Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ  




ΦΟΒΕΡΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» της Αγίας Άννης, κατά το 1885 ασκητικά και με άκρα υπακοή και ταπείνωση έζησε ο Μοναχός Ευλόγιος, ό οποίος σε ηλικία 95 περίπου χρόνων έφυγε οριστικά από τον κόσμο τούτο για την άλλη την αιώνια ζωή.

Προείδε και προείπε το θάνατο του και πολλοί από τους Πατέρες της Σκήτης, όπως συνηθίζουν να κάνουν, πήγαιναν να πάρουν ευχή από τον μελλοθάνατο γέροντα.

Κατά κοινή ομολογία των Πατέρων αυτών, από το μελλοθάνατο γέροντα, πήρανε ένα μάθημα ιερής εξετάσεως και φοβερής απολογίας της ψυχής πού, στην προκειμένη περίπτωση, ή απολογία της ψυχής γίνονταν με το σώμα, διότι, ό Γέρο - Ευλόγιος, επί 24 ώρες πριν να παραδώσει το πνεύμα, κινούσε το κεφάλι του, πότε δεξιά και πότε αριστερά και τον ακούγανε οι Πατέρες να λέει:
«Που, πότε; Που, πότε;» Συνέχεια, χωρίς διακοπή.
Πολλοί από τους παρευρισκομένους δοκίμασαν να βαστήξουν το κεφάλι να μην το στρίβει δεξιά κι αριστερά, αλλά στάθηκε αδύνατο να το σταματήσουν.
Πολλές φορές έλεγε:
«Όχι, δεν έγινε αυτό, λέτε ψέματα. Για κείνο έκαμα μετάνοια»
και πάλι συνέχιζε:
«Που, πότε;»
Έτσι χωρίς να ειπεί τίποτε στους άλλους Μοναχούς παρέδωκε το πνεύμα κι έφυγε από τη ζωή αυτή, για τις αιώνιες Μονές, χωρίς καμιά άλλη πληροφορία!
 


ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ ΑΠΕΦΕΥΓΑΝ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Πριν από δυο χρόνια το 1976 - 77, πού Δίκαιος - Πρόεδρος -στη Σκήτη, ήταν οι καλλιτέχνες αγιογράφοι και κατά σάρκα αδελφοί Ιερομόναχοι Σεραφείμ και Βασίλειος, οι λεγόμενοι Βολιώτες, απεφάσισαν οί Προεστοί της Σκήτης, να μεταφέρουν τα οστά των κεκοιμημένων Πατέρων από την υπόγεια Καμάρα στο νεόκτιστο οστεοφυλάκιο.

Στην μεταφορά πήραν μέρος πολλοί Πατέρες: Οι ιερομόναχοι και πνευματικοί Γέρο - Άνθιμος του Λάμπη, Γαβριήλ των καλλιτεχνών αγιογράφων αδελφών Καρτσοναίων, Συμεών από την Καλύβα «Υπαπαντή», Χαράλαμπος ιερομόναχος από τον επίσης καλλιτεχνικό αγιογραφικό Οι των αδελφών Ανανιαίων, Γέρων Γρηγόριος Μοναχός από τον καλλιτεχνικό αγιογραφικό Οίκο «Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι Πατέρες και αδελφοί, οι οποίοι μαρτυρούν, πώς όλα τα οστά εξέπεμπαν άρρητη και υπερκόσμια ευωδιά.

Για να θαυμάσει όμως κανείς και να απορήσει εν ταύτω, με την ταπεινοφροσύνη των μακαρίων αυτών Ασκητών και να γνωρίσωμεν όλοι, πόσο, οι Πατέρες μας αυτοί, μισούσαν και απέφευγαν τη δόξα των ανθρώπων και τη διάκριση άπ' αλλήλων, παραθέτομε το αξιοπερίεργο φαινόμενο πού μας διηγήθηκαν αυτοί που μετέφεραν τα οστά.

Όταν ένας από τους αδελφούς, πήρε από το σωρό των οστών, μια νεκροκεφαλή και την έβαλε στο σάκο του, 'κει πού περνούσε μπροστά από τους άλλους αδελφούς, όλοι αισθάνθηκαν ιδιαίτερο άρωμα και πολύ έντονη ευωδία να βγαίνει από την κάρα εκείνη.

Τότε όλοι, οί αναφερθέντες Πατέρες, έτρεξαν να δουν, κατά το άδειασμα του σάκου και την τοποθέτηση των οστών, στη νέα θέση τους, ποια είναι αυτή ή κάρα πού τόσο πολύ ευωδιάζει, για να την ξεχωρίσουν και να την έχουν με τ' άλλα άγια λείψανα στην εκκλησία. Τότε ή ιδιαίτερη εκείνη ευωδία και το άρωμα κρύφτηκε, χάθηκε και εξαφανίστηκε τελείως. Μάταια έψαξαν, οί Πατέρες, όλους τους σάκους και έβγαλαν τα οστά ένα ένα, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν καμιά διάκριση να υπάρχει μεταξύ τους.

Αυτό έγινε ένα μεγάλο μάθημα σ' όλους μας, για να γνωρίσομε πόσο οί πραγματικοί εκείνοι Μοναχοί απέφευγαν και δε δέχονταν τη δόξα των ανθρώπων και μετά θάνατο ακόμη, επειδή τους είναι υπέρ αρκετή ή δόξα πού έχουν από τον αθάνατο Βασιλέα και Θεό ημών, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, εις τον όποιον Μοναδικό εν Τριάδι θεό, πρέπει πασά δόξα, τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ο Ε' ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ

Ο Κύριλλος ό Ε' Οικουμενικός Πατριάρχης, περιφρόνησε τίτλους και αξιώματα δόξης και τιμής και παντός είδους ματαιοδοξία, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και κατετάγη σαν υποτακτικός και απλός Μοναχός, στη συνοδεία της Καλύβας των «Άγιων Αποστόλων», πού είναι κάτω από το Κυριάκο της Σκήτης αυτής.

Ή Καλύβα αυτή, έχει κτήμα με ελαιόδεντρα κάτω στην παραλία, το οποίο καλλιεργούσαν οι Πατέρες, για άσκηση και σκληραγωγία του σώματος άφ' ενός, και για παραμικρό εισόδημα προς συντήρηση των αδελφών άφ' έτερου.

Ό Πατριάρχης Κύριλλος, παρ' όλη την προχωρημένη ηλικία του, πρώτος πήγαινε στο κτήμα να βοηθήσει και να δίνει θάρρος στους αδελφούς με προθυμία να εργάζονται. Επειδή όμως τα μέρη εκείνα είναι απότομος κατήφορος και ανήφορος πολύ κουραστικός σε νέους, πολύ δε περισσότερο σε γέρους, για το λόγο αυτό, με την αδεία του Γέροντα της Καλύβας, δόθηκε στον Πατριάρχη ένα υποζύγιο —γαιδουράκι— για να τον κατεβάζει και ανεβάζει από το κτήμα στο σπίτι.

Μια μέρα, στη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού, το γαιδουράκι καταϊδρωμένο ανέβαζε τον Πατριάρχη από το κτήμα στο σπίτι, και στο δυσκολότερο μέρος του δρόμου, είδε ό Πατριάρχης δύο νέους, οί οποίοι σκούπιζαν τον ίδρωτα από .το πρόσωπο των διερχομένων. Όταν πλησίασε ό γάιδαρος πού μετέφερε τον Πατριάρχη, οί νέοι σκούπισαν τον ίδρωτα από το ζώο.
Ό Πατριάρχης μόλις είδε τους λαμπρούς εκείνους νέους να σκουπίζουν μόνο τον ίδρωτα του ζώου, πειράχτηκε πού δε σκούπισαν κι αυτόν, και μέσα του παραπονέθηκε και είπε: «Περίεργο πράγμα, το ζώο σκούπισαν και όχι εμένα, άραγε είμαι χειρότερος από το γαϊδούρι;» Τότε οί λαμπροφόροι νέοι εξαφανίστηκαν και άκουσε φωνή πού του έλεγε: «Εμείς σκουπίζαμε μόνον αυτούς πού ιδρώνουν από τον κάματο της εργασίας και όχι αυτούς πού ιδρώνουν από την ανάπαυση και τις καιρικές συνθήκες».

Ύστερα άπ' αυτό ό Πατριάρχης άλλη φορά δε μεταχειρίστηκε το ζώο, άλλ' όταν μπορούσε πήγαινε κι αυτός με τα πόδια, για να χει μισθό όπως και οι άλλοι Πατέρες.

Αφού παραιτήθηκε από όλα του τα αξιώματα όπως είπαμε, έζησε σαν καλός υποτακτικός, έκτισε την εκκλησία «των αγίων Αποστόλων» και ανακαίνισε την Καλύβα εκ θεμελίων, ή οποία μέχρι σήμερα λέγεται του Πατριάρχου.
Προείδε και προείπε το θάνατο του και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο πλήρης ήμερων γενόμενος και έφυγε από τον κόσμο τούτον με οσιακό θάνατο, διότι ολόκληρο 24ωρο έλαμπε από χαρά το πρόσωπο του, από τις οπτασίες και επισκέψεις πού είχε των Αγίων Αγγέλων και των Όσίων αγιορειτών Πατέρων, ενώπιον των οποίων παρέδωκε στον Ποιητή και Πλάστη και Θεό ημών την αγία και μακαρία του ψυχή !
Αυτοί οί άξιοι ιεράρχαι ζουν αιώνια κοντά στο Θεό.


Ο ΠΑΤΕΡ ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΠΗΛΙΑ

Ό Γέροντας της Καλύβας «Αγία Τριάς», Ζαχαρίας Μοναχός, μας διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός:
Ήταν άνοιξη του 1920, ό Γέρο - Αρτέμιος από τη Σκήτη της «Αγίας Αννης», νέος μοναχός τότε, ξεκίνησε για να πάει με εντολή του Γέροντα του, στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, και πριν να φτάσει στο ησυχαστήριο του «Κυρ - Ησαΐα» έχασε το δρόμο, πήρε άγνωστο μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά.

Ήταν ακόμη πρωί, από περιέργεια προχώρησε μέσα στη σπηλιά και κει διέκρινε αχνάρια ανθρώπου. Είπε τη γνωστή προσευχή «Δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ό Θεός ημών ελέησον ημάς» και περίμενε να ακούσει, όπως συνηθίζουν οί Πατέρες να λένε, το «Αμήν», αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση.

Προχώρησε περισσότερο μέσα και στο βάθος διέκρινε ένα μικρό σταμνί με λίγο νερό. Σκέφτηκε πώς κάπου εκεί κοντά θα πρέπει να βρίσκεται κάποιος ασκητής ερημίτης. Περίμενε λίγο, του φάνηκε πώς αισθάνθηκε ευωδιά σαν μοσχολίβανο, αλλά άνθρωπος δε φαινότανε πουθενά. Τότε φώναξε και πάλι το «Δι' ευχών...», αλλά απόκριση δεν πήρε.
Για λίγο σκέφτηκε να περιμένει, βγήκε έξω από τη σπηλιά, παρατήρησε το μέρος δεξιά, αριστερά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε, μόνον άκουσε ένα μικρό θόρυβο, ξεκίνησε να φύγει κι όταν -αργά έφτασε στη Λαύρα διηγήθηκε πού παραπλανήθηκε, έχασε το δρόμο, βρέθηκε μπροστά σε σπηλιά και κείνα που είδε. Οι Πατέρες στο Μοναστήρι, πού γνώριζαν καλά τα μέρη εκείνα, είπαν στο μοναχό Αρτέμιο, ότι έκτος από τη σπηλιά του «Παχωμίου» δεν υπάρχει εκεί άλλη σπηλιά.

Την άλλη μέρα, μαζί με άλλους τρεις αδελφούς του Μοναστηριού, πήγαν στο μέρος εκείνο, πού την προηγούμενη μέρα είδε ό μοναχός Αρτέμιος τη σπηλιά, για να τους δείξει την τοποθεσία, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε, μόνον σε ένα σημείο αισθάνθηκαν όλοι μια ουράνια ευωδία και άρωμα μοσχολίβανου, πού πληροφόρησε τους αδελφούς αυτούς, ότι κάτι το υπερφυσικό υπάρχει στο μέρος εκείνο του ευλογημένου Αγίου Όρους.




ΣΠΗΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ

Πριν από 43 χρόνια το 1936 συνέβη κάτι παρόμοιο στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Πάνω από τη Σκήτη αύτη, βρίσκεται μικρό εκκλησάκι με σπήλια, στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος.
Εκεί κοντά είναι κι άλλες σπηλιές, για τις οποίες είχαμε ακούσει θαυμαστά πράγματα, οπόταν πριν από πολλά χρόνια αποφασίσαμε με το Γέροντά μου, Ιωακείμ Μοναχό, να πάμε και εμείς εκεί. Με κόπο φτάσαμε μπροστά στη σπηλιά, μπήκαμε μέσα και είδαμε ίχνη, πόα φανέρωναν πώς κάποιος ευλογημένος άνθρωπος θα πρέπει να μένει σ' αυτήν.
Προχωρήσαμε πιο μέσα, είδαμε ένα σταμνάκι με νερό και ψηλά ίσαμε ενάμισι μπόί ανθρώπου, ήτανε άλλη σπηλιά, μικρότερη από την πρώτη.
Προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο ή μέρος για ν' ανέβουμε ως εκεί, αλλά τούτο ήταν αδύνατο, γιατί το μέρος ήταν απότομο.
Τότε στο βάθος της σπηλιάς αυτής διακρίναμε μια κακοφτιαγμένη σκάλα, φαίνεται πώς μ' αυτή, ό κάτοικος της σπηλιάς ερημίτης, ανέβαινε και κατέβαινε στο καταφύγιο του και για να μην τον ενοχλούν οι τυχόν επισκέπτες, με το προορατικό χάρισμα, πού ήταν πλουτισμένος από το Θεό, σαν αντιμισθία της αυταπαρνήσεως και των πολλών ασκητικών του κόπων, προαισθάνονταν τον ερχομό του επισκέπτη κι αμέσως ανέβαινε στην κρυφή σπηλιά του.
Τραβούσε δε και τη σκάλα, για να μη μπορεί άλλος κανείς ν' ανέβει.

Είπαμε με το Γέροντα τρεις φορές το «Δι' ευχών...» αλλά καμιά απόκριση δε λάβαμε.
Τότε αρχίσαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας και πλησιάζοντες να τελειώσουμε, όταν λέγαμε το «Ύπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», «Ω πανύμνητε Μήτερ, ή τεκούσα των πάντων αγίων αγιότατων Λόγον...» και κάναμε τρεις γονυκλισίες μεγάλες, ήρθε έντονη ευωδία μοσχολίβανου και γέμισε όλη ή σπηλιά από άρρητη ευωδία!

Περιμέναμε λίγο μήπως ευδοκήσει ό Πανάγαθος Θεός, για να βγει ό ευλογημένος εκείνος ερημίτης, πού ασφαλώς θα ήταν μέσα στη μικρή σπηλιά, αλά δεν είδαμε τίποτε κι επειδή άρχισε να σκοτεινιάζει, κάμαμε τρεις μετάνοιες, δοξάσαμε το Θεό και φύγαμε, θεωρήσαντες τους εαυτούς μας ανάξιους για να δούμε ένα τέτοιο άγιο άνθρωπο, ασκητή κι ερημίτη.

Τα κρίματα του Κυρίου είναι ανεξερεύνητα. «Ω! βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού» (Ρωμ. ΙΑ' 33), διότι όταν δοκιμάσαμε άλλη φορά να επισκεφθούμε τη σπηλιά αυτή δε βρίσκαμε τίποτε από εκείνα πού είχαμε ιδεί, ασφαλώς ό κάτοικος της σπηλιάς εκείνης είδε, πώς ανακάλυψαν οί άνθρωποι τα ίχνη του και απεφάσισε να αλλάξει κατοικία.
Έτσι οι ευλογημένοι αυτοί Πατέρες φεύγανε τη δόξα των ανθρώπων, για να βρούνε δόξα και παρρησία κοντά στο Θεό, για τον όποιον «απαύστως ό θείος πόθος γινότανε».


ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

Ή ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης έχει δώσει στη Μητέρα Εκκλησία δέκα τέσσερις Αγίους, Όσιους και Νεομάρτυρες γνωστούς με τα ονόματα:

1) Όσιος Γερόντιος ό Κτίτωρ,
2) Όσιος Σωφρόνιος Ιερομόναχος, του οποίου ό βίος μοιάζει απόλυτα με το βίο του αγίου Αλεξίου «του ανθρώπου του Θεού».
3) Οσιομάρτυς Νικόδημος μαρτύρησε στο Έλβασάν της Βορ. Ηπείρου.
4) Οσιομάρτυς Μακάριος ό εκ Κίου της Βιθυνίας και μαρτυρήσας εν Προύση.
5) Οσιομάρτυς Κοσμάς μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
6) Οσιομάρτυς Λουκάς εξ Αδριανουπόλεως, μαρτύρησε στη Μυτιλήνη.
7) Οσιομάρτυς Ιλαρίων από την Κρήτη, μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
8) Οσιομάρτυς Νικήτας ό Τραπεζούντιος, μαρτύρησε στις Σέρρες.
9) Οσιομάρτυς Δαβίδ εκ Κυδωνιών Μ. Ασίας, μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη.
10) Οσιομάρτυς Παύλος εκ Σοπωτού Πελοποννήσου, μαρτύρησε στην Τρίπολη.
11) Οσιομάρτυς Νεκτάριος, μαρτύρησε στα Βούρλα της Μ. Ασίας.
12) Ό Όσιος Γεράσιμος.
13) Ό Όσιος Νήφων
14) Ό Όσιος Σάββας ιερομόναχος μαθητής του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως επισκόπου χρηματίσας, ό οποίος κοιμήθηκε όσιακό και αιώνιο ύπνο το σωτήριον έτος 1948 στη νήσο Κάλυμνο, οπού μέχρι σήμερα βρίσκεται το ιερό σκήνος του, σώο και αδιάφθορο και εκπέμπει άρρητη ευωδία, προς δόξαν Θεού και της Εκκλησίας, άλλα και καταισχύνη των υπό του Σατανά πλανωμένων, οί οποίοι βλασφημούν αμφισβητούντες την αγιότητα του μεγάλου φωστήρος της Μητέρας Εκκλησίας Αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού.
 

Εκτός των επωνύμων τούτων Όσιων και Οσιομαρτύρων, ή Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης έχει πλήθος αμέτρητο Αγίων και Όσίων, οι οποίοι από υπερβολική ταπείνωση δε θέλησαν να είναι γνωστοί στους ανθρώπους αλλά, ζηλώσαντες εζήλωσαν τη δόξα του Θεού και όχι των ανθρώπων, όπως θα ιδούμε, από την αρχή και μέχρι τέλος του βιβλίου τούτου, θα βρούμε σ' ολόκληρο το Άγιο Όρος, περισσότερους αγίους άγνωστους παρά γνωστούς.



ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΓΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ

Ό Γέροντας της Καλύβης «των Αρχαγγέλων» στη Σκήτη της Αγίας Αννης, Άνανίας Ιερομόναχος, έστειλε τον υποτακτικό του Μιχαήλ Μοναχό στη Δάφνη για επείγουσα εργασία, με τη ρητή εντολή, όπως επιστρέψει απαραίτητα το βράδυ στην Καλύβα τους.

Ή συγκοινωνία της Δάφνης - Αγίας Αννης γίνονταν τότε με τις βάρκες και τα κουπιά επειδή δεν είχαν βγει ακόμη οί μηχανές. Και για το λόγο αυτόν, όλες οί ασκητικές Καλύβες πού βρίσκονταν στην παραλία κοντά, διατηρούσαν ψαρόβαρκες, με τις όποιες πήγαιναν και στη Δάφνη.

Ό Μοναχός Μιχαήλ, πού ήταν ένας από τους πιο καλούς και συνεπείς υποτακτικούς, ξεκίνησε το πρωί, με τη βάρκα του Γέρο -Γιωργάκη, ό οποίος, επειδή δεν είχε άλλο εργόχειρο, έκανε με τη βάρκα του τη συγκοινωνία Δάφνη - Αγιάννα. Έφτασε στη Δάφνη, τελείωσε εκεί την εργασία, για την οποίο: πήγε, άλλ' εν τω μεταξύ ο καιρός χάλασε, έπεσε στη θάλασσα δυνατός αέρας και ξεσηκώθηκε απότομα μεγάλη θαλασσοταραχή με θεόρατα κύματα.

Όλοι οί Πατέρες πού είχανε πάει στη Δάφνη, επειδή ήταν αδύνατο να γυρίσουν στις Καλύβες τους, άλλοι πήγαν στα γειτονικά εκεί Μοναστήρια, Σίμωνος Πέτρας και Ξηροποτάμου, κι άλλοι ξεκίνησαν με τα πόδια για τις Καρυές.
Αυτό το φαινόμενο γίνονταν τακτικά και οί Πατέρες ήταν μαθημένοι να φέρουν κι αυτό τον Σταυρό της πρόσθετης ταλαιπωρίας, κι έτσι φορτωμένοι τους τορβάδες με τα ψώνια, πήγαιναν αγόγγυστα με τα πόδια. Με το κομποσχοίνι στο χέρι, την ευχή στο στόμα και την καρδιά, τέλειωναν τις εργασίες τους, μέχρι πού βγήκαν, μετά από το 1933 οί μηχανές και τα μοτεράκια και γλίτωσαν από το πρόσθετο αυτό μαρτύριο.

Ό αδελφός Μιχαήλ, ένας Μοναχός απλός, αγαθός και άκακος, έμεινε κοντά στην παραλιακή ακτή, στο λιμάνι της Δάφνης και περίμενε τη θάλασσα να γαληνέψει, πού είχε κυριολεκτικά εκμανεί και αφριζομανούσε με τα θεόρατα κύματα της, άλλ' αυτός δεν εννοούσε ν' απομακρυνθεί και ήταν στενοχωρημένος για την εντολή πού είχε από το γέροντα του, να γυρίσει το βράδυ στο σπίτι.
Εκεί πού έκανε αυτές τις σκέψεις, πώς να γυρίσει πίσω στην Άγιάννα, βλέπει μπροστά του δυο λαμπροφορεμένους νέους, οί οποίοι τον ρώτησαν γιατί είναι στενοχωρημένος; Κι αυτός τους είπε:
— Έχω εντολή από το Γέροντά μου να γυρίσω οπωσδήποτε το βράδυ και να μη μείνω ούτε μια βραδιά έξω από την ασκητική μας Καλύβα.

Οι φαινόμενοι νέοι του είπαν:
— Θέλεις να μπεις στη βάρκα μας να σε πάμε εμείς στο Γέροντα σου;
Ό αδελφός Μιχαήλ μετά χαράς δέχθηκε την πρόταση των νέων, μπήκε στη βάρκα τους και ό ένας από τους νέους πήρε τα κουπιά της βάρκας, τα κούνησε δυο - τρεις φορές και ξαφνικά βρέθηκαν στο λιμανάκι της Αγίας Άννης (ας σημειωθεί ότι σήμερα τα πετρελαιοκίνητα μοτεράκια από τη Δάφνη στην Αγιάννα κάνουν δύο περίπου ώρες να φθάσουν, και τότε με τα κουπιά ήθελαν περισσότερο από 5 ώρες).

Ό Μοναχός Μιχαήλ, υπό τη σκέπη της υπακοής βρισκόμενος, δεν κατάλαβε τίποτε από τα υπερφυσικά φαινόμενα και από τη χαρά του πού φθάσανε νωρίς, αφού βγήκε στην παραλία της Αγίας Άννης, ευχαρίστησε τους δύο λαμπρούς εκείνους νέους, για την καλοσύνη πού του κάνανε, κι ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τον ανήφορο, να φτάσει σύντομα στο Γέροντα του.

Στο δρόμο τον συνάντησε, ό Πάτερ Γαβριήλ, όπως του φάνηκε, από την Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» και αφού χαιρετήθηκαν καλογερικά, «ευλογείτε, ό Κύριος, ό Πάτερ Γαβριήλ ρώτησε τον υποτακτικό Μιχαήλ: «Από που έρχεσαι Πάτερ και γιατί είσαι τόσο βιαστικός;» Ό Πατήρ Μιχαήλ απάντησε στο φαινόμενο Μοναχό και είπε ότι ό Γέροντας με έστειλε σήμερα στη Δάφνη να πάρω τρόφιμα και να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι, αλλά επειδή ό καιρός χάλασε και ή θάλασσα είχε μεγάλη φουρτούνα, ή βάρκα του Γέρο - Γιωργάκη, πού κάνει τη συγκοινωνία, δεν μπορούσε ναρθει, με πήραν μένα δυο νέοι και μ' έφεραν από τη Δάφνη με τη δική τους βάρκα, και τώρα τρέχω να φτάσω νωρίς, στο Γέροντα μου, για να μη με μαλώσει και μου βάλει κανόνα — αυστηρή προσευχή και νηστεία.

Τότε ό φαινόμενος Μοναχός Γαβριήλ, ρώτησε τον υποτακτικό Μιχαήλ: — Που είναι τώρα αυτοί οι νέοι με τη βάρκα τους; Κι αυτός απάντησε πώς μείνανε κάτω στην παραλία, εγώ βιαστικά έφυγα και δεν τους ρώτησα που θα μείνουν. Ό Μοναχός Γαβριήλ, λέγει στον καλό υποτακτικό: «Αδελφέ, για ρίξε μια ματιά προς τη θάλασσα, και τότε γύρισαν και βλέπουν πώς ή θάλασσα είχε ασπρίσει από τους αφρούς, και τα κύματα της σκέπαζαν, όχι μόνον το λιμανάκι, αλλά όλη ή παραλία μέχρι τα βράχια ούτε βάρκα, ούτε ψυχή φαίνονταν πουθενά.

Ό φαινόμενος Μοναχός Γαβριήλ έγινε άφαντος από τα μάτια του υποτακτικού Μιχαήλ, ό οποίος συνήλθε από την έκσταση, πού ή τυφλή υπακοή προς το Γέροντα του, τον είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη σκεπάσει, και κατάλαβε πώς οι δυο εκείνοι νέοι, ήταν, ό μεν ένας πού πήρε τα κουπιά της βάρκας, από τη Δάφνη και τα κούνησε τρεις φορές, ό Αρχάγγελος Μιχαήλ, ό δε άλλος που παρουσιάστηκε μπροστά του με το σχήμα του Μοναχού Γαβριήλ από την Καλύβα «Ευαγγελισμός» ήταν ό Αρχάγγελος Γαβριήλ.

Τα μάτια του καλού υποτακτικού Μιχαήλ μονάχου πλημμύρισαν από δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τους Αρχαγγέλους και μ' όλη τη δύναμη της ψυχής και του σώματος, έτρεξε να αναγγείλει το θαύμα των Αρχαγγέλων στο Γέροντα του.

Όταν έφτασε στην Καλύβα τους, βρήκε το Γέροντα του, Άνανία Ιερομόναχο, γονατιστό μπροστά στην εικόνα των Αρχαγγέλων να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό και τους Αρχάγγελους, πού στο μέσον της εικόνος έχουν τον Δεσπότη Χριστόν, με δάκρυα στα μάτια ζητούσε να βοηθήσουν τον υποτακτικό του Γαβριήλ να επιστρέψει. Και ιδού ό Πανάγαθος θεός εισακούει την προσευχή του Γέροντα και με τη πρεσβεία των Αγίων και των δούλων του «αμ' έπος, αμ' έργον» γοργά εισακούει και κάνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν!

(Σ. Σ. Βλέπετε όμως, αδελφοί, ότι δεν ήταν μόνον ό υποτακτικός θεοφοβούμενος και συνεπής στις υποχρεώσεις του, αλλά κι ό Γέροντας του ήταν άγρυπνων και προσευχόμενος και παρακαλών το Θεό να βοηθήσει και να σκεπάσει τον υποτακτικό του από κάθε κακό, έτσι έρχεται ή χάρις και ευλογία του Θεού στο Γέροντα και ό φωτισμός, άλλα και ή πληροφορία στον υποτακτικό τυφλά να υπακούει και να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Γέροντα και πνευματικό οδηγητή.
Δεν πρέπει λοιπόν να ζητούμε τα πάντα τέλεια από τον υποτακτικό, άλλα θα πρέπει να συμβάλει προς τούτο και ή πνευματική αγωγή του Γέροντα, Ηγούμενου και υπόλογου Προεστώτος, όπως λέγει κι ό Απόστολος Παύλος: «Αδελφοί, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε' αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες...» (Έβρ. ΙΓ' 17). Ό νοών νοείτω !)




ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ

Άλλος υποτακτικός Μ. Κ. Μοναχός (το όνομα του οποίου δεν αναφέρομε, διότι βρίσκεται ακόμα στην παρούσα ζωή), μου διηγήθηκε το ακόλουθο φρικτό θαύμα, πού έγινε στις ημέρες μας:

Ό αδελφός Ν. Κ. βρέθηκε στο πανηγύρι ενός μεγάλου Μοναστηρίου, στις εορτές των οποίων συνήθως συρρέει πλήθος προσκυνητών Μοναχών και κοσμικών. Κατά το μέσον της αγρυπνίας του Πανηγυριού, βρέθηκε στην ανάγκη ό Μοναχός αυτός, να πάει στο μέρος για σωματική του χρεία. Μόλις μπήκε στο αποχωρητήριο, ένας κοσμικός κρυμμένος ή παρακολουθών τον ευειδή αυτόν νέον Μοναχό, με οπλισμένο χέρι, όρμισε εναντίον του Μοναχού, με πρόθεση να κορέση κτηνώδη επιθυμία του.

Ό Μοναχός Ν. Κ. έκπληκτος και κατατρομαγμένος, με πόνο ψυχής και ακλόνητη πίστη στο Θεό και στην υπακοή, μ' όλη του τη δύναμη, φώναξε: «Παναγία μου, με τις ευχές του Γέροντα μου σώσε με» κι αμέσως, ό υποτακτικός αυτός, χωρίς να καταλάβει πως και πότε βρέθηκε μπροστά στο Κελί του Γέροντά του, που άπεχε από το Μοναστήρι εκείνο μιάμιση (1, 1/2) ώρα. Τότε Γέροντας και υποτακτικός δώσανε δόξα και ευχαριστία στο Θεό και την Κυρία Θεοτόκο, πού προστάτευσε και γλίτωσε, ό Μοναχός αυτός, από την απροσδόκητη επίθεση του κακοποιού ανθρώπου!

Το θαύμα αυτό, μας φανερώνει ότι και επί των ημερών μας γίνονται παρόμοια θαύματα που γίνονταν τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, κατά τους πρώτους αιώνες ακμής του ερημικού και ασκητικού Μοναχισμού, στη μέση Ανατολή και αλλαχού, όπως μελετάμε στα Γεροντικά βιβλία του Ευεργεντινού και του Γεροντικού, διότι καθώς λέγει κι ό θειος Απόστολος των Εθνών μακάριος Παύλος «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ό αυτός και εις τους αιώνας» (Έβρ. ΙΓ' 8), αρκεί να έχουμε πίστη και αγάπη προς Αυτόν και το ευαγγέλιό Του.




ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΘΑΥΜΑ ΑΝΤΙΜΙΣΘΙΑΣ

Λίγο αργότερα μετά το γεγονός αυτό, άλλος υποτακτικός, από πλούσια οικογένεια καταγόμενος, νέος στην ηλικία, ανέβαζε από τη θάλασσα το φορτίο του στην πλάτη και από τον πολύ κόπο, σαν να δυσανασχέτησε και παρακάλεσε το Γέροντα του, να του επιτρέψει να χρησιμοποιεί υποζύγιο για να ανεβοκατεβαίνει αυτός από τη θάλασσα και να μεταφέρει τα απαραίτητα τρόφιμα στην Καλύβα και στον Γέροντα του. Ό Γέροντάς του, γνωρίζοντας την αδυναμία του υποτακτικού του, επέτρεψε να πάρει ένα γάιδαρο για το σκοπό αυτόν.

Μια μέρα πού ανέβαζε με το γαιδουράκι το φορτίο του, σε μια στροφή πού είναι το δυσκολότερο σημείο του δρόμου, εκεί ακριβώς βλέπει ένα λαμπροφορεμένο νέο να βαστάει στα χέρια ένα σφουγγάρι με το οποίο σκούπιζε τον ίδρωτα από το μέτωπο των διερχομένων Πατέρων και τους θύμιαζε. Τότε πλησίασε κι αυτός πρότεινε το μέτωπο του και περίμενε να τον σκουπίσει, άλλα ό νέος αντί να σκουπίσει αυτόν, σκούπισε του γαϊδάρου το μέτωπο. Κι όταν ό Μοναχός παραπονέθηκε, ό φαινόμενος νέος του είπε:
«Εγώ αδελφέ, σκουπίζω, αρωματίζω και πληρώνω μόνον αυτούς που κοπιάζουν και ιδρώνουν κι όχι εκείνους πού ζητούν εδώ ανέσεις». Κι όταν είπε αυτά έγινε άφαντος.

Από το μάθημα αυτό, ό νέος Μοναχός, δε μεταχειρίστηκε άλλη φορά το υποζύγιο, αλλά μετά χαράς μεγάλης μετέφερε κι αυτός το φορτίο του στην πλάτη όπως και οι άλλοι Πατέρες.

ΚΙ ΑΛΛΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΑΚΙ
Από την παραλία της Αγίας Άννης, ανεβαίνοντας δεξιά προς τα επάνω, για να πάμε συντομότερα στη Μικρή Αγία Άννα, παίρνουμε ένα πολύ δύσκολο και ανηφορικό δρόμο, πού ό περισσότερος είναι όλο σκαλοπάτια. Στο δυσκολότερο σημείο της αναβάσεως, ένας μεσήλικας Μοναχός, ό όποιος πριν να γίνει Μοναχός ήταν αξιωματικός του Στρατού, ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου για λίγο να ξεκουραστεί, από τον πολύ κόπο του ανήφορου και το φορτίο του με τα τρόφιμα στην πλάτη.
Στενοχωρημένος από την κούραση είπε μέσα του: «Άραγε θα έχουμε κανένα ιδιαίτερο μισθό πού μεταφέρουμε τα τρόφιμα μας και δεν καθόμαστε κάτω στην παραλία να τα τρώμε, αλλά τα ανεβάζομε τόσο ψηλά, δεν είναι άραγε αυτό που κάνουμε ανόητο;»
Σαν απάντηση στη σκέψη του, άκουσε φωνή που του λέγε: «Όλοι οι κόποι αναγνωρίζονται και τα βήματα πού κάνετε για την αγάπη του Χριστού μετριόνται και πληρώνονται». Ό αδελφός μετά από την πληροφορία αυτή αναπτερωμένος στο ηθικό, περνούσε συχνότερα από το μέρος εκείνο χωρίς να κουράζεται. Και στο σημείο αυτό, οί Πατέρες, για να θυμούνται το θαύμα, έβαλαν εικόνα και παλαιότερα άναβαν και καντηλάκι προς δόξαν Θεού.

ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ ΠΟΥ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Στο δρόμο μεταξύ της Σκήτης της Μεγάλης και της Μικρής Αγίας Αννης, κάτω από βράχο πού σχηματίζει σπηλιά, υπάρχει ένα άλλο Προσκυνητάρι με ιερές εικόνες και καντήλι, πού οί Πατέρες περνώντας συχνά από το δρόμο αυτό το διατηρούν αναμμένο και ό λόγος είναι ότι στο σημείο αυτό, κατά καιρούς έχουν γίνει πολλές σατανικές ενέργειες, τις όποιες και παραθέταμε όπως μας τις αφηγήθηκαν σεβάσμιοι Πατέρες και αδελφοί:

α) Μία άπ' αυτές, πιο γνωστή και σε μας είναι, ότι ο Μοναχός Αρσένιος, υποτακτικός του Γέροντα Αυξεντίου από την Καλύβα του Αγίου Γεωργίου, ή οποία τώρα είναι ερειπωμένη, έφυγε από την Καλύβα τους χωρίς την άδεια του Γέροντα του, τον οποίον άφησε πολύ στενοχωρημένο, άλλα κι ό ίδιος συγχυσμένος έφτασε στο δρόμο, πού πηγαίνει για τη Μικρή Άγιάννα. Ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου, εκεί πού μέχρι σήμερα βρίσκεται καρφωμένος ένας ξύλινος σταυρός, τον όποιο με ευλάβεια προσκυνούν οι Μοναχοί και οί διερχόμενοι προσκυνητές.
Στο σημείο αυτό, κάθισε λίγο και συλλογίστηκε ό Πάτερ Αρσένιος, πώς αυτό πού κάνει δεν είναι καλό και προς στιγμήν είπε να γυρίσει πίσω στο Γέροντά του, αλλά νίκησε ό εγωισμός και απερίσκεπτα προχώρησε. Όταν όμως έφτασε μπροστά στη σπηλιά, πού είναι σήμερα το Προσκυνητάρι, άκουσε μεγάλη οχλοβοή και τόση αναταραχή, πού νόμισε πώς τον κυνηγούσαν Δαίμονες να τον πιάσουν, από το φόβο του γύρισε αμέσως πίσω και τότε άκουσε φωνές στον αέρα να του λένε: «Τι να σου κάνουμε, έχε χάρι στο Γέροντά σου». Από τον τρόμο πού πήρε, ό Μοναχός Αρσένιος, δεν κατάλαβε πώς και πότε έφτασε πίσω στην Καλύβα τους και βρήκε το Γέροντά του να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια και να παρακαλεί το Θεό. Του έβαλε μετάνοια και έλαβε συγχώρεση. Όπως μας βεβαίωνε δε ό ίδιος, μέχρι πού πέθανε με πολύ φόβο και τρόμο περνούσε από το μέρος εκείνο. Αυτός δε έβαλε και στον κορμό του δέντρου το Σταυρό.

β) Άλλοτε πάλιν, ο Γέρο - Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μας διηγήθηκε πώς όταν ήταν νέος περνούσε με τον νυν πνευματικό Παπα - Διονύσιο, δόκιμο οντά τότε Θεοδόσιο, πήγαιναν για την 'Αγιάννα, πολύ πρωί μπροστά από τη Σπηλιά είδε να κάθονται τρεις τράγοι, Όλοι ένας μεγάλος και δυο μικρότεροι, οί δυο αυτοί Μοναχοί, ξεκινώντας από την Καλύβα τους, είχαν το κομποσχοίνι στο χέρι και λέγανε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Οί τράγοι τους κοίταξαν με άγριο βλέμμα και δεν κινήθηκαν από τη θέση τους. Οί Μοναχοί έκαμαν το σταυρό τους μπροστά στο Προσκυνητάρι κι όταν έκαμαν λίγα βήματα πιο πέρα, οί τράγοι έγιναν άφαντοι, φανερό είναι πώς ήταν Δαίμονες σε σχήμα τράγων, οί όποιοι ασφαλώς θα είχαν πρόθεση να βλάψουν τους Μοναχούς, άλλ' επειδή εκείνοι έλεγαν τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, δεν τόλμησαν να τους κάνουν κακό.

γ) Άλλοτε, ο Μοναχός Μελέτιος των Δανιηλαίων, διηγήθηκε στο Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ότι μια μέρα μετέφερε από την Άγιάννα λεμόνια στον τορβά του, κι όταν περνούσε από τη Σπηλιά έγινε τέτοια σύγχυσι και ταραχή από τους Δαίμονες, πού από το φόβο του παραπάτησε έπεσε και χύθηκαν όλα τα λεμόνια, άλλα αυτός επειδή είχε στο χέρι το κομποσχοίνι κι έλεγε ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησαν με» δεν τον πείραξαν άλλο οί Δαίμονες, οί όποιοι, καθώς ομολογούν εκεί οί Πατέρες δημιουργούσαν συνέχεια επεισόδια από την ακόλουθη αιτία:

δ) Στην αρχή της Σκήτης της λεγόμενης Μικρής Αγιάννας, επάνω στο λοφίσκο, υπάρχει μια ασκητική Καλύβα με εκκλησάκι, «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ» σ' αυτήν, πριν από πολλά χρόνια, ασκητικά διέπρεψε ό ξακουστός και περίφημος πνευμονικός Παπα - Σάββας, για τον όποιον λέγουν πώς ήταν σπουδαίος εργάτης της αρετής και διακριτικός Πνευματικός έξομολόγος. Σ' αυτόν ξεμολογήθηκε ένας μάγος από τα χωριά της Χαλκιδικής, ο όποιος αφού ειλικρινά μετανόησε και αποφάσισε ν' αλλάξει ζωή και να γίνει καλός και πιστός χριστιανός, παρέδινε στον Πνευματικό Παπα-Σάββα ένα μαγικό βιβλίο πού το λένε «Σολομωνική» με το οποίο έκανε τις διάφορες μαγείες και γοητείες. Ό Πνευματικός Παπα -Σάββας δε δέχθηκε να πάρει το βιβλίο αυτό, αλλά είπε στον μετανοήσαντα μάγο Ιλαρίωνα ότι το βιβλίο αυτό είναι δαιμονικό και θα πρέπει να το κάψει εκεί το βιβλίο αυτό. Μάζεψε φρύγανα και ξύλα, ε6αλε φωτιά και πέταξε το βιβλίο μέσα και όπως ομολόγησε ό ίδιος στον Πνευματικό και στους Πατέρες, από τις πολύχρωμες φλόγες πού καιγόταν το βιβλίο βγαίνανε άναρθρες φωνές και φαινόταν σαν να κλαίγανε χιλιάδες παιδιά μικρά και μεγάλα.

Από τότε άρχισαν στο σημείο αυτό οι δαιμονικές ενέργειες και εξ αφορμής του γεγονότος αυτού, οι Πατέρες έκαμαν Αγιασμό με άγια Λείψανα και έφτιαξαν το Προσκυνητάρι με το ακοίμητο σχεδόν καντήλι και έτσι έπαψαν οι Σατανικές ενέργειες και εξουδετερώθηκε ή δύναμη του εχθρού.



Ο ΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ
 

Στην ιερά αυτή Σκήτη, της Αγίας Άννης με πίστη και αφοσίωση, όπως και σ' όλη την περιφέρεια του Αγίου Όρους, έχουν αφιερώσει τη ζωή τους πολλοί ευλαβείς χριστιανοί, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, καθώς και από άλλα ακόμη Ορθόδοξα χριστιανικά Κράτη, όπως είναι Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι και κατά καιρούς έχουν ασκητέψει. Ειδικά στη Σκήτη αυτή της Αγίας Άννης έχουν συνασκητέψει πολλά κατά σάρκα αδέλφια, με αρετή και πνευματική προκοπή, όπως ήταν οι αδελφοί «Καρτσωναίοι» τέσσερα κατά σάρκα αδέλφια και οι τέσσερις πνευματικοί, οι «Λεονταίοι», ό Παπά -Χαράλαμπος με τον Παπα - Θεοδόσιο, ό Γαβριήλ με τον Ιωάννη οί Μυτιληνιοί, πέντε άλλα αδέλφια στην Καλύβα «Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι για τους οποίους ακούσαμε, αλλά δεν αξιωθήκαμε να τους γνωρίσουμε, γι' αυτό και δεν αναφέρονται εδώ με τα ονόματα τους.

Για να στερεωθεί περισσότερο ή πίστη των Πατέρων και αδελφών αυτών και να μένουν μέχρι τέλους της ζωής τους στα βράχια αυτά, με διάφορα σημεία και θαύματα, ό Πανάγαθος Θεός δυνάμωνε και στερέωνε την πίστη και αγάπη τους για τα ιερά και αγιασμένα μέρη αυτά του Αγίου Όρους.

Σε διάφορα σημεία του Αγίου Όρους, συναντάμε στο δρόμο μικρά προσκυνηταράκια, μικρές εικόνες ή σταυρούς, πού το καθένα απ' αυτά έχει την ιστορία του. Γι' αυτά σας παραθέταμε όσα οι Πατέρες προφορικά μας παρέδωκαν:
α) Στη Σκήτη της Αγίας Άννης, από τη θάλασσα ό δρόμος είναι πολύ ανηφορικός και κοπιαστικός.
Οι Πατέρες, κατά την περίοδο του Αυγούστου, ανέβαζαν με την πλάτη το σιτάρι τους και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για τροφή και συντήρηση και ανέβαιναν μετά κόπου πολλοί βαρεία φορτωμένοι, γιατί πριν από 50 - 60 χρόνια δεν επιτρεπόταν να έχει κανείς υποζύγια.

Μετά από λίγα χρόνια και μέχρι σήμερα, ή πίστη μας λιγόστεψε, ή φύση μας αδυνάτισε ή στις ανέσεις σιγά - σιγά γυρίσαμε και στις ευκολίες της ζωής; Δεν γνωρίζω ποιο άπ' όλα συντέλεσε να μη συνεχίζεται μέχρι σήμερα εκείνη ή ωραία, αυστηρή, αλλά και πολύ βαριά και δυσβάστακτη Παράδοση, κατά την οποία δεν επετρέπετο ή μεταφορά των αγαθών με υποζύγια, άλλ' ας ίδωμεν την συνέχεια, που με διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις της Κυρίας Θεοτόκου και της θείας Προνοίας δυνάμωνε και ανεζωπυρώνετο ή πίστη και αυταπάρνηση των Πατέρων μας.

Μια μέρα, ένας υποτακτικός νέος. ενώ ανέβαζε το φορτίο με τα τρόφιμα στην πλάτη, από τη θάλασσα, να το πάει στην Καλύβα πού ήταν στη Σκήτη, κουρασμένος κάθισε να ξεκουραστεί λίγο. Τότε ο Σατανάς δεν έχασε καιρό κι άρχισε να τον πειράζει με διάφορους λογισμούς, και να του βάζει στο μυαλό, πώς άδικα κοπιάζει κι ότι οι κόποι αυτοί θα πάνε χαμένοι, γιατί γίνονται για το σώμα κι όχι για την ψυχή και με άλλα παρόμοια του βασάνιζε το νου. Αυτά του φέρανε κάποια απροθυμία και στενοχώρια με ψυχική θλίψη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε μια φωνή, πού πληροφορήθηκε πώς ήταν φωνή της Παναγίας, να του λέγει: «Γιατί στενοχωριέσαι και θλίβεσαι παιδί μου; Οί κόποι σου δε θα πάνε χαμένοι, ό ιδρώτας πού χύνεις με τόση προθυμία να ανεβαίνεις αυτόν τον δύσκολο ανήφορο και να πηγαίνεις με τη πλάτη το φορτίο σου πάνω στη Σκήτη και συ και όλοι οι αδελφοί πού κάνουν αυτό τον κόπο, ό Υιός και Θεός μας, ό Δεσπότης Χριστός, θα το δεχθεί σαν αίμα μαρτυρικό και αυτά πού άκουσες να τα ειπείς σ' όλους τους αδελφούς να ανεβάζουν αγόγγυστα το φορτίο τους και θα έχουν μισθό αιώνιο».

Ό Μοναχός ενθουσιασμένος από την πληροφορία αυτή της Παναγίας, γεμάτος χαρά πήγε στο Κυριάκο και όλα αυτά είπε στους Πατέρες, οι όποιοι με χαρά και προθυμία ανέβαζαν τα φορτία τους στην πλάτη από τη θάλασσα.

Εις ανάμνηση του θαύματος αυτού, οι πατέρες, στο σημείο εκείνο πού ακούστηκε ή φωνή, έστησαν το προσκυνητάρι στο οποίο έβαλαν την εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και την ευχαρίστησαν πού τους έδειξε με τον τρόπο αυτόν ότι αναγνωρίζονται και πληρώνονται οι κόποι των Μοναχών και κάθε ανθρώπου, πού για την αγάπη του Υιού και Θεού Της υπομένουν.

Τελευταίως, ό Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, κατέγραψε το ιστορικό αυτό γεγονός επί του ιερού Προσκυνηταρίου της Αγίας Άννης.


ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ

Στη Σκήτη της Αγίας Άννης, σε μια από τις παραλιακές Καλύβες πριν από 90 περίπου χρόνια, ασκήτευαν πέντε Μοναχοί, ό Γέροντας Ιερομόναχος και Πνευματικός, ό διάδοχος ιερομόναχος, δύο Μοναχοί και ένας Δόκιμος μοναχός.

Ή ζωή τους, άκρα καλογερική, με όλους τους τύπους της Μέρας Παραδόσεως του ασκητικού Μοναχισμού. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υποτάσσονται στο θέλημα του Κυρίου και να ζούνε όπως όλοι οί Πατέρες της Σκήτης, σύμφωνα με τα τυπικά και τις Παραδόσεις των αγίων Πατέρων.

Ό Δόκιμος έγινε Μοναχός κι έλαβε το όνομα Σάββας, πέρασαν πολλά χρόνια στην υπακοή, πέθανε ό πνευματικός και κατά την ταξί έγινε ό διάδοχος Γέροντας στη Συνοδεία, και με την βοήθεια του Θεού συνέχισαν την πορεία της πνευματικής ζωής.

Μια μέρα, ο νεώτερος Μοναχός της συνοδείας αυτής Σάββας, σαν αγαθός και απλός πού ήταν, είχε πολύ προκόψει στην υπακοή και στην πνευματική ζωή, αλλά ό μισόκαλος Διάβολος, φθόνησε την προκοπή αυτή του Μονάχου κι άρχισε να σπέρνει ζιζάνια στο μυαλό του αδελφού. Στην αρχή έβαλε επιθυμία στην καρδιά του, να πάει στην κορυφή του Άθωνα, για να προσκυνήσει, επειδή άκουγε άλλους μοναχούς να λένε, πήγα στην κορυφή του βουνού κι ήταν ωραία, θα πρέπει να πας και συ, άλλο είναι να σου λέμε εμείς κι άλλο πού θα ιδείς εσύ. Άπ' αυτά πείστηκε ό αδελφός Σάββας ότι πρέπει να πάει κι αυτός να δει, πώς φαίνεται το Όρος από την κορυφή του! Νόμιζε δε όπως του παρέστησε ό Σατανάς, ότι 'κει πάνω μένει κάποιος σεβάσμιος Γέροντας, πού είναι άγιος και τον προσκυνάνε, γι' αυτό άκουγε πού λέγανε θα πάω κι εγώ να προσκυνήσω το γέρο - Άθωνα.

Τους λογισμούς του αυτούς, είπε στο Γέροντα του και τον παρακαλούσε να του δώσει την άδεια, για να εκπληρώσει την αγαθή, όπως νόμιζε, επιθυμία του αύτη.

Ό Γέροντας του όμως είχε αντίθετη γνώμη και του έλεγε, πώς δεν είναι καιρός ακόμη να πάει στην κορυφή του βουνού, αλλά και δεν πρόκειται απ' αυτό το πράγμα να προκύψει καμιά ψυχική ωφέλεια και γι' αυτό αρνήθηκε να του δώσει την άδεια.

Ό Μοναχός Σάββας, από την επήρεια των πονηρών λογισμών του Σατανά πιεζόμενος, δεν μπόρεσε να ησυχάσει κι αποφάσισε να κάνει παρακοή και να πάει με το δικό του θέλημα στην κορυφή του Γέρο - Άθωνα. Αφού λοιπόν πήρε μόνος του την απόφαση αυτή, έφυγε κρυφά από την ασκητική καλύβα τους και πήγε στην Κερασιά, κοινοβίασε στο κελί των «Αγίων Πάντων» εκεί έμεινε μερικά χρόνια και όπως μας διηγήθηκε ό μετέπειτα Γέροντας του κελιού αυτού — Γέρο - Γρηγόρης, όταν αυτός ήταν πολύ νέος ακόμη, πώς ένα πρωί του Μάη, χωρίς την άδεια και ευλογία του Γέροντα του Γρηγορίου Ιερομόναχου, ξεκίνησε για τον Γέρο - Άθωνα. Κανείς από τη συνοδεία δε γνώριζε, που θα πήγαινε ό Πάτερ Σάββας, ό οποίος βάδιζε αρκετή ώρα, κι όταν έφτασε στη θέση πού λέγεται «Χαΐρι» συνάντησε το Σατανά σε σχήμα πνευματικού, όπως μας το διηγήθηκε, ό Γέρο - Γρηγόριος, ένας σεβάσμιος Γέροντας από το Κελί «των Αγίων Πάντων» στην Κερασιά, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

Σε μια στροφή του δρόμου, παρουσιάζεται ένας ασπρογένης και πολύ σεβάσμιος την όψη γέροντας, ό οποίος έδειχνε πολύ κουρασμένος και με πολλή συμπόνια, τάχα, είπε στο Μοναχό Σάββα:
«Που πας παιδάκι μου και φαίνεσαι κατάκοπος και πολύ στενοχωρημένος, τι έχεις;» Ό Μοναχός Σάββας, μόλις είδε αυτόν τον άγνωστο γέροντα μπροστά του και τον είχε τόσο πλησιάσει, τα έχασε από το φόβο του και δεν ήξερε τι να απαντήσει, το μόνο πού κατάφερε να ειπεί ήταν: «θέλω να προσκυνήσω τον Γέρο - Άθωνα». Τότε ό φαινόμενος γέροντας άρχισε με γλυκόλογα να του λέει:
«Εγώ είμαι, παιδί μου, ό Γέρο - Άθωνας, εσύ που μένεις; Από που έρχεσαι;» Ό Μοναχός Σάββας συνήλθε λίγο από το φόβο και του είπε: «Εγώ, Γέροντα, είμαι από τη Σκήτη της Αγίας Άννης, μένω στην Κερασιά και πηγαίνω για πρώτη φορά στον Άθωνα να προσκυνήσω». Ό φαινόμενος ασπρογένης, ρώτησε το Μοναχό Σάββα: «Από την Αγιάννα είπες πώς είσαι, πώς δε σε ξέρω εγώ; Σε ποια Καλύβα μένεις; Γιατί δε σε ξέρω; Εγώ τους γνωρίζω όλους, αλλά σένα πρώτη φορά σε βλέπω και μου φαίνεται παράξενο, πώς εγώ να μη σε ξέρω; Φαίνεται θα έφυγες από την υπακοή». Ό Μοναχός Σάββας σ' αυτά του απάντησε: «Εγώ έμενα στην Άγιάννα πρώτα, τώρα και μερικά χρόνια έφυγα, πήγα στην Κερασιά στο Κελί «των Αγίων Πάντων» έχω πολλά χρόνια στην Καλογερική, διαφώνησα με τους παραδελφούς μου κι έμεινα στην Κερασιά, αλλά τώρα και δυο χρόνια ξαναγύρισα στην πρώτη μου Μετάνοια, πού ήταν ή Καλύβα του «Αγίου Δημητρίου». Εσένα ούτε 'γώ σε γνωρίζω και μου φαίνεται περίεργο πού λες πώς όλους τους ξέρεις! Εσύ ποιος είσαι και πώς δε με ξέρεις έμενα;»

Ό φαινόμενος Γέρος είπε στο Μοναχό Σάββα: «Εγώ παιδί μου, όπως σου είπα, είμαι πνευματικός και όλοι οι υποτακτικοί, πού ξεθαρρεύουν και θέλουν να κάμουν το θέλημα τους, έρχονται και μου κάνουν μετάνοια. Σένα μέχρι τώρα φαίνεται σε σκέπαζε ή υπακοή πού έκανες στο Γέροντα σου γι' αυτό δε σε ξέρω, αλλά δεν πειράζει, τώρα δεν είναι ανάγκη να κουραστείς άλλο, εγώ οίδα την προαίρεση σου και ήρθα μόνος μου, έλα να με προσκυνήσεις και να μην κάνεις τον κόπο να ανέβεις επάνω στην κορυφή, βάλε μετάνοια και γύρισε πίσω στο σπίτι σου και στο θέλημα σου κι εγώ θα φροντίσω για σένα».

Ό Μοναχός Σάββας, από την επιθυμία πού είχε να κάνει το θέλημα του και από την παρακοή σκοτισμένος, ξέχασε τη «νοερά προσευχή», πού κάθε Μοναχός έχει πάντα στην καρδιά και στα χείλη, χωρίς να σκεφθεί τι κάνει, έσκυψε έβαλε μετάνοια, κι εκεί πού φιλούσε το χέρι, του φαινόμενου Γέρο - ασπρογένη, είδε τα νύχια του να φτάνουν τον αγκώνα και το χέρι σαν να είχε μεγάλα λέπια. Τότε κατάλαβε πώς ό φαινόμενος γέρος δεν ήταν άλλος από τον πανούργο Γέρο - Διάβολο και Σατανά. Ήταν αργά όμως τότε πού κατάλαβε την απάτη, το κακό είχε γίνει από το Διάβολο, ό οποίος του είπε: «Τώρα πλέον είσαι δικός μου και θάρθω μια μέρα να σε πάρω». Αυτά είπε και έγινε άφαντος.

Ό δυστυχής και ταλαίπωρος Σάββας, μόλις φίλησε το χέρι του Σατανά, ζαλίστηκε έπεσε κάτω λιπόθυμος κι υστέρα από πολλές ώρες, περαστικοί Μοναχοί, τον βρήκαν σε πολύ κακά χάλια. Στην αρχή δεν μπορούσε να ειπεί λέξη, τον πήραν και τον πήγαν στη Καλύβα πού έμενε στην Αγία Άννα, πού ήταν και ή πραγματική μετάνοια του.

Μετά από τρεις μέρες ήρθε στον εαυτό του και με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε αυτό πού του συνέβηκε. Ζήτησε πολλές φορές συγχώρεση, από το Γέροντα του και τους παραδελφούς του. Εκείνη, με πόνο στην ψυχή και δάκρυα στα μάτια, τον συγχώρεσαν με την καρδιά τους και παρακαλούσαν μέρα - νύχτα το Θεό να τον συγχωρέσει και να παραβλέψει το σφάλμα του αδελφού Σάββα, πού στο μεταξύ ώρες, ώρες δεν ήταν στα λογικά του, άλλα κλεινόταν στον εαυτό του και έκλαιγε απαρηγόρητα.

Στη Σκήτη της Αγίας Άννης έμεινε περίπου οκτώ χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει και με την άδεια του Γέροντα του, έφυγε και πήγε στο Μοναστήρι των Ιβήρων, πού είναι ή εικόνα της Παναγίας πού λέγεται «Πορταϊτισσα». εκεί έμεινε δέκα πέντε (15) χρόνια, αλλά και πάλι έφυγε από τη Μονή των Ιβήρων και πήγε στο Γέροντα του στην Αγία Άννα, πού όπως είπαμε δεν ήταν καλά στα λογικά του.

Ή θεία Πρόνοια, για παραδειγματισμό και ωφέλεια των άλλων, τιμωρεί τον άνθρωπο, τιμωρεί το σώμα για να σωθεί ή ψυχή, όπως λέγει κι ό απόστολος Παύλος: «Παραδούνε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρο της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθεί εν τη ήμερα του Κυρίου Ιησού» (Α' Κορινθ. Ε' 5), αλλά στον αδελφό αυτό συνέβη κάτι το τρομερό! Οι Μοναχοί της ασκητικής Καλύβης αυτής, όπως και άλλες παραλιακές Καλύβες, διατηρούσαν βάρκα και πήγαιναν συχνά για ψάρεμα.
Τρία χρόνια μετά πού ξαναγύρισε ό Μοναχός Σάββας, με δυο άλλους μοναχούς βρίσκονταν στην ψαρόβαρκα και την ίδια ακριβώς ώρα πού είχε βάλει μετάνοια στο Σατανά, έγινε πάνω στη βάρκα ένας στριφτός αέρας, ό οποίος μπροστά στα μάτια των αδελφών άρπαξε το Σάββα όπως ήταν με το σώμα και δε φάνηκε πλέον πουθενά, δηλαδή όπως είπαν και οι άλλοι Πατέρες, τον πήρε ό Σατανάς με το σώμα μπροστά από τα μάτια τους.

Αυτοί δυστυχώς είναι οι καρποί της παρακοής με τα ολέθρια αποτελέσματα, επειδή όπως λέγει και - πάλιν ό θείος Παύλος: «Δι α έρχεται ή οργή του Θεού επί τους υιούς της απείθειας» (Κολ. Γ' 6). Το τρομερό αυτό πάθημα ας μας γίνει μάθημα και ας προσέξομε την επιβουλή του Σατανά ό οποίος δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται «άλλ' ως λέων ωρυόμενος» ζήτα ποιόν θα μπορέσει να κατασπαράξει και να καταπιεί.


 


ΥΠΕΡ ΕΚΑΤΟΝΤΟΥΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

 

Στην τελευταία προσκυνηματική επίσκεψη μας στη Σκήτη της Αγιάννας, είδαμε και πήραμε την ευχή του σεβάσμιου γέροντα Χρυσόστομου μοναχού από την Καλύβα «Άγιος Ιωάννης ό θεολόγος», τον οποίον, με το Δίκαιο της Αγιάννας Ιερομόναχο Μακάριο του Αγαθαγγέλου, φωτογραφήσαμε και βάλαμε τη φωτογραφία του εδώ, για να δείτε την ασκητική του μορφή και να πληροφορηθείτε ότι και σήμερα υπάρχουν ενάρετοι και άγιοι ασκητές, εφάμιλλοι των παλαιών εκείνων πατέρων μας της ερήμου, γεγονός πού μας βεβαιώνει ότι «Ιησούς Χριστός είναι ό αυτός, χθες, σήμερον και εις τους αιώνας» (Έβρ. ΙΓ' 8).

Ό Γέρο - Χρυσόστομος έχει περισσότερα από 80 χρόνια στην ασκητική ζωή και σήμερα είναι 101 χρόνων με διαύγεια του νου και πνευματική ζωή.





ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΑΓΝΏΣΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΣΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

Κατά καιρούς πολλοί Πατέρες και αδελφοί χριστιανοί, σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους έχουν δει θαυμαστά και υπερφυσικά πράγματα. Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, κοιμήθηκε και προς τις αιώνιες Μονές του Κυρίου αναπαύθηκε, ό Γέρο - Κυπριανός, από τη Μικρή Αγιάννα, στο σημερινό ησυχαστήριο των χρυσοχόων Θωμάδων, ό όποιος μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό :
«Θα έχουν περάσει πολλά χρόνια, δε θυμάμαι καλά πότε, κίνησε ένας ευλαβής χριστιανός από την Κρήτη νάρθει στο Άγιο Όρος, για να προσκυνήσει τον ιερό αυτόν τόπο με τους Αγίους του, και να δει τον πρώτο του ξάδερφο, το Γέροντα Ευθύμιο, που έμενε στη τελευταία ησυχαστική Καλύβα πού είναι χωρίς εκκλησία στο κατώτερο μέρος της Μικρής Αγιάννας.

Ό χριστιανός αυτός, στη Δάφνη πού είναι το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Όρους, είχε έρθει από την Κρήτη με πλοίο, πού περνούσε τότε μια φορά την βδομάδα, κι από κει με μια μικρή βάρκα έφτασε το απογευματάκι, ό καλός αυτός χριστιανός, στο μικρό φυσικό ορμίσκο της Αγιάννας. Δε γνώριζε πώς να πάει στη μικρή Αγιάννα, πού ασκήτευε Όρος συγγενής του Γέρο - Ευθύμιος.
Ρώτησε ένα Μοναχό, ό όποιος πρόθυμα του έδειξε το δρόμο, φυσικά το μέρος εκεί όλο κατσάβραχα με πολλά κατσικοδρομάκια. Ό άνθρωπος πήρε ένα από τα δρομάκια αυτά, πού τον έβγαλε στη τοποθεσία πού τη λένε «Πείνα», εκεί όμως συναντά κανείς βράχια πού τον οδηγούν σ' αδιέξοδο.

Πήρε τον ανήφορο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ή ώρα περνούσε, ό ήλιος έγερνε προς τη δύση, τελικά με πολύ κόπο και κίνδυνο να γκρεμιστεί, αφού περιπλανήθηκε πολλή ώρα γύρω στα βράχια, έφτασε στο ησυχαστήριο των Αρχαγγέλων, εκεί πού, ό Κρητικός Αγάπιος Λάνδος, έγραψε το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία» και πού ανήκει στην περιφέρεια της Μικρής Αγιάννας. Εκεί από τον Γέροντα Γρηγόριο οδηγήθηκε και πήγε στον ξάδελφο του Γέρο - Ευθύμιο.

Ό Γέρο - Ευθύμιος, γέροντας του Γέρο - Χριστόδουλου του επίσης Κρητικού, περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον ξάδελφο του και τον έβαλε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωσε να συνέλθει από τον πολύ κόπο, άρχισε να διηγείται στον Γέρο - Ευθύμιο την περιπέτεια του πού είχε στα βράχια και κει πού του 'λεγε αυτά, ρώτησε το Γέρο - Ευθύμιο:
— Δε μου λες ξάδερφε, αυτόν τον πεθαμένο πού είδα πέρα κει δα στα βράχια, μέσα σε μια σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω κι εγώ να ιδώ πώς θάβετε τους πεθαμένους μοναχούς.
Ό Γέρο - Ευθύμιος σαν άκουσε για σπηλιά και πεθαμένο, την άλλη μέρα πρωί - πρωί, πήρε τον ξάδελφο του και πήγε στο Γέρο Κυπριανό το χρυσοχόο πού γνώριζε τα μέρη εκείνα σπιθαμή προς σπιθαμή, γιατί ό Γέρο Κυπριανός ασκήτευε εκεί από μικρό παιδάκι και συχνά στα μέρη εκείνα μάζευε όπως και άλλοι Πατέρες και ασκητές σαλιγκάρια. Όταν του είπαν αυτά τα πράγματα, ό Γέρο-Κυπριανός έμεινε κατάπληκτος, σαν άκουσε για σπηλιά, έπεσε σε μεγάλη συλλογή, πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, μήπως από την πείνα κι από την κούραση, ό Κρητικός, φαντάστηκε τα πράγματα αυτά και παρεκάλεσαν τον Κρητικό προσκυνητή να τους ειπεί, τι ακριβώς είδε. Πώς και που είδε τον πεθαμένο;

Ό ευλαβής χριστιανός μ' όλη την απλότητα πού τον διέκρινε, είπε στο Γέρο - Κυπριανό:
«Γέροντα, από την Αγιάννα βγήκα σ' αυτά τα βράχια, δεν ήξερα που να πάω και τι δρόμο να πάρω για να 'ρθώ εδώ. Με κόπο και πολύ κίνδυνο ανέβηκα ψηλά και βρέθηκε μπροστά μου μια σπηλιά, μπήκα μέσα και είδα πάνω σε πέτρινο κρεβάτι ξαπλωμένο ένα σεβάσμιο Γέροντα να κοιμάται. Είπα ένα χαιρετισμό και περίμενα απάντηση, Όρος κοιμώμενος γέροντας δε σάλεψε από τη θέση του και τότε αφού διαπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, πλησίασα περισσότερο και είδα πάνω από το κεφάλι του ένα σταυρό, την εικόνα της Παναγίας και ένα καντηλάκι να καίει. Έκαμα το σταυρό μου, προσκύνησα τρεις φορές και σκέφτηκα πώς, ό γέροντας αυτός, θα είχε πεθάνει τώρα και επειδή δεν προλάβατε να τον θάψετε ασφαλώς θα τον θάβατε αύριο. Αισθάνθηκα ευωδιά μοσχολίβανου και νόμισα πώς κείνη την ώρα είχατε θυμιάσει και φύγατε».

Ό γέρο - Κυπριανός δε γνώριζε καμιά σπηλιά εκεί πού τους έλεγε ό προσκυνητής και όλοι μαζί ξεκίνησαν και πήγαν να τους δείξει που είδε αυτό το άγιο λείψανο. Γύρισαν όλη την περιοχή εκείνη όλη την ήμερα, αλλά σπηλιά και λείψανο δε βρέθηκε πουθενά. Μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα αισθάνθηκαν να βγαίνει από τα μέρη εκείνα μια έντονη ευωδιά μοσχολίβανου. Την ευωδιά αυτή είχε πολλές φορές ό Γέρο - Κυπριανός αισθανθεί, όπως μας βεβαίωνε ό ίδιος, τίποτε όμως άλλο δεν είδε πέραν αυτού. Ό ευλαβής προσκυνητής έλεγε επί λέξει: «Να εδώ, σε τούτο το δέντρο δίπλα μπήκα στη σπηλιά, πού είναι τώρα; τι γίνηκε; Αχ μωρέ δεν ήξερα πώς είναι άγιο λείψανο να το πάρω στον ώμο μου και να φύγω!» Τότε είπαμε το προφητικό λόγιο της Αγίας Γραφής: «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις Αγίοις αυτού και τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάσωσεν Όρος Κύριος» (Ψαλμ. ΞΖ' 36) και αμέσως γυρίσαμε πίσω γεμάτοι πνευματική χαρά και αγαλλίαση, με πλήρη τη βεβαιότητα, πώς όλα τα βράχια και όλες οι πέτρες του Αγίου Όρους κρύβουν κι από έναν άγιο, τον οποίον, όταν θέλει και σ' όποιον θέλει, ό Πανάγαθος Θεός, αποκαλύπτει και δοξάσαμε μ' ένα στόμα τον Τρισυπόστατο Ένα Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα