­κτήσει μεγάλο αξίωμα στο παλάτι, και εγκαταστάθηκε σε μία σκή­τη πού βρισκόταν πιο κοντά στην εκκλησία απ' ότι οι σκήτες των άλλων μοναχών. Είχε δε μαζί του και ένα δούλο πού τον υπηρετούσε. Ο πρεσβύτερος, λοιπόν, επειδή αντελήφθη την αδυναμία του και πληροφορήθηκε από ποιά ανα­παυτική ζωή προερχόταν, κάθε φορά πού ο Θεός οικονομούσε και ερχόταν κάτι στην εκκλησία, του το έστελνε. Αφού ό μοναχός συμ­πλήρωσε εικοσιπέντε χρόνια στη σκήτη, απέκτησε φήμη για το διο­ρατικό του χάρισμα.
Κάποιος λοιπόν από τους με­γάλους Αιγυπτίους πατέρες έμα­θε γι' αυτόν και ήρθε να τον δει προσδοκώντας να διδαχθεί απ' αυτόν πώς να καλλιεργείται πνευματικώς σκληραγωγώντας πε­ρισσότερο το σώμα του. Μπήκε μέσα, τον ασπάσθηκε και αφού προσευχήθηκαν, κάθισαν. Τον βλέπει λοιπόν ο Αιγύπτιος να φο­ράει ενδύματα μαλακά και να έχει για στρώμα ένα μικρό υφαντό χα­λί, στρωμένο πάνω σε προβιά, και ένα μικρό προσκέφαλο. Και σαν τα είδε αυτά, σκανδαλίσθηκε, για­τί σ' εκείνο τον τόπο δεν συνήθι­ζαν να ζουν με τέτοιο τρόπο, αλλά μάλλον με σκληραγωγία.
Ο Γέροντας, όντας διακριτι­κός, κατάλαβε ότι σκανδαλίσθη­κε. Λέει λοιπόν στον υπηρέτη του: "Ετοίμασε μας εορταστικό τρα­πέζι προς χάριν του Αββά σήμε­ρα". Βρήκε λοιπόν εκείνος λίγα χόρτα και τα έβρασε και την ώρα του φαγητού κάθισαν και έφαγαν. Ήπιαν δε και λίγο κρασί πού είχε ό γέροντας για τονωτικό. Όταν βράδιασε, ανέγνωσαν τους δώδε­κα ψαλμούς και κοιμήθηκαν. Κα­τά τον ίδιο τρόπο προσευχήθηκαν και τη νύχτα.
Το πρωί, σηκώθηκε ό Αιγύ­πτιος και αφού πήρε την ευχή του Γέροντα έφυγε χωρίς να ωφελη­θεί. Μόλις όμως είχε λίγο προχω­ρήσει, ό Γέροντας, θέλοντας να τον ωφελήσει, έστειλε και τον κά­λεσε πίσω. Σαν έφθασε, τον δέ­χθηκε πάλι με χαρά και τον ρώ­τησε λέγοντας: "Από που είσαι;" Εκείνος απάντησε: "Από την Αίγυπτο". "Και από ποιά πόλη;" "Κάθε άλλο, εγώ δεν είμαι από πόλη", είπε εκείνος. Ό Γέροντας συνέχισε να ρωτά: "Ποιά δουλειά έκανες στο χωριό σου;" "'Έκανα, λέει, τον αγροφύλακα". "Και που κοιμόσουν;" Κι αυτός είπε, "στο χωράφι". "Είχες, τον ρωτάει, στρώ­μα να πλαγιάσεις;" "Σιγά, λέει, στο χωράφι να μην είχα στρώμα να βάλω από κάτω μου!" "Τότε πώς κοιμόσουν;" "Κατάχαμα" εί­πε. Τον ρωτάει πάλι: "Και τί έτρωγες στο χωράφι και τί κρασί έπινες;" Εκείνος αποκρίθηκε: "Υ­πάρχει φαΐ ή ποτό στο χωράφι;" "Τότε πώς ζούσες; "'Έτρωγα, αποκρίθηκε, ξερό ψωμί και κανένα παστό, αν εύρισκα, και έπινα νερό". Τότε ό Γέρων είπε: "Μεγά­λος κόπος. Και υπάρχουν λουτρά στο χωριό για να λούζεσθε;" Κι εκείνος είπε "όχι, αλλά λουζόμαστε στο ποτάμι, όταν θέλουμε".
Αφού λοιπόν ό Γέροντας τον έκανε να τα πει όλα αυτά και έμαθε πόσο κοπιαστική ήταν ή προηγούμενη ζωή του, θέλοντας να τον ωφελήσει, του διηγήθηκε πώς ζούσε εκείνος στον κόσμο πριν γίνει μοναχός, λέγοντας: "Εγώ ό ταπεινός πού με βλέπεις είμαι από τη Ρώμη, τη μεγαλούπολη, και είχα μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του βασιλιά". Από τα πρώτα αυτά λόγια ο Αιγύπτιος ένιωσε κατά­νυξη και με προσοχή άκουγε όσα εκείνος έλεγε. Συνέχισε λοιπόν ό Γέροντας να του διηγείται:
"Άφησα λοιπόν την πόλη και ήρθα σ' αυτή την έρημο. Και πάλι εμέ­να πού με βλέπεις είχα μεγάλα σπίτια και χρήματα πολλά. Αυτά τα κατεφρόνησα και ήρθα σ' αυτό το μικρό κελί. Εμένα πάλι πού με βλέπεις είχα ολόχρυσα κρεβάτια με πολύτιμα στρωσίδια και στη θέση αυτών ό Θεός μου έχει δώ­σει αυτό το χαλάκι και την προ­βιά. Τα ρούχα μου πάλι ήταν πο­λύτιμα και τώρα αντί για κείνα φορώ τα ευτελή αυτά ιμάτια. Για το φαγητό μου πάλι πολύ χρυσά­φι ξοδευόταν. Και αντί εκείνου ο Θεός μου έδωσε αυτά τα λίγα χόρ­τα και ένα ποτηράκι κρασί. Είχα επίσης στην υπηρεσία μου πολ­λούς υπηρέτες. Και να, αντί για κείνους ό Θεός έδωσε τη διάθεση σ' αυτόν το μοναχό να με υπηρε­τήσει. Και αντί για λουτρό ρίχνω λίγο νερό στα πόδια μου και φορώ τα σανδάλια λόγω της αδυναμίας μου. Πάλι, αντί για μουσικούς και κιθάρες, λέγω τούς δώδεκα ψαλ­μούς. Το ίδιο και τη νύχτα, αντί για τις αμαρτίες πού έκανα, τώρα με ειρήνη κάνω την μικρή μου ακολουθία. Σε παρακαλώ, λοιπόν, Αββά, μη σκανδαλισθείς από την αδυναμία μου". Σαν άκουσε αυτά ό Αιγύπτιος, συνήλθε και είπε: "Αλλοίμονο σε μένα, γιατί έφυγα από την πολλή ταλαιπωρία πού είχα στον κόσμο και ήρθα σε ανάπαυση˙ κι όσα δεν είχα τότε, τώρα τα έχω. Ενώ εσύ αντάλλαξες την πολλή ανάπαυση με την ταλαιπωρία και τη μεγάλη δόξα και τον πλούτο με την ταπείνωση και τη φτώχεια". Και αναχώρησε πολύ ωφελημένος.
Έκτοτε έγινε φίλος του και τον επισκεπτόταν συχνά για να ωφε­λείται πνευματικά, γιατί εκείνος ήταν άνδρας με διάκριση και πλήρης ευωδιάς του Αγίου Πνεύματος.


Παραινέσεις Αγίων Πατέρων (μέρος Β')



Όποιος πειρασμός και αν έλθη στον άνθρωπο, πρέπει να λέη: Εξαιτίας των αμαρτιών μου μου συνέβη αυτό. Και αν του έρθη κάποιο καλό, να λέη ότι είναι οικονομία Θεού, μας νουθετεί πατρικά ο Αββά Σισόης.
* Αυτός που αντιλέγει στην αλήθεια, είναι όμοιος μ' ε­κείνον τον υπηρέτη που ράπισε τον Κύριο στο πρόσωπο, μας λέγει ο Αββάς Μάρκος.
* Εκείνος που μας άφησε εντολή να συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18, 22), ο Ίδιος, πολύ περισσότερο, θα συγχωρήσει τις αμαρ­τίες εκείνων που επιστρέφουν κοντά Του, μ' όλη τους την ψυχή (Αγ. Εφραίμ).
* ...Αυτός που πέφτει στην εξουσία του πονηρού πά­θους της κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκλη­ραίνει η καρδιά του προς τους εν Χριστώ αδελφούς και τε­λική του συμφορά είναι πως πέφτει στην υψηλοφροσύνη, δηλαδή στην υπερηφάνεια, που είναι η μάνα όλων των κα­κών... Αυτός που κάνει κάτι από ανθρωπαρέσκεια, για να επιδειχθή στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό της εργασίας του... Όποιος αγαπά να δοξάζεται από τους ανθρώπους, δεν μπορεί να αποκτήση ταπεινοφροσύνη, μας διδάσκει ο Αββάς Ησαΐας.
* Κάθε βαπτισμένος ορθόδοξα έλαβε μυστικά όλη την χάρι, την ενέργειά της όμως αισθάνεται στο εξής ανάλογα με την εργασία των εντολών του Κυρίου (Αββά Μάρκος).
* ...Εκείνος που αναζητεί τον Δεσπότη του Χριστό με την προσοχή στραμμένη συνέχεια στο σταυρό, ξεπερνά ό­λα τα εμπόδια που συναντά, μέχρις ότου να φθάση τον Ε­σταυρωμένο (Πατερικόν).
* Σε μοναχό που δεν υπέμενε τον εξευτελισμό ο Άγ. Α­ντώνιος του είπε: «Μοιάζεις με το χωριό που από μπροστά είναι καταστόλιστο, ενώ από την πίσω μεριά λεηλατείται α­πό ληστές».
* «Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζη αυτά που διδά­σκει η γλώσσα σου» (Αβ. Ποιμήν).
* «Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει τη φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από την φιλία του Θε­ού. Δεν είναι καλό να θέλη κανείς να αρέση σε όλους. Για­τί η Γραφή λέγει: Αλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν» (Αβ. Ποιμήν).
* «Αν ο Θεός δεν δοξάση τον άνθρωπο, η δόξα των αν­θρώπων είναι ένα τίποτε» (Αβ. Σισόης).
* ...Παιδί μου, εάν θέλης να προκόψης, να μένης καρτε­ρικά στο κελί σου, να προσεχής τον εαυτό σου και να εργά­ζεσαι το εργόχειρό σου. το να βγαίνης όμως για να επισκέ­πτεσαι άλλους δεν θα σε ωφελήση τόσο, όσο το να μένης στο κελί σου... Αν θέλης να είσαι ταπεινός, μάθε να δέχεσαι με γενναιότητα αυτά που σου προξενούν οι άλλοι και να μη συνηθίζης να λες κούφια λόγια... (Αβ. Σεραπίων).
* Όπως δεν είναι δυνατόν συγχρόνως να έχουμε και το φυτό και τον σπόρο, έτσι είναι αδύνατο να παράγουμε ου­ράνιο καρπό, όταν μας περιβάλλη η κοσμική δόξα.
* Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει στο φανερό, με τον καιρό λιγοστεύει και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ί­διο τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το κερί λυώνει, όταν πλησιάσει τη φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους επαίνους και χαλαρώνει (Αγία Συγκλητική).
* Ο λόγος για τον οποίο δεν προκόβουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε τα μέτρα μας, ούτε έχομε υπομονή στο έργο που αρχίζουμε αλλά θέλουμε άκοπα να αποκτούμε αρετή. Επιπλέον πηγαίνουμε από τόπο σε τόπο νομίζοντας ότι θα βρούμε κάποιον τόπο που δεν υπάρχει διάβολος (Πατερικόν).
* Τρία πράγματα έχουν μεγάλη αξία ενώπιον του Κυ­ρίου: Όταν ο άνθρωπος ασθενεί και του 'ρχονται επί πλέον και άλλοι πειρασμοί και ευχαρίστως τους αποδέχεται, είναι το ένα. Το δεύτερο είναι να κάνη κανείς όλα του τα έργα καθαρά ενώπιον του Κυρίου, χωρίς τίποτε το ανθρώπινο. Και το τρίτο, να ζη ως υποτακτικός σε πνευματικό πατέρα και να απαρνείται κάθε δικό του θέλημα (Αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος).
* Εκείνος που φανερώνει τα καλά του έργα και τα κάνει γνωστά στο κόσμο, μοιάζει με τον σποριά που ρίχνει τον σπόρο στην επιφάνεια της γης και έρχονται τα πτηνά του ουρανού και τον τρώνε. Ενώ εκείνος που κρύβει την άσκη­σή του, όπως βάζη ο σποριάς τον σπόρο μέσα στης γης τα αυλάκια, αυτός ακριβώς θα έχη άφθονη συγκομιδή (Πατερικόν).
* Όλες οι αρετές είναι ισοδύναμες. Η αγία Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ υπήρξε φιλόξενος και είχε τον Θεό μαζί του. Ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Ό,τι λοι­πόν καταλαβαίνεις να θέλη η ψυχή σου που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, αυτό κάνε και κράτα άγρυπνη την καρδιά σου (Αββάς Νισθερώος).
* Φυλάξου, αδελφέ, να μη συνομιλής με αιρετικούς, θέ­λοντας τάχα να τους στήριξης στην πίστη, μην τυχόν σε χτυπήσει το δηλητήριο των θανατηφόρων λόγων τους. Μα ούτε και βιβλίο αιρετικών μη θελήσης να διαβάσης, για να μη θανατώσης την ψυχή σου. Σ' αυτό που φωτίστηκες να μένης σταθερός, χωρίς να του προσθέσης ή να του αφαιρέσης τίποτα, και να απέχης τελείως από την ψευδώνυμη γνώση (Α' Τιμ. 6:20), που είναι αντίθετη στη σωστή διδα­σκαλία (Α' Τιμ. 1:10) (Αββάς Ησαΐας).
* Πίστις είναι να ζη κανείς με ταπείνωση και να ελεή.
* Για άνθρωπο που η καρδιά σου δεν έχει πληροφορία, μην του εμπιστευθής την συνείδησή σου.
* Εάν ο άνθρωπος έχει την ταπείνωση και την ακτημοσύνη, έρχεται μέσα του ο φόβος του Θεού.
* Ο Χριστός ευλογεί και αγιάζει, όλους εκείνους που πιστεύουν σ' Αυτόν.
* «Εάν η ψυχή βρεθή σε νηφάλια κατάσταση και συμμαζέψη τον εαυτό της από τους περισπασμούς και εγκαταλείψη τα θελήματά της, τότε την επισκέπτεται το Πνεύμα του Θεού και μπορεί να γεννήση, γιατί αλλιώς είναι στείρα», μας διδάσκει ο Αββάς Κρόνιος.
* Μην κάνης συντροφιά με αιρετικό, κυριάρχησε στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου και, όπου μένεις, λέγε συ­νέχεια. είμαι ξένος.
* Εάν δεν ξεριζώσης το μικρό χόρτο, που είναι η αμέ­λεια, θα γίνη μεγάλο λειβάδι γεμάτο βαλτόνερα.
* Είναι αδύνατο να αποκτήση κάποιος τον Ιησού, παρά μόνο με κόπο, με ταπείνωση και ακατάπαυστη προσευχή.
* Συνήθισε το βλέμμα σου να μην πέφτη σε σώμα ξένο, ει δυνατόν ούτε στο δικό σου.
* Όποιος πειρασμός και αν έλθη στον άνθρωπο, πρέπει να λέη: Εξαιτίας των αμαρτιών μου μου συνέβη αυτό. Και αν του έρθη κάποιο καλό, να λέη ότι είναι οικονομία Θεού, μας νουθετεί πατρικά ο Αββά Σισόης.
* Αν κανείς προσπέφτη στον Θεό σε κάθε κόπο του, ο Θεός έχει τη δύναμη να τον αναπαύση... Αν ο άνθρωπος δεν καταφρονήση το σώμα, δεν θα μπορέση να δη το φως της Θεότητος (Αββάς Ησαΐας).
* Μεγάλο εργαλείο είναι ο φόβος του Θεού. και η ενέρ­γεια του πονηρού δεν έχει πέραση σε όποιον έχει τον φόβο του Θεού (Πατερικόν).
* Ποτέ δεν έκανα το δικό μου θέλημα ούτε δίδαξα σε κάποιον κάτι που πιο μπροστά δεν το τήρησα ο ίδιος (Αβ­βάς Κασσιανός).
* Εφόσον παραδέχεσαι ότι ο Θεός είναι αξιόπιστος και δυνατός, πίστευέ τον και θα μετέχης στις ευλογίες του. Αν όμως το παίρνης αψήφιστα το πράγμα, σημαίνει ότι δεν πιστεύεις (Αββάς Ευπρέπιος).
* Ο Θεός στους αμαρτωλούς χαρίζει και το κεφάλαιο, όταν μετανοούν, όπως στην πόρνη και τον τελώνη. ενώ από τους δικαίους ζητά και τόκους (Πατερικόν).
* Είναι αδύνατο να αγιασθή το όνομα του Θεού από ε­μάς, εφόσον μας εξουσιάζουν τα πάθη (Αβ. Ησαΐας).
* Έλεγε κάποιος απ' τους Γέροντες: «Στην αρχή της μο­ναχικής μας ζωής συγκεντρωνόμασταν μεταξύ μας και μι­λούσαμε πώς θα ωφεληθή η ψυχή μας. σχηματίζαμε ομάδες - ομάδες και ανεβαίναμε στον ουρανό. ενώ τώρα συγκε­ντρωνόμαστε και φθάνοντας στην κατάκριση χαντακώνου­με ο ένας τον άλλον».
* Είπε πάλι κάποιος απ' τους Γέροντες: «Εάν ο μέσα μας άνθρωπος είναι νηφάλιος, αυτό μπορεί να μας προστατεύση και στην εξωτερική μας συμπεριφορά. Εάν όμως δεν υπάρχη αυτό, τουλάχιστον ας φυλάξουμε τη γλώσσα μας μ' όλη μας τη δύναμη».
* Είπε κάποιος Γέροντας: «Είτε πέφτεις να κοιμηθής είτε σηκώνεσαι ή οτιδήποτε άλλο κάνεις, εάν έχης τον Θεό μπροστά σου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σε φοβίση ο εχθρός. και εφόσον ο λογισμός αυτός μείνει σταθερά προσηλωμένος στον Θεό, τότε και η δύναμη του Θεού θα μείνη μέσα σ' αυτόν».
* Είπε ένας Γέροντας: «Η γαστριμαργία είναι μητέρα της πορνείας». Είπε επίσης: «Αυτός που κυριαρχεί στην κοιλιά του μπορεί να κυριαρχή και στην πορνεία και στη γλώσσα».
* Είπε ένας Γέροντας: «Η εγκράτεια είναι πλούτος της ψυχής. Αυτήν ας αποκτήσουμε με ταπεινό φρόνημα απο­φεύγοντας την κενοδοξία, που είναι η μητέρα των κακών».
* Πρόσεχε αδελφέ, γιατί ο εχθρός πολεμάει με διάφο­ρους τρόπους τους αγωνιστές. Και πριν να πραγματοποιηθή η αμαρτία, ο εχθρός την δείχνει στα μάτια τους πολύ μι­κρή. Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας όμως, ο πονηρός την παρουσιάζει υπερβολικά βαρειά στα μάτια εκείνου που αμάρτησε, σηκώνοντας εναντίον του μύρια κύματα λογι­σμών, έτσι ώστε, πνίγοντας μέσα σ' αυτά τη λογική σκέψη του αδελφού, να τον καταποντίση στο βυθό της απελπισίας.
Κι εσύ λοιπόν, αγαπητέ, γνωρίζοντας από πριν αυτές τις πανουργίες του εχθρού, πρόσεχε μη σε γελάσει και α­μαρτήσεις. Αλλά κι αν έχεις ήδη πέσει σ' ένα παράπτωμα, μην το συνεχίζεις, απελπισμένος για τη σωτηρία σου. Σή­κω και γύρνα πίσω στον Κύριο και Θεό σου. Κι Εκείνος θα σ' ελεήσει. Γιατί ο Δεσπότης μας είναι οικτίρμων και ε­λεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν περιφρονεί ό­σους μετανοούν ειλικρινά, αλλά πρόθυμα και με χαρά τους δέχεται.
Όταν λοιπόν σου λέει ο εχθρός, «Χάθηκες, δεν μπορείς πια να σωθείς», εσύ πες του: «Εγώ έχω Θεό εύσπλαγχνο και μακρόθυμο, γι' αυτό και δεν απελπίζομαι για τη σωτη­ρία μου. Εκείνος που μας άφησε εντολή να συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας "έως εβδομηκοντάκις επτά" (Ματθ. 18:22), ο Ίδιος, πολύ περισσότερο, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες ε­κείνων που επιστρέφουν κοντά Του μ' όλη τους την ψυχή».
Κι έτσι, με τη χάρη του Θεού, θα λυτρωθής από τον πό­λεμο (Αγ. Εφραίμ).
* Ο κόπος ο σωματικός, η πτωχεία, η ξενιτεία, η ψυχική γενναιότητα και η σιωπή γεννούν την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη προλαμβάνει πολλά σφάλματα. Αλλιώς η αποταγή αυτού που δεν τα τηρεί αυτά, είναι μάταιη (Πατερικόν).
* Μίσησε όλα τα του κόσμου και τη σωματική ανάπαυ­ση, γιατί αυτά σε έκαναν εχθρό με τον Θεό. Όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που έχει κάποιον εχθρό, μάχεται εναντίον του, έτσι οφείλουμε κι εμείς να πολεμούμε εναντίον των α­δυναμιών του σώματος για να μην το αφήσουμε στο βόλεμά του (Πατερικόν).
* Να είστε πάντοτε χαρούμενοι, να προσεύχεστε αδιά­κοπα και να ευχαριστείτε τον Θεό για το κάθε τι (Αββάς Βενιαμίν).
* Ο σώφρων μοναχός θα τιμηθή πάνω στην γη, και στους ουρανούς θα στεφανωθή ενώπιον του Υψίστου.
* Λόγο πονηρό να μην προφέρη το στόμα σου, γιατί το αμπέλι δεν παράγει αγκάθια (Αββάς Βενιαμίν).
* Στην ερώτησι τί είναι ζωή; Ένας γέρων απήντησε: «Γλώσσα που να λέγη την αλήθεια και μόνο, σώμα αγνό, καρδιά καθαρή και οι λογισμοί να μην περιδιαβαίνουν τον κόσμο. Υμνωδία κατανυκτική, ζωή ήσυχη και τίποτε άλλο να μη φιλοξενή η σκέψη παρά την αναμονή του Κυρίου».
* ...Το βλέμμα του Θεού είναι παντού, βλέπει τα έργα μας και δεν του διαφεύγει τίποτα. και έρχεται συνεργός σ' αυτούς που εργάζονται το καλό (Αββάς Λογγίνος).
* Το πρώτο χτύπημα που έκανε ο διάβολος στον Ιώβ, ή­ταν αρχικά στα υπάρχοντά του. Είδε ότι δεν λυπήθηκε ούτε απομακρύνθηκε από τον Θεό. Το δεύτερο χτύπημα το επέ­φερε στο σώμα του. αλλά ούτε και μ' αυτό ο γενναίος του Θεού αθλητής αμάρτησε βγάζοντας λόγο βλάσφημο απ' το στόμα του. γιατί είχε μέσα του τον θησαυρό του Θεού και πάντοτε έμενε πιστός σ' Αυτόν (Πατερικόν).



Παραινέσεις Αγίων Πατέρων




Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαπτισμένος ζη­τάει αυτά τα τρία: Από την ψυχή ορθή πίστι, από την γλώσ­σα την αλήθεια και από το σώμα την σωφροσύνη
(Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος)
.


*  Αδελφοί μου, ας έχουμε καθαρό νου, στραμμένο στον Θεό... Ας κάνουμε όσα αρέσουν στον Θεό. Όποιος ζει, ό­πως θέλει ο Θεός, ζει μαζί με τον Θεό.

*  Το να αγνοούν οι άνθρωποι εντελώς τους θείους νό­μους είναι μεγάλη προδοσία της σωτηρίας.

*  Εάν δουλεύουμε αδιάκοπα (τις εντολές του Θεού, την αρετή) θα βρούμε τον δρόμο της ζωής.

*  ...Δια να βρεις παρηγοριά από τον Θεό, πήγαινε προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού, ταπείνωσε τον εαυτό σου ενώπιόν του και παράδωσε το θέλημά σου.

*  Όλα για μας τα υπέστη ο Χριστός, για να μας σώσει. Ας είμαστε νηφάλιοι, ας είμαστε άγρυπνοι, ας περνούμε τον καιρό μας προσευχόμενοι, ας κάνουμε όσα είναι ευάρεστα σ' Αυτόν.

*  Εάν δεν μισήσεις πρώτα την αμαρτία, δεν μπορείς να κάνης το θέλημα του Θεού... Το μόνο που ζητάει ο Θεός απ' τον άνθρωπο είναι η καλή του διάθεση και να έχει πά­ντοτε τον φόβο του Θεού.

*  Εκεί που υπάρχει σαρκική ανάπαυση, δεν μπορεί να κατοικήσει φόβος Θεού (Αβ. Ησαΐας).

*  Εάν κανείς, δεν δουλέψει, δεν παίρνει μισθό από τον Θεό (Αβ. Ησαΐας).

*  Η επαγρύπνηση και η προσοχή στον εαυτό μας και η διάκριση, αυτές οι τρεις αρετές είναι οδηγοί της ψυχής.

*  Απόφευγε τις ανώφελες φιλίες του κόσμου αυτού, και από μόνες τους θα αποξενωθούν (Αβ. Ποιμήν).

*  Να είσαι πρόθυμος πάντα να κάνης την πνευματική σου εργασία λίγο - λίγο και θα σωθής.

*  Προϋπόθεση για να 'σαι Χριστιανός είναι να μιμεί­σαι τον Χριστό.

*  Όπως δεν είναι δυνατόν να βόσκουν μαζί πρόβατα και λύκοι, έτσι είναι αδύνατον να βρει έλεος εκείνος που α­ντιμετωπίζει με δόλο τον πλησίον του.

*  Για να είσαι αρεστός στον Θεό, κράτησε αυτές τις τρεις παραγγελίες και σώζεσαι: Όπου και αν πας, τον Θεό να έχης μπρος στα μάτια σου πάντοτε. Ό,τι και αν κάνης, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών. Και σ' ό­ποιον τόπον και αν κατοικής, μη μετακινείσαι εύκολα από εκεί (Άγ. Αντώνιος).

*  ...Αδελφέ, εσύ είπες. «ασθενώ στην ψυχή και στο σώ­μα». Αλλά γιατί δεν ομολογείς ότι υγιαίνεις στο θέλημά σου; (Άγ. Βαρσανούφιος).

*  Το να βιάζουμε σε όλα τον εαυτό μας (για να κατορθώ­σουμε την αρετή), αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στο Θεό.

*  Αυτός που βιάζει τον εαυτό του για το Θεό, είναι ό­μοιος με τον ομολογητή της πίστεως.

*  ...Εκείνος που θέλει να ξεριζώση τα πάθη του, έχει α­νάγκη από ιδρώτες και κόπους.

*  Όποιος δεν γεύθηκε ακόμα τα επουράνια, ποθεί τα α­κάθαρτα.

*  Εντολή του Χριστού που εκτελείται με επίγνωση, χα­ρίζει παρηγοριά ανάλογη με τις οδύνες της καρδιάς.

*  Η χάρις του Θεού ακολουθεί πάντα την προαίρεσί μας. και με την χάρι κατορθώνουμε κάθε αγαθό...

*   Προτιμότερος είναι ο θάνατος για χάρη του Θεού, παρά μια ζωή γεμάτη ντροπή και οκνηρία.

*   Στήριξε το θάρρος σου στο Θεό..., και να μην αρχίσης την εργασία του καλού έργου με διψυχία, που οδηγεί στη χαυνότητα, για να μη φτάση να γίνη ανώφελος ο κό­πος σου και αφόρητη η εργασία της (πνευματικής) καλ­λιεργείας σου. Άρχισε το αγαθό με ανδρεία και αδίστακτη πίστη στο Θεό... (Αβ. Ισαάκ).

*   Πολύ λυπόμαστε όταν κάνουμε αμαρτίες. Τις αίτιες τους όμως με ευχαρίστησι τις δεχόμαστε.

*   Θανάσιμη αμαρτία είναι εκείνη για την οποίαν ο άν­θρωπος μένει αμετανόητος. Κανένας δεν είναι τόσο αγαθός και σπλαχνικός όσον ο Θεός. Τον αμετανόητο όμως ούτε ο Θεός τον συγχωρεί (του αββά Μάρκου).

*   Αυτός που αποφεύγει τον ωφέλιμο πειρασμό, αποφεύ­γει την αιώνιο ζωή. Σήκωσε τους πειρασμούς από την μέση και κανείς δεν θα αγιάση (Γεροντικόν).

*   Οι Πατέρες μας μέσα από πολλές καταφρόνιες μπή­καν χαρούμενοι στην επουράνια πόλη (Αββάς Ιωάννης).

*   Οι άνθρωποι παρουσιάζουν με πληρότητα την διδα­σκαλία, αλλά ελάχιστα απ' αυτά εφαρμόζουν (Αββάς Ποι­μήν).

*   Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζη αυτά που διδά­σκει η γλώσσα σου (Αββάς Ποιμήν).

*   Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει την φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από την φιλία του Θε­ού, μας διδάσκει ο Αββάς Ποιμήν.

*   Αν ο Θεός δεν δοξάση τον άνθρωπο, η δόξα των αν­θρώπων είναι ένα τίποτε (Αββάς Σισόης).

*   Εξουθένωσε τον εαυτό σου, παράτησε το θέλημά σου, απαλλάξου από τις μέριμνες και θα έχης ανάπαυσι, μας λέγει ο Αββάς Σισόης.            

*   Μη συγκατοικήσετε με αιρετικό, ούτε να έχετε γνω­ριμίες με άρχοντες. Τα χέρια σας ας μην είναι απλωμένα για να μαζεύουν, προτιμότερον να είναι απλωμένα για να δίνουν (Αββάς Χωμέ).

*  Σε ερώτησι του Αγίου Παμβώ προς τον άγιο Αντώ­νιο. τί να κάνη (για την σωτηρία του) ο Άγιος απήντησε: Μην έχης πεποίθησι στην αρετή σου, μη σκαλώνη η σκέψι σου ανώφελα σε κάτι που ανήκει στο παρελθόν, και έχε κυ­ριαρχία στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου.

*  Μας συμφέρει σαν ζητιάνοι να ζούμε, αρκεί μόνο να είμαστε μαζί με τον Ιησούν, διότι όποιος είναι με τον Ιησού, είναι πλούσιος και αν ακόμη υλικά είναι πτωχός. Αυ­τός που προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, θα χάση και τα δύο, ενώ εκείνος που επιθυμεί τα ουράνια, θα βρη οπωσδήποτε και επίγεια αγαθά (Οσία Ευγενία).

*  Είναι αδύνατο να απόκτηση κανείς τον Ιησούν, παρά μόνο με κόπο, με ταπείνωσι και με προσευχή ακατάπαυστη, διαβάζομε στο Γεροντικό.

*  Αγαπήστε την θλίψι περισσότερο από την ανάπαυσι, την περιφρόνησι περισσότερο από την δόξα, καθώς και το να δίνετε παρά να παίρνετε, και θα έχετε πνευματική ωφέλεια (Αββάς Ματώης).

*  Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαπτισμένος ζη­τάει αυτά τα τρία: Από την ψυχή ορθή πίστι, από την γλώσ­σα την αλήθεια και από το σώμα την σωφροσύνη (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος).

*  Όπως ακριβώς ένα ερειπωμένο σπίτι έξω από την πό­λη γίνεται τόπος ακαθαρσιών, έτσι και η ψυχή του οκνηρού γίνεται κατοικητήριο κάθε ακαθάρτου πάθους (Αββά Ησαΐου).

*  Ό,τι αποστρέφεσαι, μην το κάνεις στον άλλο... Ό­ποιος μπορεί να κράτηση αυτόν τον λόγο, του αρκεί για να σωθή (Γεροντικόν).

*  Είναι αδύνατον να απόκτηση σταθερά αγάπη στον Θεό, όποιος έχει κάποιαν εμπαθή κλίση σε οτιδήποτε γήι­νο (Αγ. Μάξιμος).

*  Εκείνος που έχει το νου του προσηλωμένο στην αγά­πη του Θεού, καταφρονεί όλα τα ορατά, ακόμα και το σώμα του σαν ξένο (Αγ. Μάξιμος).

*  Όποιος βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρ­διά του για οποιονδήποτε άνθρωπο και για οποιοδήποτε φταίξιμό του, αυτός έχει αποξενωθεί τελείως από την αγάπη στο Θεό. Γιατί η αγάπη στο Θεό δεν ανέχεται καθόλου το μίσος εναντίον του ανθρώπου (Αγ. Μάξιμος).