Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Ακτημοσύνη      
Αγάπα, αδελφέ, τα φτωχικά ενδύματα, αν θέλεις να διώξεις από την καρδιά σου την υψηλοφροσύνη. Όποιος αγαπά την πολυτέλεια, είναι αδύνατο να αποκτήσει ταπεινοφροσύνη. Είναι φυσικό να διαμορφώνεται ο εσωτερικός άνθρωπος σύμφωνα με τον εξωτερικό. 

Σ’ ένα νέο, που είχε αποφασίσει να μονάσει σε Κοινόβιο, ο Αββάς Ποιμήν έδωσε την ακόλουθη συμβουλή:
-Αν θέλεις, αδελφέ, να γίνεις καλός μοναχός και μάλιστα κοινοβιάτης, κράτησε καλά στο νου σου αυτά τα δύο: Πρώτον, απόφευγε τις περιττές κουβέντες, και, δεύτερον, μην αποκτήσεις ποτέ δικό σου πράγμα, ούτε μικρό λαγήνι για νερό, και θα είσαι σ’ όλη σου τη ζωή αναπαυμένος.
 

Ένας νέος Μοναχός ρώτησε μια μέρα τον Γέροντά του:
-Με ζημειώνει τάχα, Αββά, το ν’ αποκτήσω δυο χιτώνες;
-Απόκτησε δύο χιτώνες, αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας, και μην αποκτάς κακίες. Η ψυχή δεν έχει ανάγκη από τις κακίες, ενώ το σώμα έχει ανάγκη από τα ενδύματα. Αλλ’ όταν έχεις τ’ απαραίτητα, μάθε ν’ αρκείσαι σ’ αυτά, όπως συμβουλεύει ο Μέγας Απόστολος, και μη ζητάς παραπανίσια.
 

Ο Αββάς Παμβώ θέλει τον μοναχό ντυμένο με τέτοια ρούχα, που, αν τα πετάξει στο δρόμο, να μη καταδεχτούν ούτε οι ζητιάνοι να τα πάρουν.
 

Κάποιος πλούσιος χριστιανός επισκέφτηκε κάποτε έναν Ερημίτη και, φεύγοντας, του πρόσφερε ένα γερό φιλοδώρημα. Εκείνος όμως με κανένα τρόπο δεν ήθελε να το δεχτεί.
-Πάρε το, Αββά, τον παρακαλούσε ο επισκέπτης, και μοίρασέ το στους φτωχούς.
-Αυτό είναι διπλή ντροπή για μένα, τέκνον μου, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, να παίρνω χωρίς να έχω ανάγκη και να κενοδοξώ μοιράζοντας τα ξένα ελεημοσύνη.
 

Αν δώσεις ελεημοσύνη, λέγει άλλος Γέροντας, κι ο λογισμός σε θλίβει πως έδωσες πολύ, μη δίνεις προσοχή σ’ αυτόν, γιατί είναι σατανικός. Καλύτερα όμως για σένα είναι να ζεις με τόση ακτημοσύνη, που να έχεις ανάγκη από τους άλλους να σ’ ελεούν. Εκείνος που δίνει, έχει την ικανοποίηση πως κάνει κάτι καλό. Αλλ’ όποιος στερείται και δεν έχει ποτέ να δώσει κάτι, αποκτά ταπεινοσύνη με τη σκέψη πως ποτέ δεν κάνει τίποτε καλό. Έτσι έζησαν οι Πατέρες μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρήκε τον Θεό ο Μέγας Αρσένιος.
 

Επαινούσαν οι Πατέρες την ακτημοσύνη και την αφιλοχρηματία του Αββά Αγάθωνος και του υποτακτικού του. Όταν κατέβαιναν στην αγορά να πουλήσουν το εργόχειρό τους, έλεγαν μια φορά την τιμή στον αγοραστή. Αν εκείνος άρχιζε τα παζαρέματα, αυτοί σώπαιναν και τον άφηναν να τους δώσει όσα ήθελε. Αν πάλι είχαν ανάγκη οι ίδιοι ν’ αγοράσουν κάτι, έδιναν αμέσως τα χρήματα που τους ζητούσαν, χωρίς να βγάλουν λέξη από το στόμα τους.
 

Στην αρχή της ασκητικής του ζωής, τον πολέμησε με πολλή μανία ο διάβολος τον Όσιο Αντώνιο. Όταν, πολύ νέος ακόμη, ξεκίνησε για την έρημο, του έρριψε εμπρός στα πόδια του ένα ασημένιο δίσκο. Βλέποντας τον ο Αντώνιος, συλλογίστηκε:
-Πώς είναι δυνατόν να βρεθεί τέτοιο πράγμα σε τούτο τον άβατο τόπο;
Τέχνασμα δικό σου είναι, διάβολε, για να με ρίξεις στη φιλαργυρία. Μα δεν πρόκειται με τέτοια να εμποδίσεις την προθυμία μου.
Καθώς έλεγε αυτά, ο δίσκος έγινε άφαντος από τα μάτια του.
Άλλη φορά πάλι βρήκε πραγματικό χρυσό στην έρημο, τον περιφρόνησε όμως κι ούτε γύρισε να τον κοιτάξει.
 

Είναι τάχα ωφέλιμο για την ψυχή του, να μην έχει ο μοναχός την παραμικρή άνεση; Ρώτησε τον Μέγα Αρσένιο ο Αββάς Μάρκος. Είδα προ ημερών κάποιον αδελφό να ξεριζώνει και τα λίγα λάχανα ακόμη, που είχε στο μικρό του κήπο.
-Ωφέλιμο είναι, αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας, αλλά η τελεία ακτημοσύνη πρέπει να συμβαδίζει με την προκοπή του μοναχού σ΄ όλες τις άλλες αρετές. Γιατί, αν κάθε μέρα που περνά δεν προοδεύει πνευματικώς, πολύ γρήγορα θα φυτέψει άλλα.
 

Θέλοντας ο Αββάς Ευτρόπιος να δείξει σ’ ένα νέο μοναχό πως δεν έπρεπε να έχει προσκόλληση στη γήινα, αλλά να τα θεωρεί πρόσκαιρα και να τα περιφρονεί, του έδωσε αυτή τη συμβουλή:
-Χόρτο φάγε, χόρτο φόρεσε, σε χόρτο κοιμήσου.
 

Τόσο ακτήμων ήταν ο Αββάς Μεγέθιος, που όταν έβγαινε από το κελλί του να περπατήσει στην έρημο και του έλεγε ο λογισμός του να πάει να μείνει σ’ άλλον τόπο, έφευγε αμέσως και δεν γύριζε σ’ αυτόν, γιατί δεν είχε τίποτε να πάρει μαζί του. Τη βελόνα, που του χρειαζόταν για το εργόχειρό του, την είχε πάντα στην τσέπη του.
 

Μια φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράκτη για να μεγαλώσουν το μικρός τους κήπο. Σαν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε το μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
-Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια, που έβγαλε από το στόμα του, καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φεύγει.
-Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τι σου συμβαίνει;
-Δε μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί, ούτε το μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε τότε ο Γέροντας, αν δεν φέρετε τον φράχτη στην πρωτινή του θέση.
 
 

Ένας πλούσιος άρχοντας πήγε να επισκεφθεί τη σκήτη των Πατέρων. Μαζί του είχε πολλά χρήματα για να τους φιλοδωρήσει και τα έδινε στον Πρεσβύτερο να τα μοιράσει, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
-Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος.
Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σ’ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας. Την Κυριακή που πήγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
-Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δε γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί. Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
-Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρε τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δέχτηκε την καλή σου προαίρεση. Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.

Νηστεία (από το γεροντικό)      
Όταν μοίραζαν το σιτάρι της χρονιάς στους Πατέρες της σκήτης, στον Όσιο Αρσένιο έδιναν το ένα τέταρτο από ό,τι έδιναν στους άλλους, γιατί πάντα του περίσσευε. Κι’ απ’ αυτό το ελάχιστο, εβεβαίωνε ο μαθητής του ο Αββάς Δανιήλ, συντηρείτο ο Όσιος και φιλοξενούσε τους επισκέπτες του. Τόσο νηστευτής ήταν ο ευλογημένος! 

Ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, συμβουλεύοντας τους νεότερους αδελφούς ν’ αγαπήσουν τη νηστεία, τους έλεγε συχνά:
Ο καλός στρατηγός, που επιχειρεί να καταλάβει μια πόλη εχθρική, γερά οχυρωμένη, κάνει αποκλεισμό στις τροφές και στο νερό. Μ’ αυτόν τον τρόπο ατονεί η αντίσταση του εχθρού και τέλος παραδίδεται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις σαρκικές ορμές, που ανελέητα πολεμούν τον άνθρωπο στη νεότητά του. Η ευλογημένη νηστεία καταβάλλει τα πάθη και τους δαίμονες και τελικά τ’ απομακρύνει από τον αγωνιστή.
Και το πανίσχυρο λιοντάρι, τους έλεγε άλλη φορά, συχνά από τη λαιμαργία του πέφτει στην παγίδα κι όλη του η δύναμη κι η μεγαλοπρέπεια εξαφανίζονται. (Εννοεί εκείνους, που πέφτουν σε σαρκικά πάθη από τη πολυφαγία)
 

Ο Αββάς Βενιαμίν μάς λέγει το ακόλουθο περιστατικό από τη ζωή του:
Όταν ήμουν ακόμη αρχάριος στη μοναχική ζωή και νεοφερμένος στη σκήτη πήγα να θερίσω με τους άλλους αδελφούς. Στην επιστροφή μάς μοίρασαν από ένα σφραγισμένο φλασκί λάδι.
Το επόμενο καλοκαίρι μάς είπαν να πάμε το περίσσευμα του λαδιού στην Εκκλησία. Όλοι οι άλλοι αδελφοί πήγαν σφραγισμένα τα φλασκιά, όπως τα είχαν πάρει. Κανένας δεν είχε δοκιμάσει λάδι. Μόνο το δικό μου βρέθηκε σε μια μεριά τρυπημένο. Το είχα ανοίξει με μια βελόνα κι είχα βάλει μια σταγόνα στο στόμα μου για να το δοκιμάσω. Ένοιωσα τότε τόση ντροπή, σαν να είχα πέσει σε θανάσιμη αμαρτία.
 

Μερικοί νέοι ευσεβείς ανέβηκαν στη σκήτη για να επισκεφθούν κάποιο γνωστό τους Γέροντα. Επειδή θα έμεναν κοντά του όλη μέρα, του ζήτησαν λίγο λάδι να μαγειρέψουν τα όσπρια, που είχαν πάρει μαζί τους για να φάνει.
-Να εκεί κρέμεται το φλασκί, που μου είχατε φέρει δώρο πριν τρία χρόνια, τους έδειξε ο Γέροντας. Πάρετε όσο θέλετε.
Όταν το ξεκρέμασαν, είδαν πως το φλασκί ήταν ακόμη σφραγισμένο και θαύμασαν τη νηστεία του Οσίου.
 

Ένας αδελφός επισκέφθηκε τον Αββά Ησαϊα. Ο Γέροντας, για να τον φιλοξενήσει, έβρασε λίγη φακή.
-Ήθελε κι άλλο βράσιμο, Αββά, είπε ο αδελφός, καθώς έτρωγε.
-Ας ευχαριστήσουμε το Θεό που κάναμε Πάσχα σήμερα, τέκνον, του αποκρίθηκε ο Αββάς. Αυτό για μάς είναι μεγάλη ανακούφιση.
 

Τόσο πολύ είχε εξασκηθεί στη νηστεία ο Όσιος Μάρκος ο Αναχωρητής, έλεγαν οι Γέροντες, ώστε κατώρθωνε να μένει άσιτος επί ολόκληρες εβδομάδες συνεχώς, χωρίς ν’ ατονεί το σώμα του. Εξήντα τρία χρόνια που έμεινε στην έρημο, ημέρα και νύχτα εργοχειρούσε, για να ελεεί τους πτωχούς Ερημίτες. Δώρο δε δέχτηκε ποτέ του από κανένα. Αν κάποιος, περαστικός από την καλύβα του, του έδινε κάτι, ο Αββάς τον ευχαριστούσε για την καλή του πρόθεση, μα δεν έπαιρνε το δώρο.
-Δεν μου χρειάζεται, αδελφέ, του έλεγε. Ας έχει δόξα ο Κύριός μου που μού δίνει ακόμη δύναμη να εργάζομαι, για να τρέφω τον εαυτό μου κι εκείνους που μ’ επισκέπτονται.
 

Ένας αρχάριος μοναχός συμβουλεύτηκε κάποιο διακριτικό Γέροντα, ποιο μέτρο ν’ ακολουθήσει στη νηστεία.
-Απόφευγε τις υπερβολές, τέκνον μου, τον συμβούλεψε εκείνος. Πολλοί δοκίμασαν να νηστέψουν πάνω από τις δυνάμεις τους και δεν άντεξαν για πολύ καιρό.
 

Ρώτησαν οι Γέροντες τον Όσιο Μακάριο πως συνέβαινε να είναι το σώμα του πάντοτε λιπόσαρκο κι όταν νήστευε κι όταν έτρωγε.
-Το ξύλο που ανακατεύει τ’ αναμμένα φρύγανα, τους έλεγε εκείνος, κατατρώγεται από τη φωτιά κι είναι κατάξερο. Κι όταν η φλόγα του θείου φόβου κατακαίει την καρδιά του ανθρώπου, ξηραίνεται το σώμα του.

Ακτημοσύνη 2    
Λένε για κάποιο πολύ φτωχό Ερημίτη πως, σαν του πήγαινε κανένας αδελφός λίγο φαΐ και τύχαινε να του πάει κι άλλος την ίδια μέρα, δεν κρατούσε το δεύτερο, λέγοντας:
-Μ’ έθρεψε σήμερα ο Κύριός μου. Μού αρκεί αυτό. 

Ένας αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
-Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
-Όχι, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν είναι καθόλου σωστό να τα κρατήσεις, γιατί έτσι μαθαίνεις να στηρίζεις τις ελπίδες σου σ’ αυτά και παύεις να έχεις την προστασία του Θεού.
 

Άλλος Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους Μοναχούς:
Μη θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο, από κείνο που φορείς. Πολλοί καλύτεροι σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περισσά;
Μη γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει τη φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μη συνηθίζεις να κρατείς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δόσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδυάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρεί μόνο την κεφαλή σου, μη θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.
 

Αν έχω εξασφαλίσει το ψωμί της ημέρας, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, και μου φέρει κανείς και μάλιστα κοσμικός κι άλλα τρόφιμα, καταλαβαίνω, πως από τον πειρασμό γίνεται τούτο, που θέλει να με ρίξει στην απληστία, και δεν τα δέχομαι. Αν καμιά φορά βρίσκομαι σε πραγματική ανάγκη, ο Θεός μου στέλνει, με κάποιον καλό άνθρωπο, εκείνα που χρειάζομαι, όπως έστειλε στο Δανιήλ, στο λάκκο των λεόντων, τροφή με τον προφήτη Αββακούμ. Όταν έχω χρήματα και τα κρατώ, ενώ περιμένω να με συντηρούν οι άλλοι, μοιάζω με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που περιφρόνησε τη Χάρη του Χριστού για την αγάπη των χρημάτων.
 

Αν ο Κύριος μου θέλει να ζω, συνήθιζε να λέγει ο Αββάς Φορτάς, που ήταν χρόνια κατάδικος από βασανιστική αρρώστια, ξέρει πως να με οικονομεί. Αν πάλι δε θέλει, μου είναι περιττή η ζωή. Έτσι ζούσε με μεγάλη στέρηση και δεν έπαιρνε από κανένα ελεημοσύνη.
Όταν κάποιος μου κάνει δωρεά, έλεγε άλλη φορά, όχι για την αγάπη του Θεού, αλλά από καθήκον, αν την πάρω, αδικώ τον δωρητή, γιατί ούτε εγώ μπορώ να την ανταποδώσω, ούτε από τον Θεό έχει αμοιβή.
 

Καθώς περπατούσε στην έρημο ένας νέος υποτακτικός, βρήκε ένα ξύλο, που πριν από λίγο είχε πέσει από μια φορτωμένη καμήλα. Το σήκωσε και το πήγε στην καλύβα του.
-Πού το βρήκες; τον ρώτησε ο Γέροντάς του.
-Στο δρόμο, αποκρίθηκε ο νέος.
-Αν το έφερε μπροστά στα πόδια σου τυχαία ο άνεμος, έχει καλώς, του είπε ο Γέροντας. Αν όμως το έχασε κανένας άνθρωπος, πήγαινε να το ρίξεις εκεί που το βρήκες, για να μη καταδικαστείς με τους αδίκους.
Έτσι ο νέος το πήγε πίσω στη θέση που το είχε βρει.
 

Ένας αδελφός από την έρημο πήγε στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια του. Πλησιάζοντας στην αγορά, είδε πεσμένο κάτω ένα σακκούλι. Το σήκωσε και κατάλαβε πως είχε μέσα πάνω από χίλια χρυσά νομίσματα, γιατί ήταν πολύ βαρύ. Δεν το πείραξε όμως, περίμενε εκεί ακίνητος, με την σκέψη, πως θα έλθει να το αναζητήσει εκείνος που το έχασε.
Σε λίγο φάνηκε ένας άνθρωπος καταστενοχωρημένος και γύρευε το σακκούλι, που του είχε πέσει από τη ζώνη του.
Ο αδελφός του το παρέδωσε αμέσως. Συγκινημένος ο άνθρωπος από την καλωσύνη του Μοναχού, έβγαλε από το σακκούλι μια χούφτα χρυσά νομίσματα για να τον ανταμείψει.
-Δεν θέλω, φίλε μου, ανταμοιβή, του είπε ο αδελφός, γι’ αυτό που ήταν καθήκον μου να κάνω.
Έκπληκτος από την αφιλοχρηματία του ο άνθρωπος, άρχισε να φωνάζει στους διαβάτες:
-Τρέξτε να δείτε αληθινά του Θεού άνθρωπο.
Στο μεταξύ όμως χάθηκε ο αδελφός ανάμεσα στο πλήθος, αφήνοντας και τα καλάθια του στη μέση, για να αποφύγει τον έπαινο.
 

Έλεγαν με θαυμασμό οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, πως από την πολλή του καλωσύνη έφτασε σε τελεία ακακία. Μια φορά δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα χρυσό νόμισμα, για ν’ αγοράσει λινάρι να κάνει εργόχειρο. Μόλις το προμηθεύτηκε, του ζήτησε λίγο ο γείτονάς του να φτιάξει μια ποδιά και ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε με πολλή προθυμία. Την άλλη μέρα πέρασε από το κελλί του άλλος αδελφός, είδε το λινάρι και γύρεψε κι αυτός για ένα πουκάμισο. Έδωσε και σ’ αυτόν ο άκακος Ιωάννης και σε δυο τρεις άλλους, που έτυχε να του ζητήσουν, ώσπου το μοίρασε όλο, χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του.
Ύστερα από μερικές μέρες πήγε ο δανειστής και του γύρεψε το νόμισμα.
-Πήγαινε, αδελφέ μου, του είπε ο Αββάς, και θα σου το φέρω στο κελλί σου.
Μα, σαν δεν είχε να το επιστρέψει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο, τον Οικονόμο της σκήτης, να του ζητήσει ένα νόμισμα. Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, βρήκε ένα φλουρί, μα δεν το πήρε. Έκανε προσευχή και γύρισε στο κελλί του. Ούτε στον Οικονόμο δε θέλησε να πάει.
Την άλλη μέρα πήγε πάλι ο αδελφός και γύρευε τα δανεικά. Βγήκε πάλι ο Αββάς Ιωάννης να πάει στον Αββά Ιάκωβο. Είδε το φλουρί στην ίδια θέση και δεν το σήκωσε, αλλά γύρισε αμέσως στο κελλί του.
Την τρίτη μέρα πήγε θυμωμένος ο δανειστής κι απαιτούσε το νόμισμά του.
-Ησύχασε, αδελφέ μου, του είπε με πραότητα ο άκακος Αββάς, σήμερα θα σου το φέρω.
Ξεκίνησε ευθύς για τον Οικονόμο και βρήκε πάλι στην ίδια θέση το φλουρί. Έκανε πρώτα προσευχή κι ύστερα το σήκωσε και το πήγε στον Αββά Ιάκωβο.
-Το βρήκα στο δρόμο, του είπε. Κάνε αγάπη να ρωτήσεις μήπως το έχασε κανένας αδελφός.
Ο Οικονόμος γύρισε όλη τη σκήτη και ρωτούσε τους αδελφούς, μα δε βρέθηκε κανείς να πει πως ήταν δικό του.
-Αφού δεν το έχασε κανείς, είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, δόσε το σε μένα να το επιστρέψω στον αδελφό που το χρωστώ, γιατί τρεις μέρες τώρα κινώ από το κελλί μου να έλθω να σου ζητήσω κι επειδή έβλεπα τούτο το φλουρί, γύριζα πίσω άπρακτος.
Θαύμασε ο Οικονόμος την αφιλοχρηματία του Αββά, που, ενώ βρισκόταν σε τόση ανάγκη, δεν πήρε το νόμισμα που βρήκε.
Είχε κι άλλο προτέρημα αυτός ο Όσιος: Όταν ερχόταν κάποιος να του ζητήσει κάτι, του έλεγε με καλωσύνη:
-Πάρε αδελφέ μου ό,τι σου χρειάζεται. Κι εκείνος έπαιρνε ό,τι και όσο ήθελε. Σαν το έφερνε πίσω, του έλεγε πάλι ο Αββάς:
-Βάλε το τώρα στη θέση του, χωρίς να γυρίσει να προσέξει. Αν δεν του έφερναν πίσω τα δανεικά, ποτέ δεν τα ζητούσε.

Προσευχή (μέρος τρίτο)    
Από τις συμβουλές στους Μοναχούς αγίου Γέροντα:
«Αν εργάζεσαι το εργόχειρό σου και σημάνει η ώρα της προσευχής, μη πεις στον εαυτό σου «ας αποτελειώσω της σειρά που μου απόμεινε ή ας συμπληρώσω λίγες βελονιές κι ύστερα πηγαίνω». Παραμέρισε όλα τ’ άλλα καθήκοντα και δόσε το χρέος σου στο Θεό. Διαφορετικά μαθαίνεις να θεωρείς πάρεργο την προσευχή και την Ακολουθία. Έτσι όμως και την ψυχή στερείς από πνευματική τροφή και το σώμα σου από υλική. Γιατί δε θα προκόψει το εργόχειρο σου, χωρίς την ευλογία του Θεού. Η προθυμία σου στα πνευματικά και στα σωματικά θα φανεί από το πρωί που θα ξημερώσει».  

Ο Όσιος Παλάμων, ο Γέροντας του Οσίου Παχωμίου, όταν έβλεπε πως ο νεαρός υποτακτικός του νύσταζε τη νύκτα που προσευχόταν, τον έπαιρνε κι ανέβαιναν πάνω στο γειτονικό αμμόλοφο. Κρατούσε ο καθένας τους ένα ζεμπίλι και κουβαλούσαν άμμο από το ένα μέρος στο άλλο. Τον συνήθιζε έτσι ν’ αντιστέκεται στον ύπνο και να γίνεται πιο πρόθυμος στην προσευχή.
-Να είσαι πάντα άγρυπνος, παιδί μου, του έλεγε συχνά, για να μη σε βρει στον ύπνο ο πειρασμός και κλέψει όλους σου τους κόπους.
Συνήθισε σιγά –σιγά ο Παχώμιος να σηκώνει τα χέρια του στον Ουρανό από το βράδυ, που άρχιζε την προσευχή του, και να τα κατεβάζει, όταν έβγαινε ο ήλιος. Έτσι απέκτησε καθαρή καρδιά κι αγνό σώμα.
 

Πώς ν’ αποκτήσω κατάνυξη στην προσευχή, Αββά; ρώτησε ένας Αδελφός τον Όσιο Σιλουανό, που είχε μεγάλη πείρα στα πνευματικά. Και του εμπιστεύθηκε πως έκανε μεγάλη προσπάθεια να ψάλλει μελωδικά για ν’ αντιστέκεται στον ύπνο που τον ενοχλούσε στην Ακολουθία.
-Η ψυχή, παιδί μου, δε συγκινείται τόσο από τη μελωδία, όσο από το περιεχόμενο του ψαλμού, εξήγησε ο Όσιος. Προσέχοντας μόνο να ψάλλεις μελωδικά, κινδυνεύεις να πέσεις σε κενοδοξία και να σκληρύνει πιο πολύ η καρδιά σου. Είτε προσεύχεσαι, είτε ψάλλεις, να έχεις πάντοτε βαθειά συναίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά στον Άγιο Θεό. Μην επιτρέπεις στο νου σου να ρεμβάζει. Αγάπησε την ταπεινοσύνη, που γεννά την κατάνυξη. Μη θέλεις να κάνεις επίδειξη της σοφίας και των γνώσεών σου. Προτίμα να διδάσκεσαι παρά να διδάσκεις. Κοντά στα παραπάνω, βλέποντας ο Θεός την αγαθή σου προαίρεση, θα σου δώσει το χάρισμα της κατανύξεως.
 

Λένε για τον Όσιο Σισώη τον Θηβαίο, πως, μόλις απόλυε η εκκλησία, έφευγε για το κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Μερικοί νεοφερμένοι Μοναχοί στη σκήτη, που δεν τον γνώριζαν ακόμη, βλέποντάς τον, έλεγαν πως είχε δαιμόνιο και τον κυνηγούσε. Οι παλαιότεροι όμως τους εξήγησαν πως μ’ αυτό τον τρόπο συνήθιζε ο Όσιος ν’ αποφεύγει τις συνομιλίες, για να μη αποσπάται ο νους του από την προσευχή.
 

Και ο Αββάς Μακάριος συνήθιζε στο τέλος της Θ. Λειτουργίας να στέκεται στην πόρτα της εκκλησίας και να ψιθυρίζει στους Μοναχούς που έβγαιναν:
-Φεύγετε, Αδελφοί.
-Πού θέλεις να πάμε, Αββά; ρωτούσαν οι νεότεροι. Μήπως πιο βαθειά στην έρημο;
Ο Όσιος τότε έβαζε το δάκτυλο στο στόμα και τους απαντούσε:
-Τούτο δω να φεύγετε.
Εννοούσε τις συνομιλίες, για να μη σκοτίζεται ο νους τους και χάνουν τις καλές σκέψεις που κέρδισαν με την προσευχή.
 

Η προσευχή του χριστιανού, λέει κάποιος Γέροντας, πρέπει να γίνεται, πρώτον, με διάθεση ειρηνική, ύστερα με ησυχία και κοσμιότητα. Όταν προσεύχεται μαζί με άλλους στην εκκλησία, πρέπει ν’ αποφεύγει τις εξωτερικεύσεις της ευλαβείας του και τις δυνατές φωνές που φέρνουν σύγχυση και στον ίδιο και στους άλλους. Η προσευχή οφείλει να γίνεται με εσωτερικό πόνο της καρδιάς και με ήρεμο νου αφωσιωμένο στο Θεό.
Υπάρχουν άνθρωποι, που πάσχουν από σωματικές αρρώστιες κι ενώ χειρουργούνται ή καυτηριάζονται από το γιατρό, υποφέρουν καρτερικά τον πόνο, χωρίς φωνές και φασαρία, σιωπηλά και υπομονετικά. Άλλοι πάλι ανυπόμονοι χαλούν τον κόσμο από τις φωνές, όταν τους κάνουν θεραπεία. Μήπως όμως έτσι αποφεύγουν τον πόνο; Μάλλον τον αυξάνουν.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την προσευχή. Οι πνευματικότεροι άνθρωποι προσεύχονται αθόρυβα με «στεναγμούς αγλαλήτους». Έτσι διατηρούν την ψυχική τους γαλήνη. Οι άλλοι δε συγκρατούν τον εαυτό τους. Προσεύχονται μεγαλοφώνως, με εκδηλώσεις εξωτερικές, που συχνά σκανδαλίζουν τους άλλους. Ο πραγματικός χριστιανός πρέπει ν’ αποφεύγει την ακαταστασία και τα εξωτερικά σχήματα. Να προτιμά την τάξη, την ησυχία και την ταπείνωση. Αυτό ζητά και ο Θεός με το στόμα του Προφήτου, που λέγει: «επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον, τον τρέμοντά μου τους λόγους;»
Όσοι χριστιανοί διάλεξαν αυτό το δρόμο, έγιναν παράδειγμα και φως για πολλούς άλλους.
 

Οι Αδελφοί της σκήτης ρώτησαν ένα Γέροντα, αν πραγματικά ωφελούνται εκείνοι που ζητούν από τους άλλους να προσευχηθούν για χάρη τους.
-Πολύ ισχύει δέησις δικαίου, αποκρίθηκε ο Αββάς πλην όμως «ενεργουμένη» (Ιακ. ε’ 16). Βοηθουμένη, με άλλα λόγια, από τον ίδιο που ζητά την προσευχή. Σε τι να ωφελήσουν οι προσευχές των αγίων, εκείνον, που θεληματικά παραμελεί την σωτηρία του;
Και τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής κι ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:
-Σε παρακαλώ, Κύριε, μη με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσουμε όλοι μαζί την Ουράνιο μακαριότητα.
Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση. Πλησίαζε η γιορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί του Μοναστηριού εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινουβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανηγύρι. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπήκουσε στη θεία προσταγή.
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένο χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογγά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.
-Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ’ έρριξε κάτω κι έφυγε. Τι έγινε, κι εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
-Τι να σου κάνουμε, γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί.
Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.
Σε λίγο να κι ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξη:
-Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; Θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
-Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δε μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα.
Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθειά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.
-Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
-Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ.
Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο γέρο Ηγούμενος αποφασιστικά, κι ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
-Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ’ ελεήσει ο Θεός.
Δε σ’ αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλη.
Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να σέρνει τα πόδια του.
Παράδοξο πράγμα!
Σιγά –σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να δει τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος.
Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκειά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ’ αξιωθούν οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του.
Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ουράνια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίσει καινούριο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώσει χαρακτήρες.


Ελεημοσύνη (μέρος δεύτερο)    
Όποιος ελεεί τον αδελφό του, λέει κάποιος Πατέρας, πρέπει να το κάνει σαν να ελεεί τον εαυτό του. Αυτή η ελεημοσύνη πλησιάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. 

Υπάρχουν άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους πτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρεί το μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους πτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωση μία πτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώσει λίγο σιτάρι.
-Φέρε το σακούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερέας.
Η γυναίκα το έφερε.
-Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της, ίσως γιατί ήταν κι ένας ξένος μπροστά σ’ αυτήν την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα το φίλο μου:
-Δε μου λες, Πάτερ, το πούλησες στη γυναίκα το σιτάρι;
-Όχι, το χάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
-Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποια η ανάγκη ν’ ακριβοεξετάζεις το μέτρο και να λυπήσεις τη φτωχή; Μη ξεχνάς άλλωστε τα λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».
 

Ο Μαρκιανός ήταν ιερέας στην Κωνσταντινούπολη, αγιότατος άνθρωπος. Ανάμεσα στις άλλες αρετές που τον στόλιζαν υπερείχαν η ακτημοσύνη κι η ελεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός!
Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα από κάθε γήινο αγαθό, ο Μαρκιανός δεν απέκτησε ποτέ πράγμα δικό του, που να έχει κάποια αξία, ούτε δεύτερο ένδυμα. Όταν οι γνωστοί του τού χάριζαν κάτι, το έδινε παρευθύς στον πρώτο φτωχό, που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Την Κυριακή που θα γίνονταν τα εγκαίνια της Εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας, που ήταν η ενορία του, έφυγε ξημερώματα από τη φτωχή καμαρούλα του να ετοιμάσει το Άγιο Βήμα. Θα λειτουργούσε ο Πατριάρχης με άλλους Αρχιερείς. Θα πήγαινε κι ο Αυτοκράτωρ με όλους τους άρχοντες του στα εγκαίνια.
Σαν έφτασε στην Αγία Αναστασία κι ήταν έτοιμος ν’ ανοίξει την εξώθυρα του μεγαλοπρεπεστάτου ναού, που αυτός ο ίδιος με την απαράμιλλη δραστηριότητά του είχε ανακαινίσει, τον πλησίασε ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, γυμνός, μελανιασμένος από το κρύο. Έδειχνε να υποφέρει πολύ. Άπλωσε διστακτικά το χέρι να του γυρέψει ελεημοσύνη. Ο Μαρκιανός έψαξε τις τσέπες του. Αλλά, συνηθισμένο πράγμα σ’ αυτόν, δε βρήκε χρήματα. Έπρεπε όμως να δώσει κάτι σ’ εκείνον τον δυστυχή, και μάλιστα χρήσιμο. Του ράγισε την καρδιά η γύμνια του, το τρεμούλιασμά του. Ο φιλάνθρωπος ιερέας πήρε την απόφασή του. Θα του έδινε τα ρούχα του. Δεύτερα δεν είχε, αλλ’ αυτό δεν τον πείραζε. Τώρα θα φορούσε τα ιερατικά του, αφού θα έπαιρνε μέρος στη Λειτουργία. Πήγε στο σκευοφυλάκιο, φόρεσε τα άμφιά του και όλα του τα ρούχα τα έδωσε στο φτωχό. Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοικτό μπροστά σε τόση καλοσύνη.
Ήρθαν στο μεταξύ κι οι άλλοι κληρικοί με τον Πατριάρχη και άρχισε η Θ. Λειτουργία. Μα κάτι παράδοξο συνέβαινε εκείνη την ημέρα. Τα βλέμματα του εκκλησιάσματος, από του Αυτοκράτορα ως του τελευταίου πιστού, είχαν καρφωθεί πάνω στο Μαρκιανό. Το ίδιο και των κληρικών, μέσα στο Άγιο Βήμα. Δύο μάλιστα απ’ αυτούς είχαν αρχίσει να σιγοψιθυρίζουν τις επικρίσεις τους.
-Πού βρήκε άραγε τη χρυσοΰφαντη στολή; Αυτός δεν είχε ποτέ του χρήματα. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται.
-Δε βαριέσαι... Υποκρισίες. Κοίταξε, αδελφέ μου, και με διαμάντια κεντημένη. Ε, αυτό πια καταντά σκάνδαλο.
Όταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας βγήκε με το Άγιο Ποτήριο να κοινωνήσει τον κόσμο ο Μαρκιανός, ένας ψίθυρος θαυμασμού ακούστηκε από τα χείλη όλων. Η Εκκλησία άστραψε από το φεγγοβόλημα των αμφίων του.
Ένας ανώτερος κληρικός πλησίασε τότε τον Πατριάρχη με φανερή αγανάκτηση και του είπε:
-Δεν πρέπει η αγιοσύνη σου, Δέσποτα, να παραλείψει να συστήσει κάποια μετριότητα σ’ αυτόν τον άσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στο βασιλέα.
Ο αγαθός γέρο- Πατριάρχης άρχισε να στενοχωριέται με τις διαμαρτυρίες του ιερατείου του. Είχε φυσικά κι ο ίδιος απορήσει με τη πρωτοφανή πολυτέλεια των αμφίων που φόρεσε – έτσι τουλάχιστον νόμιζε – για την πανήγυρη ο Μαρκιανός. Τον γνώριζε όμως πολύ καλά για να τον χαρακτηρίσει ματαιόδοξο. Ωστόσο, αποφάσισε να του κάνει λόγο γι’ αυτό. Ευθύς λοιπόν μετά την απόλυση και προτού ακόμη βγάλουν και οι δυο τα ιερατικά, φώναξε τον Μαρκιανό στο σκευοφυλάκιο.
-Πού βρήκες τη στολή αυτή, Μαρκιανέ; Τον ρώτησε σε τόνο αυστηρό. Θα έλεγε κανείς, πως πήρες την απόφαση να συναγωνιστής σε πολυτέλεια τον Αυτοκράτορα. Ο ιερέας πρέπει να είναι μέτριος στην εμφάνισή του, για να μη σκανδαλίζει το λαό και μάλιστα τις πτωχότερες τάξεις.
Ο ιερέας έριξε πρώτα ένα φευγαλέο βλέμμα στα φτωχικά λινά του άμφια, τα μοναδικά που είχε για να ιερουργεί. Έπειτα κοίταξε με απορία τον Επίσκοπό του.
-Για ποια στολή ομιλεί η αγιοσύνη σου, Δέσποτα; Αν πρόκειται γι’ αυτήν που φορώ, είναι η ίδια που πήρα από τα χέρια σου, όταν πριν από εικοσιπέντε χρόνια με χειροτόνησες Πρεσβύτερο.
Ο Πατριάρχης συνοφρυώθηκε. Ε, ήταν πάρα πολύ να προσπαθεί να τον ξεγελάσει μπροστά στα μάτια του.
-Κι αυτή εδώ; του φώναξε, παίρνοντας στα χέρια του το φελόνι.
Τότε παρατήρησε, πως κάτω από τ’ άμφιά του ο Μαρκιανός ήταν γυμνός κι εκείνη η πολύτιμη στολή που είχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό και θόρυβο δεν ήταν άλλη από τη συνηθισμένη, που τόσα χρόνια τώρα τον έβλεπε να λειτουργεί.
-Ποιος σ’ εγύμνωσε Μαρκιανέ; ρώτησε έκπληκτος ο Πατριάρχης.
Ο άξιος λειτουργός του Υψίστου πήρε στα χέρια του το Άγιο Ευαγγέλιο, που μόλις προ ολίγου είχε τοποθετήσει στη θήκη του και το έδειξε στον Αρχιερέα.
-Αυτό μ’ εγύμνωσε, άγιε Δέσποτα.
Κατασυγκινημένος ο γέρο- Πατριάρχης έσφιξε στην αγκαλιά του τον Μαρκιανό και φιλώντας τον πατρικά του έλεγε:
-Ω, αν όλοι οι ιερείς σ’ εμιμούντο, τέκνον μου, δε θα είχαμε ανάγκη εκκλησιαστικών ρητόρων. Θα εκήρυττε το φωτεινό τους παράδειγμα.

Για τη Διάκριση     Στείλτε το άρθρο με email 
Υπάρχουν άνθρωποι, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, που εξαντλήσανε όλες τους τις σωματικές δυνάμεις σε υπερβολική άσκηση κι επειδή τους έλειψε η διάκριση, δεν κατόρθωσαν να πλησιάσουν τον Θεό. 

Μεγαλύτερη από όλες τις αρετές ονομάζουν οι Πατέρες τη διάκριση.
 

Μη δοκιμάσεις να κάνεις τίποτε, συμβουλεύει ένας σοφός Γέροντας, προτού εξετάσεις τη συνείδησή σου. Εκείνη θα σε πληροφορήσει αν αυτό που επιχειρείς είναι κατά Θεόν.
 

Βλέπεις άνθρωπο να κρατά αξίνα στο χέρι του και ν' αγωνίζεται νύχτα- μέρα να κόψει ένα δέντρο και να μη το κατορθώνει κι άλλον πάλι έμπειρο σε τέτοια να το ρίχνει κάτω με λίγα κτυπήματα; Συνήθιζε να λέγει ο Αββάς Αμμωνάς. Έμπειρο εννοούσε εκείνον που έχει διάκριση.
 

Τον σκόρπιο νου, λέγει άλλος Πατήρ, συμμαζεύει η μελέτη, η αγρυπνία και η προσευχή. Την άλογη επιθυμία μαραίνει η νηστεία κι ο σωματικός κόπος. Τον θυμό πάλι καταπραΰνει η ψαλμωδία, η μακροθυμία και η αγάπη. Όλα αυτά όμως πρέπει να γίνονται με διάκριση και στον κατάλληλο καιρό. Η άκαιρη και άμετρη προσπάθεια είναι κατά κανόνα λιγόχρονη και περισσότερο βλαβερή παρά ωφέλιμη.
 

Ο σιδηρουργός που χτυπά τη μάζα του σιδήρου, λέγει ο Μέγας Αντώνιος, έχει προηγουμένως σκεφθεί τι θέλει να φτιάξει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι κι ανάλογα εργάζεται. Κι ο άνθρωπος του Θεού ας συλλογίζεται από πριν ποια αρετή επιθυμεί ν' αποκτήσει, για να μη κοπιάζει άσκοπα.
 

Όλες οι υπερβολές είναι γεννήματα του διαβόλου, έλεγε άλλος Πατήρ.
 

Ποτέ δεν έκανα βήμα προς τα εμπρός, λέγει άλλος σοφός Γέροντας, χωρίς να εξετάσω καλά που πρόκειται να πατήσω το πόδι μου. Προτιμούσα να μη προχωρήσω, έως ότου με καθοδηγήσει ο Θεός.
 

Τόσο για τα μικρότερα, όσο και για τα μεγαλύτερα έργα μου, έλεγε άλλοτε πάλι ο ίδιος, σκέπτομαι προηγουμένως και αποβλέπω στους καρπούς των κι ύστερα τα επιχειρώ.
 

Όπως η φωτιά κατατρώει τα ξύλα, έτσι τα καλά έργα του ανθρώπου πρέπει ν' αφανίζουν τα πάθη, έλεγαν οι Γέροντες.
 

Ένας νέος μοναχός συμβουλεύθηκε τον Αββά Νισθερώ:
-Ποια αρετή να εξασκήσω περισσότερο, Πάτερ, για να σωθώ;
-Όποια σου ταιριάζει καλύτερα, του αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας.
Ο αδελφός τον κοίταξε με απορία. Τότε ο Αββάς εξήγησε: Η Αγία Γραφή, τέκνον μου, μάς πληροφορεί πως ο Αβραάμ ήταν φιλόξενος κι ο Θεός τον σκέπαζε. Ο Δαβίδ αγαπούσε την ταπεινοσύνη κι ο Θεός έδειξε σ' αυτόν την προτίμησή του. Διάλεξε λοιπόν κι εσύ την αρετή, που επιθυμεί η ψυχή σου και που νοιώθεις πως είσαι κατάλληλος γι' αυτήν. Ύστερα εργάσου την με όλη σου την προθυμία και θα σωθείς.
 

Ο Διακριτικότατος Αββάς Σισώης πάλι συμβουλεύει:
-Προτίμα, αδελφέ, εργασία ελαφρά και διαρκή, παρά κοπιαστική και πολύ σύντομα παρατημένη.
 

Μη σκέπτεσαι και μην επιχειρείς πράξεις άσκοπες, που δε γίνονται κατά Θεόν. Όποιος βαδίζει άσκοπα, ματαιοπονεί. Όταν ο νους λησμονεί τον κατά Θεόν σκοπό, το έργον της αρετής δεν ωφελεί την ψυχή, γράφει ο Αββάς Μάρκος.