Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Γεροντικό - Λειμωνάριο - Λαυσαϊκό

Ανεξιχνίαστες οι βουλές του Θεού


                           

Κάποιος αββάς που ασκήτευε και είχε παρρησία στο Θεό, τον παρακαλούσε με δάκρυα να του φανερώσει τον τρόπο που ο Θεός κρίνει και αποφασίζει σε κάποιες περιπτώσεις και που οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, αλλά νομίζουν ότι πρόκειται για παράξενα πράγματα. Ο Θεός όμως για πολύ καιρό δεν ήθελε να του φανερώσει τίποτα, επειδή ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τα μυστήρια του Θεού. Ο ασκητής πάλι δεν έπαυε νύχτα και μέρα να κάνει τη σχετική δέηση. Μια μέρα λοιπόν ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, έβαλε στην καρδιά του τον λογισμό να πάει να δει ένα γέροντα ασκητή, που βρισκόταν σε άλλο τόπο, όπου για να φτάσει κανείς έπρεπε να περπατήσει πολλές μέρες.

Σαν άρχισε την πορεία ο ασκητής, έστειλε ο Θεός στον δρόμο του έναν άγγελο με μορφή νέου καλογήρου, που τον χαιρέτησε με το «ευλόγησον πάτερ». Ο γέρων ασκητής αποκρίθηκε: «ο Θεός να σε συγχωρέσει, τέκνον μου». Τότε ο άγγελος ρώτησε τον γέροντα: «που πηγαίνεις, αββά;» και ο γέρων απάντησε: «πηγαίνω στον τάδε ασκητή να τον δω». Κι ο άγγελος είπε: «κι εγώ εκεί πηγαίνω και ας προχωρήσουμε μαζί».

Αφού περπάτησαν οι δυό τους την πρώτη μέρα, έφθασαν το βράδυ σ΄ένα χωριό και κατέλυσαν στο σπίτι ενός ευλαβούς και φιλόξενου ανθρώπου, που τους φιλοξένησε. Μάλιστα έφερε στην τράπεζα έναν ασημένιο δίσκο. Την ώρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν, πήρε ο άγγελος τον δίσκο κρυφά, τον πέταξε στον αέρα και ο δίσκος χάθηκε. Ο γέρων σαν το είδε αυτό λυπήθηκε, όμως δεν είπε τίποτα.

 Την δεύτερη μέρα έφθασαν σε ένα άλλο χωριό, όπου τους περιποιήθηκε φιλόξενα ένας ευλαβής χριστιανός. Αυτός είχε ένα μονάκριβο γιό και τον έφερε να τον ευλογήσουν και να του δώσουν την ευχή τους. Ο άγγελος όμως την ώρα που επρόκειτο να φύγει μαζί με τον ασκητή, έπιασε το παιδί από το λαιμό και το έπνιξε. Μπροστά σ΄αυτό το θέαμα ο γέρων δοκίμασε μεγάλη έκπληξη και τρόμαξε, αλλά και πάλι δεν μίλησε.

Αφού περπάτησαν και την Τρίτη μέρα, έφθασαν σ΄ένα άλλο μέρος, αλλά επειδή δεν βρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί κάθισαν σε μια αυλή που είχε έναν τοίχο έτοιμο να πέσει. Ο άγγελος σηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, τον γκρέμισε και τον ξαναέκτισε αμέσως από τα θεμέλια.

Αντικρύζοντας κι αυτό το τελευταίο ο γέροντας δεν μπόρεσε πλέον να σιωπήσει, αλλά άρχισε να του λέει: σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του Υψίστου να μου πεις την αλήθεια. Τι είναι αυτά που έκανες; Άγγελος είσαι ή δαίμονας; Αυτά που έκανες δεν είναι έργα ανθρώπου. Κι όταν ο άγγελος ρώτησε «τι έκανα;», ο γέροντας είπε: «χθες και προχθές που μας δέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι άνθρωποι και μας φιλοξένησαν, εσύ του μεν ενός πήρες τον ασημένιο δίσκο και τον πέταξες στον αέρα και εξαφανίσθηκε, του Δε άλλου έπνιξες τον γιο. Και εδώ που ήρθαμε δεν μας πρόσφεραν καμμιά περιποίηση ή φιλοξενία, καταπιάστηκες με το κτίσιμο και τους ευεργετείς».

Τότε του αποκρίθηκε ο άγγελος: «άκουσε αββά, κι εγώ θα σου φανερώσω την αλήθεια των πραγμάτων. Ο πρώτος που μας δέχθηκε είναι άνθρωπος θεοφιλής και δίκαιος και διοικεί τα υπάρχοντά του κατά τις εντολές του Θεού. Εκείνος όμως ο ασημένιος δίσκος προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μην χάσει κοντά σ΄αυτόν και τον μισθό από τα καλά του έργα, με πρόσταξε ο Θεός να τον εξαφανίσω, ώστε να είναι η φιλοξενία του καθαρή και απαλλαγμένη από ανομία. Ο άλλος πάλι που μας φιλοξένησε, είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος και αν ζούσε ο γιος του, επρόκειτο να γίνει όργανο του σατανά και να διαπράξει πολλά κακά που θα έκαναν να λησμονηθούν τα καλά έργα του πατέρα του. Γι΄αυτό όρισε ο Θεός να πεθάνει κι εκείνος έτσι μικρός, για να σωθεί και η δική του ψυχή και του πατέρα του». Τότε ο γέροντας είπε: «όλα αυτά τα έκανες καλά, τι έχεις όμως να πεις για την τελευταία περίπτωση;» και ο άγγελος απάντησε: « μάθε, πάτερ, και γι΄αυτό, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός και άδικος και θέλει να βλάψει πολλούς, αλλά δεν το μπορεί εξαιτίας της φτώχιας του. Ο παππούς του όταν έκτιζε αυτόν τον τοίχο, έκρυψε μέσα σ΄αυτόν χρήματα πολλά, κι αν τον είχα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός ιδιοκτήτης, θέλοντας να τον κτίσει, θα εύρισκε μέσα στα κατεδαφισμένα υλικά αυτά τα χρήματα και θα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει το κακό που ήθελε. Γι αυτό με πρόσταξε ο Θεός να στερεώσω τον τοίχο, για να μη βρει τα χρήματα ο κακός αυτός άνθρωπος, που επρόκειτο να τα χρησιμοποιήσει στις κακές του επιθυμίες και να βλάψει τους ανθρώπους. Και ξέρει ο Θεός πότε θα τον φανερώσει, σε άνθρωπο που πρέπει και θα τον χρησιμοποιήσει σε καλά έργα. Είδες, λοιπόν πως κρίνει ο Θεός σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ζητούσες να μάθεις. Γι αυτό πήγαινε στο κελί σου και μη σε μέλει για τα πράγματα του κόσμου, πως και γιατί γίνονται. Διότι τα κρίματα του Θεού είναι απροσμέτρητη άβυσσος, όπως είπε ο προφήτης, και οι ενέργειές Του ανεξιχνίαστες και ακατανόητες και δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίζει τα πάντα με ακρίβεια. Πίστευε λοιπόν, πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμμία αδικία. Όσα επιτρέπει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται.

 Όταν άκουσε αυτά από τον άγγελο ο ασκητής, δόξασε τον Θεό και, αφού αποσύρθηκε στο κελλί του, στο εξής δεν εξέταζε τίποτα.


Ο Φύλακας Άγγελος


 Ο Αββάς Μακάριος και ο Φύλακας Άγγελος
«Βλέπω δαίμονας να τον έχουν κυκλώσει και να τον κρατάνε»
Είπε ο αββάς Μακάριος, ότι όταν ήλθα στην Κωνσταντινούπολι μου γεννήθηκε η επιθυμία να την γνωρί­σω. Και περπατώντας σε κάποια γειτονιά, και η συνείδησίς μου βεβαιώνει την αλήθεια για όσα λέγω, βλέπω με τα νοητά μάτια, τα οποία μου δώρησε ο Κύριος για να κατανοώ τα θαυμάσιά του, βλέπω κάποιον άνθρωπο, σαν να ήταν ευνούχος και να στέκεται έξω από πορνικό καταγώγιο. Φαινόταν πολύ στενοχωρημένος και έκρυβε με τις δύο παλάμες το πρόσωπό του, και έκλαιγε έτσι που νόμιζες ότι και ο ουρανός θρηνούσε μαζί του.

Αφού τον πλησίασα και τον ρώτησα. Ποιος είναι ο λόγος για τέτοιο θρήνο και τόση στενοχώρια; Και γιατί δεν φεύγεις από εδώ, που είναι καταγώγιο πορνών και α­σελγών γυναικών; Πες μου, σε παρακαλώ, διότι προκα­λεί μεγάλη συμπάθεια ο θρήνος σου.
Και απαντώντας μου λέγει: Ως προς την φύσι μου εί­μαι, ένδοξε δούλε του Θεού, άγγελος, όπως όλοι οι χρι­στιανοί κατά την ώρα του βαπτίσματος ο καθένας παίρ­νει από τον Θεό έναν φύλακα άγγελο, για προστασία και σκέπη αυτού του ανθρώπου που τώρα είναι εδώ, και πολύ θλίβομαι που τον βλέπω να διαπράττη την ανομία και να ασωτεύη, όπως βλέπης, με αυτήν την πόρνη. Και πώς να μη θρηνήσω όταν βλέπω την εικόνα του Θεού να χά­νεται σε τέτοιο σκοτάδι;

Του λέγω τότε εγώ. Και γιατί δεν τον νουθετείς και διδάσκεις να ξεφύγη από το σκοτάδι αυτής της αμαρ­τίας;

Και μου είπε ο άγγελος. Επειδή δεν έχω περιθώρια να τον πλησιάσω, διότι από την στιγμή που αρχίσει να διαπράττη την αμαρτία γίνεται δούλος των δαιμόνων, και δεν έχω καμμία εξουσία πάνω του.

Και πάλι λέγω προς αυτόν. Από πού γίνεται φανερό ότι δεν έχεις καμμία εξουσία πάνω του, αφού ο Θεός σου τον εμπιστεύθηκε;

Μου είπε ο άγγελος. Ο Θεός μας, που είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και τον άφησε να πορεύεται την οδό που του αρέσει, αφού πρώτα του έδειξε και τις δύο οδούς, την στενή δηλ. και την πλατεία. Και βεβαίως αφού πρώτα του φανέρωσε το τέρμα και των δύο οδών, ότι δηλ. το βάδισμα της στενής και θλιμμένης οδού περνάει μέσα από πόνους προσωρι­νά, αλλά οδηγεί στην ατελεύτητη μέσα στους αιώνες των αιώνων ανάπαυσι, η δε πλατεία στην αιώνιο κόλασι και στο πυρ της γεέννης και σε όλες τις άλλες τιμωρίες. Επομένως τί άλλη νουθεσία μένει να κάνω εγώ στον δι­κό μου άνθρωπο, τον οποίο μου εμπιστεύθηκε ο Θεός να σκεπάζω; Εξ άλλου ο ίδιος ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος νουθετεί και παρακαλεί και τους διδάσκει όλους να μη μετέχουν σε αισχρές πράξεις, και μόλις κάποιοι σπανίως σκέπτονται με σεβασμό τα θεία του λόγια.

Του λέγω πάλι. Γιατί σηκώνεις με κλάματα τα χέρια σου προς τον ουρανό;

Μου απαντάει ο άγγελος. Βλέπω δαίμονας να τον έ­χουν κυκλώσει και να τον κρατάνε, άλλους να τραγου­δάνε και άλλους να γελάνε χαρούμενοι, και γι' αυτό κλαίγοντας και αλαλάζοντας σήκωσα τα χέρια μου σε προσευχή προς τον Θεό, για να λύτρωση το πλάσμα του από τους δαίμονες. Και να μου δωρήση μία ήμερα να χα­ρώ για την μετάνοιά του και την επιστροφή από τα έργα του, για την εξομολόγησί του, και να με αξιώση να πα­ραδώσω την ψυχή του, μετά από εξομολόγησι και μετά­νοια, αψεγάδιαστη και καθαρή στον Κύριο, χωρίς καμμία κατηγορία στην αγαθότητα του Θεού. Και αφού μου τα είπε αυτά έγινε άφαντος από μπροστά μου ο άγγελος. Σας λέγω λοιπόν, αδελφοί μου, πως γνωρίζω με α­κρίβεια ότι δεν υπάρχει άλλη πιο βρωμερή αμαρτία, πα­ρά μόνον η πορνεία και η μοιχεία και η καταραμένη των Σοδόμων. Και εάν θέλει να μετανοήση αυτός που σέρνε­ται σε αυτές τις αμαρτίες, τον δέχεται ο Θεός με περισ­σότερη και μεγαλύτερη θερμότητα από όλους τους αμαρ­τωλούς, διότι το πάθος είναι της δικής μας επιλογής, αλ­λά το πολλαπλασιάζει ο διάβολος με τους ερεθισμούς. Και εάν κάποιος θέλει να απαλλαγή από αυτά τα πάθη μπορεί να τα ξηράνη με την αγρυπνία και την εγκρά­τεια.



Αρπαγή νοός


                  Αρπαγή νοός - Θαυμαστόν όραμα*
Εις ένα «Πατερικόν» βιβλίον της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ευρίσκεται γραμμένη η ακόλουθος διήγησις, την οποίαν και μεταφέρω εδώ δια ψυχικήν σας ωφέλειαν.
«Είπε κάποιος από τους αγίους Γέροντας. ότι μίαν φοράν όπου ήμουν εις το κελλίον μου, μου ήλθε λύπη, ακηδία και κακή καρδία. και επήγα προς κάποιον Γέροντα, όπου ήτον άγιος άνθρωπος, και τον εχαιρέτησα παρακαλώντας τον να μου ειπή κανένα λόγον ωφελείας, δια να στραφή η ταλαίπωρος ψυχή μου από την αμέλειαν και την ακηδίαν εκείνην όπου είχα, προς τα καλά και σωτήρια της αρετής και της αγιότητος έργα.
 Ο δε Γέρων εκείνος ο άγιος και θαυμαστός, επειδή ήτον θεοφόρος και ωδηγείτο υπό της θείας χάριτος εις το να πράττη το θέλημα του Θεού εις την ζωήν του, μου εδιηγήθηκε πολλά γλυκύτατα και σωτήρια λόγια όπου ήσαν ικανά και άξια να στηρίζουν και να οικοδομούν κάθε ψυχήν και να την προτρέπουν με φιλοτιμίαν να πορεύεται την οδόν της μετανοίας. Εστερεώθη η καρδία μου και ευχαρίστησα τον Θεόν. Κατόπιν ηρώτησα τον Γέροντα να μου ειπή περί καθαράς και ειρηνικής και αγίας προσευχής. Και αποκριθείς ο άγιος Γέρων είπεν:
     
Μίαν φοράν εις τον καιρόν της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτυχε και εσηκώθηκα από τον ύπνον πριν από το μεσονύκτιον. Και πρώτον μεν επροσκύνησα έως εδάφους μετά φόβου και σεβασμού και αγάπης τον υπό πάντων των ευσεβών και ορθοδόξου Χριστιανών προσκυνούμενον Θεόν. Έπειτα υψώσας τας χείρας μου και τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν προσηυχόμην επί πολλάς ώρας. Και όσον μου ήτο δυνατόν προσηυχόμην με πολλήν κατάνυξιν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Και μοι εφαίνετο -καθώς είναι και η αλήθεια- ότι συνωμίλουν νοητώς και χωρίς λάλημα της φωνής μετά του αγαπητού και πολυποθουμένου μου Θεού.
Συνέβη λοιπόν τότε, εις τον καιρόν της προσευχής μου εκείνης -καθώς με εφάνη- ότι ηρπάγη ο νους μου, και ανέβη, και απέρασεν αυτόν τον φαινόμενον ουρανόν και ευρέθη μέσα εις κάποιαν πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον. Το δε κάλλος της πόλεως εκείνης καθώς είναι, λογιάζω ότι δεν δύναται νους ανθρώπου να το ειπή και να το παραστήση καθώς πρέπει, πλην όσον δύναται ο νους μου και η γλώσσα μου να διηγηθώ: δια την ευμορφίαν και ευπρέπειαν όπου είχον τα τείχη της πόλεως εκείνης της ουρανίου. δια τον πολύτιμον και μεγαλοπρεπή στολισμόν όπου είχον αι θύρες της, δια την λαμπροτάτην και χρυσοειδή θεωρίαν όπου είχεν το έδαφός της, και δια όλην την άλλην θαυμαστήν σύνθεσιν και τεχνουργίαν, της οποίας τεχνίτην και δημιουργόν ελογίαζα τον Θεόν.
Ο δε πολύς και περισσός λαός και κόσμος, το πλήθος των ανθρώπων όπου ήσαν εκεί δεν είχαν μετρημόν ουδέ λογαριασμόν. Και ήσαν όλοι εστεφανωμένοι τας κεφαλάς, και εστολισμένοι με κάλλος, και με λαμπράς ενδυμασίας. Το δε είδος και η στολή ενός εκάστου δεν ήτον ομοία εις όλους, αλλ' ήτο πολλών λογιών.

Άλλων δηλαδή οι στέφανοι ήσαν ωσάν από γυαλί καθαρώτατον και λαμπροί ως κρύσταλλον. Άλλων ήσαν αργυροειδείς. άλλων χρυσοειδείς και εκ λίθων πολυτίμων. και άλλων μαργαροειδείς.

Και εις την ενδυμασίαν επίσης συνέβαινεν το όμοιον με τους στεφάνους. έβλεπον ενδυμασίας πολλών λογιών με διάφορα και πολύτροπα χρώματα. Εφορούσαν δηλ. οι μακάριοι κάτοικοι της πόλεως εκείνης της ουρανίου, στολάς και στεφάνους όχι μόνον από τες τιμημένες ύλες του χρυσίου και του αργυρίου και των πολυτίμων λίθων, αλλά και ωσάν από σιδήρου και χαλκού και μολύβδου εφαίνετο ότι είχον υφασμένες και πλεγμένες μερικοί τες στολές αυτών και τους στεφάνους, αναλόγως της πνευματικής αυτών καταστάσεως.
Ταύτα βλέποντας εγώ εθαύμαζον και με εφάνη καλόν να ερωτήσω κάποιους από εκείνους τους φορούντας τους στεφάνους να με ειπούν τι λογής αρετήν είχον κατορθώσει εις τον κόσμον με το πολυπαθές σώμα των, και ποία ήτο η θαυμαστή και θεάρεστος εργασία των και κατηξιώθησαν να έλθουν εις εκείνην την αξιοθαύμαστον και πολυαγαπημένην πόλιν, δια να έχουν τόσην τιμήν και δόξαν.
Αυτά συλλογιζόμενος επλησίασα εις έναν από εκείνους τους λαμπροφορεμένους όπου έβλεπα, του οποίου η στολή και ο στέφανος ήσαν ωσάν από τας χρυσοειδείς ακτίνας του ηλίου, και τον ηρώτησα. άρχοντά μου τιμημένε και υπέρλαμπρε, ειπέ μοι. εις την δόξαν σου αυτήν και την λαμπρότητα πώς εισήλθες; Ποίον ήτο το ύψος της κατά Θεόν αρετής σου εις την πρόσκαιρον ζωήν δια το οποίον τόσον υπέρλαμπρα εδώ ετιμήθης; Και αποκριθείς εκείνος μοι είπεν:
Εγώ, αδελφέ μου ήμουν πτωχός και ταλαίπωρος και ασθενής και αδύνατος και χωλός από μικράς ηλικίας. Και επειδή υπέμεινα μετά ευχαριστίας την σιδηράν κάμινον της πτωχείας και την πολυχρόνιον της ασθενείας ταλαιπωρίαν χωρίς γογγυσμού, δι' αυτό μου εδόθη παρά του φιλανθρώπου Θεού να έχω μετά θάνατον αυτήν την δόξαν και την λαμπρότητα, όπου βλέπεις.
Τότε αφήκα αυτόν και ήλθον προς άλλον, του οποίου η μεν όψις ήτο ωσάν τον λαμπρόν αυγερινόν, η δε ενδυμασία και ο στέφανός του ήτον από μαργαρίτας και άλλους πολυτίμους λίθους εστολισμένα. Ηρώτησα λοιπόν και αυτόν ωσάν και τον πρώτον, και απεκρίθη και μου είπε:
Εγώ, αδελφέ, ήμουν καλόγερος εις την πρόσκαιρον ζωήν, και αφού άρχισα την μοναχικήν πολιτείαν έως τέλους καλά εκοπίασα με τους κόπους της ασκήσεως και με ανδρείαν και υπομονήν εκαρτέρησα τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ασκητικής ζωής. Αλλ' εις το τέλος εδελεάσθηκα από τους εκ δεξιών λογισμούς και εχειροτονήθην επίσκοπος. Όμως πάλιν φοβηθείς τον Θεόν οικονόμησα και εκυβέρνησα καλά με ευσέβειαν και ευλάβειαν τα της αρχιερωσύνης, και δι' αυτό ωσάν εχωρίσθην από το σώμα μου ήλθον εδώ και έλαβον παρά του φιλανθρώπου Θεού την δόξαν αυτήν όπου βλέπεις εις τον τόπον αυτόν της χαράς και ευφροσύνης. Εάν όμως δεν είχον στέρξει το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, και εάν είχα αποστραφή την πρόσκαιρον εκείνην δόξαν του κόσμου, θα ήμουν τώρα και εγώ όλος φως, και όλος ενδεδυμένος τον ήλιον, καθώς εκείνος ο αδελφός με τον οποίον ομίλησες προτύτερα.
Τότε αφήνοντας και αυτόν τον σεβάσμιον Γέροντα επήγα προς κάποιον άλλον όπου εφόρει στέφανον αργυρούν, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και χαριέστατον και η ενδυμασία του ήτο λευκή ωσάν το χιόνι καθώς δέχεται τας ακτίνας του ηλίου. Ηρώτησα και αυτόν να μου ειπή ποίαν αρετήν είχε κατορθώσει εις τον κόσμον. Και αποκριθείς μου είπεν:
Εγώ αδελφέ ήμουν άνθρωπος λαϊκός εις την ζωήν εκείνην, εξοικονομών τον άρτον μου και τα απαραίτητα προς το ζην με τον ιδρώτα του προσώπου μου, καθώς επρόσταξεν ο Θεός. Και ελθών εις ηλικίαν έλαβον γυναίκα νόμιμον κατά τας ευλογίας της Εκκλησίας, και απέκτησα τέκνα όσα έδωκεν ο Θεός, και εις όλην μου την ζωήν άλλην γυναίκα δεν εγνώρισα. Και με την χάριν του Χριστού πορευόμενος κανένα δεν επείραξα, κανένα δεν ηδίκησα, κανένα δεν επίκρανα, κανένα δεν εσυκοφάντησα. ελεημοσύνην έκαμνα όσον ημπορούσα. από την Εκκλησίαν και από τα άγια Μυστήρια δεν έλειπα και με φόβον Θεού και αγάπην των συνανθρώπων μου απέρασα την ζωήν μου. Δι' αυτό και όταν δια του θανάτου εχωρίσθηκα από το σώμα μου ήλθον, Θεού βουλήσει, εις τον τόπον αυτόν και εις την ανάπαυσιν αυτήν όπου με βλέπεις μετά των Δικαίων.
Τότε, αφήνοντας και αυτόν επήγα προς δύο άλλους όπου έστεκαν μαζί και είχον ο μεν ένας ωσάν από σίδηρον πλεγμένον τον στέφανόν του, ο δε άλλος ωσάν από χαλκόν, και η όψις των ήτον εις το κατά φύσιν, καθώς φαίνονται εις τον κόσμον αυτόν όλοι οι άνθρωποι. Τα δε ενδύματά των ήσαν εις την μέσην τάξιν. ούτε εντελώς λερωμένα, ούτε πάλιν, ακάθαρτα, αλλά ωσάν να ήτον πλυμμένα. Και όταν τους ερώτησα τι έκαμαν εις την ζωήν, απεκρίθησαν και με είπαν:
Ημείς, αδελφέ, ήμεθα κακότροποι άνθρωποι εις την ζωήν και κατά πολύ αμαρτωλοί. καμμίαν αμαρτίαν δεν αφήκαμεν όπου να μην την πράξωμεν. Και επειδή δεν αφήναμεν με το καλόν τες αμαρτίες μας, ήλθεν ο θάνατος με την προσταγήν του Θεού να μας κόψη ωσάν άκαρπα δένδρα και να μας παραπέμψη εις το πυρ το αιώνιον. Όμως, τότε την ώραν του θανάτου, εβάλαμεν εις τον νουν μας την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Θεού και το αμέτρητον έλεος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπου λέγει δια του προφήτου: «Και μετά ταύτα πάντα επίστρεψον». Και πάλιν αλλού όπου λέγει: «Ου θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Δια ταύτα και ημείς, επέσαμεν εις μετάνοιαν αληθινήν με ταπείνωσιν και συντετριμμένην καρδίαν και με το φάρμακον της εξομολογήσεως ευρήκαμεν την ιατρείαν της ψυχής μας. Εδώσαμεν δε λόγον εις τον Θεόν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας να παύσωμεν τελείως τες αμαρτίες μας, όχι μόνον να μην τες ξαναπράξωμεν αλλά μήτε να τες ξαναεπιθυμήσωμεν.
Και με τοιαύτας σταθεράς υποσχέσεις εστερεώσαμεν την μετάνοιάν μας προς τον Πανάγαθον Θεόν, παρακαλούντες την Παναγίαν Θεοτόκον και πάντας τους Αγίους να βοηθήσουν εις την απόφασίν μας να μη στρέψωμεν εις τα οπίσω. Αλλά, πώς να σου διηγηθώμεν, αδελφέ, την άπειρον ευσπλαχνίαν του Ουρανίου Πατρός την οποίαν έδειξεν εις ημάς και ανά πάσαν στιγμήν δεικνύει εις όλους τους αμωρτωλούς, αναμένων την μετάνοιάν τους και δίδων εις τον καθένα χωριστά και εις όλους μαζί αφορμήν και τρόπους και ευκαιρίες επιστροφής και διορθώσεως! Καθώς δεν έχουν μετρημόν τα φύλλα των δένδρων και η άμμος της θαλάσσης, ομοίως δεν έχει μετρημόν και το έλεος του Θεού όπου απλώνει εις τον αμαρτωλόν παρακαλώντας τον με την χάριν του να συνέλθη και να μετανοήση έστω και την ενδεκάτην ώραν της ζωής του, έστω ολίγον προ του θανάτου του, καθώς ο ληστής επάνω εις τον Σταυρόν.
Αυτά τα παρηγορητικά λόγια μου είπον οι αδελφοί εκείνοι, οι οποίοι αν και υπήρξαν κατά πολύ αμαρτωλοί εις την ζωήν αυτών, όμως εις το τέλος φοβηθέντες την κόλασιν και ελπίσαντες εις το θείον έλεος έπλυναν την στολήν της ψυχής των με τα δάκρυα της μετανοίας και λυτρωθέντες της κολάσεως εισήλθον εις τον τόπον της αιωνίου αναπαύσεως.
Αυτά μου είπεν ο άγιος εκείνος Γέρων της ερήμου και έπειτα έσκυψε την κεφαλήν κάτω και εστέναξεν από καρδίας. Εγώ ακούοντας εκείνον τον στεναγμόν εσυλλογίστηκα με πολλήν ταπείνωσιν και είπα εις εαυτόν: Αλλοίμονον εις εμέ και εις τους κατ' εμέ αμαρτωλούς! Αν αυτός ο άγιος Γέρων αναστενάζει τόσον βαθέως, παρ' ότι ο Θεός τον ηξίωσε να ιδή και να θαυμάση τόσα θαυμαστά του άλλου κόσμου, πόσον πρέπει να αναστενάζω και να δακρύω και να μετανοώ καθ' ημέραν και ώραν εγώ δια τες αμαρτίες μου; Τότε τον ηρώτησα δια τελευταίαν φοράν να μου ειπή δι' εκείνον τον βαθύν στεναγμόν. Και ο τίμιος Γέρων καθώς εσήκωνεν την ολόλευκον κεφαλήν του με τους δακρυσμένους οφθαλμούς επρόσθεσεν έναν ακόμη στεναγμόν και με κατανυκτικήν φωνήν μου είπεν:
Δεν ημπορώ, αδελφέ, να λησμονήσω τα όσα είδα και άκουσα εις την άνω εκείνην Ιερουσαλήμ, από τα οποία δεν σου εδιηγήθηκα ουδέ ένα χιλιοστόν. Στενάζω και θρηνώ δια την αμέλειάν μου και δια την σκληροκαρδίαν και αμετανοησίαν των συνανθρώπων μου, όπου ο Πανάγαθος, μας έχει ετοιμάσει τα κάλλη του Παραδείσου και ημείς οι ταλαίπωροι και εσκοτισμένοι δεν θέλομεν να αφήσωμεν τες αμαρτίες μας και τες κακές επιθυμίες μας, τες πλεονεξίες και αδικίες και τους φθόνους και τες μνησικακίες μας να μετανοήσωμεν από καρδίας και να συμφιλιωθώμεν με τον Θεόν και τους συνανθρώπους μας δια να αξιωθώμεν και ημείς της χαράς εκείνης των σωζομένων».


Ο Στάρετς Άνθιμος


Ο Στάρετς Άνθιμος εκ Βουλγαρίας († 1867)
Ο πατήρ Άνθιμος γεννήθηκε στη Σόφια και υ­πήρξε στον κόσμο ιερέας σε ενορία. Μετά το θάνατο της πρεσβυτέρας του, περί το 1830, αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου στην αρχή μόνασε στην μονή της Σιμωνόπετρας και έλαβε το μοναχικό σχήμα.

Από το έτος 1841 άρχισε να κάνει τον δια Χριστό Σαλό, αλλά δεν έγινε γνωστό τι τον οδήγησε να ακο­λουθήσει αυτό τον δύσκολο και μαρτυρικό δρόμο της πνευματικής ζωής. Αγαπούσε πολύ το ρωσικό μονα­στήρι του Αγίου Παντελεήμονα, του άρεσε πολύ να παρακολουθεί τις ρωσικές ακολουθίες, γι' αυτό και πήγαινε συχνά εκεί, μερικές φορές έμενε για μια εβδο­μάδα, ίσως και περισσότερο.

Ο π. Άνθιμος πάντοτε προσπαθούσε να κρύβει την εσωτερική ζωή του, κάνοντας τον τρελό, συχνά μιλούσε άσκοπα και αλλόκοτα και μερικές φορές συ­μπεριφερόταν παράξενα. Όταν καταλάβαινε ότι οι άν­θρωποι άρχιζαν να αντιλαμβάνονται την πνευματική του νοερή εργασία και να του δείχνουν σεβασμό, σκο­πίμως κάτι παράλογο θα έβρισκε να κάνει, για να ανα­τρέψει την εκτίμηση προς το πρόσωπό του ή θα έφευ­γε για την έρημο, για να ησυχάσει για δύο ή τρεις μή­νες, ή πάλι θα έτρεχε στις σπηλιές και στα απόμακρα μέρη του Άθωνα και έπειτα πάλι θα επέστρεφε στο μοναστήρι.

Στην αρχή της σαλότητάς του και για πέντε περί­που χρόνια, φορούσε κανονικό ράσο και ζωστικό, έ­τρωγε στην κοινή τράπεζα και δεν απομακρυνόταν για πολύ στην ερημιά. Έτσι, σιγά σιγά προσπαθούσε να γίνεται πιο ολιγαρκής και στο φαγητό και στα εν­δύματα, ώσπου τα παπούτσια του τρύπησαν, τα ρούχα του άρχισαν να σχίζονται και αυτός κατέληξε να ζει σαν ρακένδυτος. Πολλοί, βλέποντας την υπερφυσική του συμπεριφορά, πνευματικά δυνάμωναν, αλλά μερι­κοί σκανδαλίζονταν γιατί τον θεωρούσαν ασυλλόγιστο. Εκείνος νουθετώντας διόρθωνε, ενδυνάμωνε και τις ψυχές των αδελφών με την κάθε ευκαιρία ωφελού­σε, όμως, την εσωτερική του ζωή απέκρυπτε με προ­σοχή. Λίγοι ήσαν αυτοί που είχαν την ευλογία να τους αποκαλυφθεί, αλλά οι περισσότεροι γνώριζαν ό­τι είχε το χάρισμα της προορατικότητας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολύ συχνά πήγαινε στο Ρωσικό, αλλά δεν έμπαινε πάντοτε μέσα, εκτός αν τον καλούσαν επιτακτικά. Έμενε συχνά πί­σω από το μοναστήρι κοντά στην κουζίνα ή στην τρα­πεζαρία για τους εργάτες, όπου τον καιρό που έκανε πολύ κρύο πήγαινε για να ζεσταίνεται και να τρέφε­ται. Ο ηγούμενος είχε πει στον εκεί τραπεζάρη να υ­ποδέχεται τον γέροντα και να τον περιποιείται. αυτός εγκάρδια τηρούσε την εντολή του ηγουμένου και κα­τάφερε να αποκτήσει ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του π. Άνθιμου, έτσι διδάχθηκε και τα μυστικά του πνευ­ματικά γυμνάσματα.

Ο π. Άνθιμος είχε μεγάλο χάρισμα από τον Θεό για αρκετό διάστημα να νηστεύει, πράγμα το οποίο πρόσεχε να μη γίνεται ορατό, αλλά μερικές φορές, ό­χι σκόπιμα, στο οικείο περιβάλλον του, αποκάλυπτε τα χαρίσματα τα οποία ο Κύριος τον αξίωνε να γευθεί. Έτσι μια φορά κατά το χρόνο της νηστείας των αγίων Πέτρου και Παύλου, ο γέροντας πήγε στο Ρω­σικό πολύ κουρασμένος και ο μοναχός που τον υποδέ­χθηκε τον περιποιήθηκε με χαρά και του παρέθεσε τράπεζα. Ο π. Άνθιμος άρχισε να τρώει, ο μοναχός τότε έφυγε προς στιγμήν από την τραπεζαρία, κοιτά­ζοντας λίγο προς το μέρος του γέροντα. Ο π. Άνθι­μος μη γνωρίζοντας ότι τον κοιτάει, άρχισε να τρώει γρήγορα και λαίμαργα. Αυτό σκανδάλισε τον τραπε­ζάρη ο οποίος άρχισε να κατηγορεί τον γέροντα με τον λογισμό του, γιατί τάχα ο τόσο ξηρός και αδύνα­τος μοναχός τρώει τόσο πολύ. Έχοντας τέτοιους λο­γισμούς βγήκε από την τραπεζαρία. Ο γέροντας αφού τελείωσε το φαγητό, βγήκε και αυτός και κάθισε δί­πλα στην πόρτα. Βλέποντας τον φίλο μοναχό, που τον περιποιήθηκε, τον κάλεσε να καθίσει δίπλα του και τον πήρε από το χέρι, ρωτώντας τον:
-Αλήθεια, γνωρίζεις λοιπόν αδελφέ μου, τί σημαί­νει ταπείνωση;
Ο μοναχός με ταπείνωση απάντησε:
-Δεν γνωρίζω.
-Ταπείνωση σημαίνει, κανένα να μη κατακρίνεις και τον εαυτό σου να θεωρείς τον χειρότερο από όλους. Ιδού, εσύ πριν λίγο σκανδαλίστηκες και με κατέκρινες γιατί έφαγα τόσο πολύ, αλλά δεν ξέρεις πόσες μέ­ρες έχω να φάω... Θυμάσαι, όταν για τελευταία φορά έφαγα εδώ;
-Θυμάμαι πάτερ, ότι ήσουν εδώ την Κυριακή των Βαΐων, από τότε δεν σε ξαναείδα.-
-Βλέπεις λοιπόν πόσες ήμερες έχω να φάω; Και συ με κατακρίνεις γιατί τρώω πολύ. Αδελφέ. τα χαρί­σματα του Θεού είναι διάφορα και στον καθένα κάτι έχει δώσει ξεχωριστό. Έτσι σε μένα ο Θεός έδωσε την δύναμη να υπομένω την πείνα και την δίψα. Μπο­ρείς όμως εσύ σ' αυτά να υπομένεις τόσο, όσο εγώ; Κάνε δοκιμή, βγάλε τα ενδύματά σου και ανυπόδητος έλα μαζί μου, τουλάχιστον μέχρι το κοντικό μοναστή­ρι. Εσύ είσαι ψάλτης, πώς ψέλνεις στον Θεό; Οι λο­γισμοί σου τρέχουν σε όλες τις κατευθύνσεις, άκουσε πώς εγώ τώρα θα ψάλλω.
Ο γέροντας ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό και με φωνή όλο συγκίνηση έψαλλε:
-Αλληλούια...
Δάκρυα μεγάλα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Ο τραπεζάρης εθλίβη και άρχισε να κλαίει. Τότε ο γέροντας του είπε:
-Λοιπόν, αδελφέ, μη κατακρίνεις κανένα, γιατί δεν γνωρίζεις τι χαρίσματα μπορεί να διαθέτουν άλ­λοι. προσοχή να δίνεις στα της δικής σου ψυχής.
Ο αδελφός, έβαλε μετάνοια στον γέροντα και τον παρακάλεσε να τον συγχωρέσει και από τότε δημιουρ­γήθηκε μεταξύ τους μια πνευματική φιλία.
Ένας άλλος αδελφός, κάποτε, σκανδαλίστηκε από κάποιες ενέργειες του γέροντα και τον ενόχλησε ο λο­γισμός: Είναι δυνατόν να είναι διορατικός, ενώ έτρω­γε τόσο πολύ;
Ο γέροντας κατάλαβε τους λογισμούς του και τον κάλεσε κοντά του λέγοντας:
-Εσύ, αδελφέ, θέλεις να γίνεις μοναχός καλός, ενώ οι λογισμοί σου βρίσκονται στην Ρωσία. Θα πας εκεί, θα κάνεις το θέλημά σου και αφού θα ξαναγυρί­σεις εδώ, τότε ο πνευματικός σου θα σου δώσει το μέγα και αγγελικό σχήμα.
Τα λόγια του Στάρετς επαληθεύθηκαν, όπως είχε προβλέψει. Εκείνος ο αδελφός είχε πολλούς λογι­σμούς γι' αυτό εγκατέλειψε το κοινόβιο και έφυγε για την πατρίδα του τη Ρωσία, αλλά έπειτα από ένα χρό­νο πάλι επέστρεψε στο Άγιο Όρος και αξιώθηκε του μεγάλου σχήματος.
Ο μοναχός που διακονούσε τον π. Άνθιμο τον ε­κτιμούσε σαν άγιο, όμως συγχρόνως, φοβόταν να το εκφράσει, γιατί γνώριζε ότι ο γέροντας δεν ήθελε ε­παίνους. Μια φορά ο τραπεζάρης περίμενε τον γέρο­ντα, τον τακτοποίησε στην τράπεζα, ενώ ο ίδιος από σεβασμό δεν κάθησε δίπλα του, αλλά προσποιήθηκε ότι έχει κάποιο διακόνημα. Ο γέροντας έτρωγε σιω­πηλός με δυσκολία και έβλεπε τον αδελφό, ο οποίος πήγαινε εδώ κι εκεί. Όταν τελείωσε το φαγητό ο π. Άνθιμος, σηκώθηκε από το κάθισμα λέγοντας:

-Καλά, καλά αδελφέ, τώρα σταμάτησε. Είθε να σε βοηθήσει ο Κύριος και να σου δίνει δύναμη.
Ένας ιερομόναχος του είχε πει ότι ο τραπεζάρης νοσταλγούσε την ιδιαίτερή του πατρίδα και σκεφτό­ταν να αφήσει το Άγιον Όρος. Όταν πάλι εκείνος ο αδελφός σκεφτόταν αυτά, ξαφνικά στο κελλί του μπή­κε ο π. Άνθιμος, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί πριν και του είπε:
-Η μητέρα του Θεού μου αποκάλυψε να σου πω, να μη πας στην Ρωσία γιατί, αν ξαναφύγεις για τον κόσμο, να ξέρεις πως θα πέσεις σε μεγάλες αμαρτίες.
Κάποτε για πολύ καιρό ο γέροντας είχε μείνει με προσευχή στις κορυφές του Άθωνα. Ο τραπεζάρης, ο οποίος για αρκετό καιρό είχε να δει τον γέροντα ανη­σύχησε και γι' αυτό έκανε προσευχή στο Θεό να τον οδηγήσει πίσω στο μοναστήρι. Γιατί συλλογιζόταν ό­τι ίσως ο γέροντας από την πολλή άσκηση στην έρη­μο κουράστηκε και ίσως έπρεπε κάποιος να του πάει φαγητό και τσάι. Την επομένη ημέρα το πρωί ο γέρο­ντας επέστρεψε στη μονή και όταν συνάντησε τον τραπεζάρη φίλο του, τον κοίταξε με ελαφρό χαμόγελο και του είπε:
-Ορίστε, για το θέλημά σου κατέβηκα από τον Ά­θωνα, είμαι κατάκοπος και τα πόδια μου πλήγιασαν α­πό τις πέτρες. Χρειάζομαι λοιπόν το τσάι σου, έπειτα από τέτοια κούραση.
Ο αδελφός ξαφνιάστηκε για το προορατικό του χάρισμα και του ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπω­ρία.
Μια φορά, αρχές Οκτωβρίου, όταν στο Ρωσικό είχαν αγρυπνία προς τιμήν της Τιμίας Εσθήτος (Ζώ­νης) της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο π. Άνθιμος βάδιζε προς το μοναστήρι κουρασμένος και με δυσκολία α­ναπνέοντας. Όταν συνάντησε τον γνωστό του μονα­χό, του είπε:
-Αυτή την νύκτα βρισκόμουν σε μια τοποθεσία κοντά στη μονή Ζωγράφου και προσευχόμουν πάνω σε μια πέτρα. Κατά την ώρα της προσευχής είδα την Μητέρα του Θεού να κατεβαίνει από τον ουρανό προς το μοναστήρι σας. Χάρηκα γι' αυτή την αποκάλυψη και έτρεξα προς τα εδώ για να προφθάσω, να βρεθώ υ­πό την σκέπη της, μαζί με όλους εσάς. Όμως, όταν άρχισα να τρέχω, ξαφνικά εμφανίστηκε ένα φίδι και με ορμή πετάχθηκε πάνω μου και με δύναμη με δά­γκωσε στο πόδι. Αλλά κατάλαβα ότι αυτό ήταν πειρα­σμός, ο οποίος ήλθε κατά παραχώρηση Θεού, για να με κάνει να ξεχάσω την πνευματική ωφέλεια και την αγρυπνία, γι' αυτό και δεν έδωσα σημασία και άρχισα να τρέχω, έως το μοναστήρι.
Ο αδελφός κοίταξε το πόδι του γέροντα: Η πα­τούσα ήταν τραυματισμένη και το αίμα έτρεχε από τις πληγές. Η μεγάλη αγάπη του γέροντα προς τον Θεό τον έκανε να μη αισθάνεται τον σαρκικό πόνο.
Ο χειμώνας του 1862 ήταν πολύ κρύος και γεμά­τος χιόνια. Ο π. Άνθιμος ζούσε τότε στην έρημο, σε μια σπηλιά στους πρόποδες του Άθωνα. Το χιόνι σε 'κείνο το σημείο ήταν τόσο πολύ, που έφραξε την έ­ξοδο της σπηλιάς. Έτσι ο γέροντας αποκλείστηκε για σαράντα έξι ήμερες, δίχως ψωμί. Επειδή τον χει­μώνα τον περνούσε μέσα στο μοναστήρι και οι πατέ­ρες του Ρωσικού έβλεπαν ότι με τέτοιο δυνατό κρύο δεν ερχόταν, άρχισαν να ανησυχούν, μήπως του συνέ­βη κάτι στην έρημο. Τότε μια μέρα ο γέροντας κατέ­βηκε στο μοναστήρι κατάκοπος και με παγωμένο πρό­σωπο και τα χέρια. Ο αδελφός που έδειχνε πάντα εν­διαφέρον γι' αυτόν, βλέποντάς τον απροσδόκητα ανα­φώνησε χαρούμενος:
-Πάτερ εσύ είσαι; Εμείς ανησυχούσαμε, ότι δεν θα σε ξαναδούμε. Πού ήσουν όλον αυτόν τον καιρό;
-Καθόμουν στην σπηλιά.
-Και τί έτρωγες εκεί πάτερ;
-Αδελφέ μου π. Βίκτωρα, πόσο εκεί υπέφερα από το κρύο και τον διάβολο, μόνο ο Θεός γνωρίζει. Νόμι­σα ότι είχε έρθει το τέλος της ζωής μου, αλλά εμφανί­στηκε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και με γλύτωσε από τον θάνατο.
Κάποτε πάλι συνέβη, να μην εμφανιστεί στο μο­ναστήρι ο γέροντας για πέντε μήνες. Οι μοναχοί και πάλι ανησύχησαν μήπως του συνέβη τίποτα κακό. Ο πνευματικός Ιερώνυμος γνώριζε έναν ησυχαστή στον οποίο ο π. Άνθιμος είχε εμπιστοσύνη και τον παρα­κάλεσε να αναζητήσει τον γέροντα και να μάθει την αιτία που τόσο καιρό δεν έχει εμφανισθεί στο μοναστήρι. Βλέποντας τον π. Άνθιμο εκείνος ο πνευματι­κός τον ρώτησε, γιατί δεν πηγαίνει πια στο Ρωσικό. Ο γέροντας του απάντησε:
-Όσο καιρό δεν με επαινούσαν και δεν με θεωρούσαν άγιο, πήγαινα, τώρα ό­χι μόνο δεν έχω όφελος να πάω, αλλά ίσως είναι και προς ζημία της ψυχής μου. Την τελευταία φορά που πήγα, ένας ιερομόναχος έπεσε στα πόδια μου και είπε: προσευχήσου για μένα, άγιε πάτερ, τον αμαρτωλό. Ό­ταν έφυγε αυτός, άλλος ένας ιερομόναχος ήρθε να μου πει τα ίδια. Βλέπεις λοιπόν, μπορώ να ξαναπάω σ' αυ­τούς; Αν και αγαπώ τόσο αυτό το μοναστήρι, γι' αυτό θα τους επισκέπτομαι σπάνια.
Όμως, παρ' όλα αυτά, ο π. Άνθιμος πήγαινε στο Ρωσικό, αλλά δεν έμπαινε μέσα, παρά ήταν φιλοξε­νούμενος του φίλου του μοναχού έξω από το μοναστή­ρι. Μ' αυτόν συζητούσε για όλα και του αποκάλυπτε ακόμα, τα θαυμαστά σημεία. Μια φορά ο γέροντας πήγε και μίλησε στην ώρα της τράπεζας, όπου τον εί­χαν προσκαλέσει και είπε τα εξής:
-Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, χθες την Κυρια­κή επισκέφθηκε το μοναστήρι σας, γιατί είχατε φιλο­ξενήσει πολλούς ερημίτες στην τράπεζά σας, δίνοντάς τους και ευλογίες.
Ο π. Άνθιμος δεν είχε μόνιμη κατοικία, αλλά ό­λο το Άγιον Όρος ήταν δικό του. (Περιπατητές, ονο­μάζονταν εκείνοι οι μοναχοί που δεν ανήκαν σε κά­ποιο μοναστήρι, δηλαδή ενταγμένοι σε κάποιο μοναχολόγιο). Πήγαινε σε όλα τα μοναστήρια και τις σκή­τες και σε όλα τα μέρη, μα πιο συχνά στο Ρωσικό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε γύρω από τη μο­νή Ζωγράφου και εργαζόταν στο κτίσιμο του νέου μο­ναστηριού, μεταφέροντας πέτρες και νερό.
Τον Αύγουστο του 1867, ο μεγάλος ασκητής για τελευταία φορά επισκέφθηκε το Ρωσικό, πήγε κατευ­θείαν μέσα στο αρχονταρίκι και για πολλή ώρα συνο­μίλησε με τον γνωστό του αδελφό μοναχό. Τον νουθέτησε πώς να νικάει τους λογισμούς και τα πάθη και στο τέλος του είπε:
-Εγώ πλέον δεν θα ξανάρθω σε σας, γιατί σύντο­μα θα πεθάνω.
Στο τέλος του Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο π. Άνθιμος πήγε στου Ζωγράφου και εκεί αρρώστησε. Τον έβαλαν στο νοσοκομείο, στο οποίο παρέμεινε δώ­δεκα ημέρες. Στις εννέα Δεκεμβρίου (1867) έφυγε από αυτή την ζωή και εν ειρήνη αναπαύθηκε εις τας ουρανίους μονάς.
Απολυτίκιον Αγιορειτών Οσίων
Ήχος Α'. Της ερήμου πολίτης.
Τους του Άθω Πατέρας, και Αγγέλους εν σώματι, Ομολογητάς και Οσίους, Ιεράρχας και Μάρτυρας, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, μιμούμενοι αυτών τας αρετάς, η του Όρους πληθύς πάσα των Μοναστών, κραυγάζοντες ομοφώνως. Δόξα τω στεφανώσαντι υ­μάς. δόξα τω αγιάσαντι. δόξα τω εν κινδύνοις ημών, προστάτας δείξαντι.


Ο Πνευματικός Δοσίθεος


 Ο Πνευματικός Δοσίθεος εκ Μολδαβίας († 19ος αιών)
Ο πνευματικός Δοσίθεος, καταγόταν από την Μολδαβία. Ήταν μαθητής του πνευματικού π. Ιλαρίωνα του Γεωργιανού, που είχε ιδιαίτερη πνευματική και ασκητική ζωή. Έγινε μοναχός στην πατρίδα του την Μολδαβία σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, στο μονα­στήρι Καλντοράσανι, στο οποίο και παρέμεινε δέκα χρόνια. Όταν πήγε για πρώτη φορά στο μοναστήρι, ήθελε να δει πώς οι αδελφοί αγωνίζονται στην υπα­κοή. Συνάντησε και τον πατέρα Λεόντιο, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν ιεροδιάκονος. Ο ιεροδιάκονος Λεόντιος, πρόσεξε τον νεαρό Δοσίθεο και τον ρώτη­σε:

-Γιατί ήρθες εδώ;
-Να γίνω αδελφός της μονής.
-Είσαι μορφωμένος;
-Βεβαίως, αρκετά καλά.
-Αφού είσαι μορφωμένος, ξέρεις κάτι από τους α­γίους πατέρες;

-Φυσικά, γνωρίζω αρκετά...
-Πες μου κάτι σε παρακαλώ. εγώ είμαι αγράμμα­τος και θα ήθελα να ακούσω κάτι από τις νουθεσίες τους.

Ο Δοσίθεος άρχισε να διηγείται πώς ο ένας και πώς ο άλλος Πατέρας μιλάει για το ένα και πώς για το άλλο. Ο π. Λεόντιος του ζήτησε και άλλα να του πει, έως ότου κτύπησε το τάλαντο για τον εσπερινό. Στην διάρκεια της ακολουθίας ο Δοσίθεος βλέπει ξαφνικά εκείνον, που όλη του την ημέρα τον δίδασκε τι λέγουν οι πατέρες, να μετέχει ως Ιεροδιάκονος, να διαβάζει και να ψάλλει. Τότε συλλογίστηκε: Βλέπεις, πόσο απλοί είναι οι μοναχοί εδώ; Από τώρα να προ­σέχεις το τι λες και το πώς τα λες!...

Έπειτα από δέκα χρόνια μοναχικής ζωής στο μο­ναστήρι Καλντοράσανι, ο Δοσίθεος θέλησε να πάει στο Άγιο Όρος, τον τόπο της μετανοίας και της νοεράς προσευχής. Στην αρχή έμεινε κοντά στον πνευμα­τικό του πατέρα Λεόντιο, στην σκήτη του Λάκκου (Ρουμανική σκήτη, ο Κυριακός ναός τιμάται στον ά­γιο Δημήτριο). Από εδώ, πήγε στην σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου έμεινε έξι χρόνια. τέλος πήγε στην σπηλιά του οσίου Νείλου του Μυροβλύτου, στην έρη­μο της Μ. Λαύρας.

Η ζωή του π. Δοσιθέου ήταν πολύ πνευματική και τα λόγια του γεμάτα συμβουλές και αγάπη, η οποία ή­ταν απόρροια των πνευματικών του εμπειριών. Για την νοερά, καρδιακή προσευχή είχε βαθειά γνώση, ι­διαίτερα από τις συνομιλίες του με τον πνευματικό του, π. Ιλαρίωνα, από την Γεωργία.

Ο μοναχός Παντελεήμων μας διασώζει, στις ση­μειώσεις του έναν ωφέλιμο διάλογο του πνευματικού Δοσιθέου.

-Όσα καλά έργα και να κάνει ο άνθρωπος, η μέρι­μνα για την ψυχή είναι ανώτερη από ο, τιδήποτε. Οι ά­γιοι πατέρες γράφουν: Αν ο άνθρωπος δεν επιβάλει στον εαυτό του την νέκρωση και την εξουθένωση, για τρία τουλάχιστον χρόνια, δεν θα μπορέσει να καθαρισθεί από τους λογισμούς του. Όσο δεν σκέφτεται τον θάνατο, δεν θα μπορεί να κάνει αρχή και δεν θα μάθει πώς πρέπει να φτάσει στο τέρμα. Η αρχή και ο κανό­νας των αρετών είναι η αποχή από κάθε φθαρτό και υ­λικό, για να αρχίσει ο δρόμος της πνευματικής ανόδου.

-Εκείνος που καλοπροαίρετα υπομένει τους πειρα­σμούς, που αναφύονται, είναι πιο αγαπητός στον Θεό από εκείνον που απέκτησε πολλές αρετές;

-Όταν έρχεται πειρασμός, καλό είναι να προσευ­χόμαστε, να βοηθήσει ο Κύριος να υπομένουμε και κατόπιν πρέπει να δοξολογήσουμε τον Κύριο, που ε­πιτρέπει τους πειρασμούς για την σωτηρία μας. Πάνω από όλα πρέπει να προσευχόμαστε, ο καιρός των πει­ρασμών να περάσει, χωρίς βλάβη της ψυχής. Η σω­τηρία έρχεται μετά τους πειρασμούς, γιατί εκείνος που δεν δέχεται τους πειρασμούς, διώχνει και την σωτη­ρία. Εκτός αυτού μένει και χωρίς να αποκτήσει πεί­ρα. Αν όμως είναι σε θέση να υπομείνει με καρτερία, είναι εύκολο να γίνει ελεύθερος και έμπειρος.

-Επιτρέπεται, γέροντα, ο άνθρωπος να βρίσκεται σε απόγνωση;

-Όσο και αμαρτωλός να είναι ο άνθρωπος δεν επιτρέπεται απόγνωση, γιατί η μεγάλη μας ελπίδα στηρί­ζεται στα άγια Πάθη του Χριστού, στο Αίμα του, το οποίο έχυσε για την σωτηρία μας. Οι άγιοι Πατέρες υ­ποστηρίζουν: Μακάριος ο άνθρωπος που με τις αρε­τές του αξιώθηκε έως τον ουρανό, ενώ προσευχόταν για τις αμαρτίες του.

-Η αμαρτία ταπεινώνει τον άνθρωπο;

-Όλοι, ακόμα και οι άγιοι Πατέρες, συνέβαινε να πέφτουν σε κάποιες αμαρτίες, κατά παραχώρηση του Κυρίου, για να είναι ταπεινοί στους λογισμούς τους και να μη υπερηφανεύονται για τις αρετές τους. Ο ά­γιος Ισαάκ ο Σύρος, γράφει: Ακόμα και αν είσαι θαυ­ματουργός, αν ανασταίνεις νεκρούς, προσευχήσου να σου συγχωρεθούν οι αμαρτίες. Οι Πατέρες λέγουν ότι δεν πρέπει να επιθυμούμε την ειρήνη σε αυτόν τον κό­σμο, αλλά να επιθυμούμε τον αγώνα, τον ιδρώτα του προσώπου, τους πειρασμούς, την περιφρόνηση, γιατί για μας υπάρχει η προσδοκία και η χαρά του μέλλο­ντος αιώνος, της βασιλείας του Θεού.

-Ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται στους πειρα­σμούς;

-Οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες και ό­λοι οι όσιοι Πατέρες πέρασαν από αυτή την ζωή πα­λεύοντας με τους πειρασμούς και άγιασαν. Ο Βασι­λιάς Σαβόριος, άσπλαχνα βασάνιζε το γιο του, επειδή δεν ήθελε να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Ό­ταν άρχισαν να του βγάζουν τα μαλλιά, εκείνος έλεγε: Πόσο γλυκό είναι να υποφέρεις για τον Χριστό! Βασι­λιάδες, γιοι βασιλιάδων και πολλοί άρχοντες, όλα τα εγκατέλειψαν, ζούσαν σε απλότητα και υπέμειναν δια­φόρους πειρασμούς. έτσι αγίασαν, όπως ο Ιωάσαφ ο πρίγκιπας, ο Μέγας Αρσένιος και πολλοί άλλοι.

-Είναι αρκετή η τακτική συμμετοχή στις ακολου­θίες;

-Αν τηρείς τις ακολουθίες, δεν πρέπει να αρκεί­σαι μόνο σε αυτές αλλά να καλλιεργείς και την νοερά προσευχή, για να μη χαθεί αυτό που απέκτησες με τις ακολουθίες, αλλά να αυξηθεί και να φέρει καρπό.

-Ο νους μας, πώς μπορεί να είναι διαρκώς προς τον Θεό;

-Όποιος έχει διαρκώς στο νου του τον Θεό με α­γάπη, γι' αυτόν προνοεί ο Θεός. Όλες οι μέριμνές μας για τα υλικά, θα μείνουν στο τέλος εδώ, αλλά η προ­σευχή θα συνοδεύει την ψυχή και πέραν του τάφου.

-Πρέπει να επισκεπτόμαστε γέροντες στην έρημο;

-Ο άνθρωπος που είναι καλοπροαίρετος και με θέρμη αγωνίζεται για την σωτηρία της ψυχής του, ε­πιβάλλεται να επισκέπτεται και να συνομιλεί, αλλά και να παραμυθεί τους πατέρες που ζουν στην έρημο, οι οποίοι αγωνίζονται στην άσκηση για την αγάπη του Χριστού. Έτσι, θα έχει μεγάλη αμοιβή από τον Θεό.

Για τον πνευματικό Δοσίθεο δεν γνωρίζουμε τίπο­τα περισσότερο, αλλά οι νουθεσίες του μας παραδειγματίζουν και βεβαιώνουν ότι αξιώθηκε του ελέους του Θεού.