Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ

Oμιλία Δ΄: «Ενός έστι χρεία»



… Αυτή η παραγγελία του Χριστού μας ισχύει για όλους μας, ώστε η μέριμνα των βιοτικών αναγκών, να είναι εν μέτρω», όσον χρειάζεται για την εξυπηρέτησί μας. Το δε «ενός έστι χρεία» κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν, είναι αυτό που έχει αξία, διότι είναι η μέριμνα, πώς να αρέσουμε του Θεού, η μέριμνα για την σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας.
Η Μάρθα μεριμνούσε υλικά, πώς να ευχαριστήση τον Κύριο. Η δε Μαρία πιο σοφή, πιο συνετή σκέφθηκε ότι είναι ευκαιρία να ακούση τα θεία λόγια ∙ «Έως πότε θα έχουμε τον Κύριον επί της γης;» Έτσι κάθισε κοντά Του και ο Κύριος είπε, ότι δεν θα της αφαιρεθή αυτή η ευλογία, δηλαδή το να έχη τόση προσοχή στα θεία λόγια και να ευφραίνεται στην θεωρία τόσον του Χριστού, όσον και της διδασκαλίας Του.
Και εμείς έχουμε την μέριμνα των αναγκαίων, που είναι αναπόφευκτη στη ζωή μας και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την φροντίδα των υλικών πραγμάτων, διότι είμεθα τόσον υλικοί, όσον και πνευματικοί. Το σώμα έχει ανάγκην της τροφής, του ενδύματος κ.λ.π. Όμως πάνω απ’ όλα η ψυχή μας η αθάνατος έχει ανάγκην της σωτηρίας, του «ενός έστι χρεία> . Η μέριμνα η απόλυτη, η αποκλειστική μέριμνά μας πρέπει να είναι πώς θα καθαρίσουμε την ψυχή μας , πώς να την οικειώσουμε μετά του θεού, πώς να την προσαρμόσουμε στο θέλημα του Θεού και να μην κολασθούμε. Η σωτηρία της ψυχής μας δεν είναι παιχνίδι! Δεν μπορούμε να παίζουμε με την αθάνατη ζωή, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είμεθα προσωρινοί, είμεθα ξένοι, είμεθα παρεπίδημοι∙ απλώς φιλοξενούμεθα επάνω στη γη, και κάποια μέρα ο καθένας μας θα χαιρετίση αυτήν την φιλοξενία και θα απέλθη εις τα ίδια. Και τα ίδια είναι να επιστρέψη η ψυχή «όθεν εξήλθεν». «Και ενεφύσησεν –λέγει η Γραφή- εις τους μυκτήρας του νεκρού σώματος του Αδάμ και έγινεν ο Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» ( Γεν. 2,7 ) . Η ζώσα ύπαρξις του ανθρώπου ,η ψυχή είναι το δημιούργημα του θεού δια του εμφυσήματός Του, δια της ενεργείας Του και θα επιστρέψη εκεί, «όθεν εξήλθεν».
Γι’ αυτό , όταν δεν έχουμε θείαν παρηγορίαν, νοιώθουμε κενό μέσα στην ψυχή μας, γιατί η ψυχή δεν επαναπαύεται με τίποτα, αφού όλα τα υλικά πράγματα είναι ξένα προς την φύσι της. Όταν όμως η ψυχή του ανθρώπου οικιωθή μετά του Θεού δια της προσευχής και της εναρέτου ζωής, τότε ευφραίνεται, τότε νιώθει σιγουριά, τότε αισθάνεται τον Θεό μέσα της.
Η υπόθεσις της αιωνίου ζωής δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσον επιπόλαια, διότι εάν μετά από λίγες στιγμές φύγουμε από την ζωή, θα βρεθούμε οριστικά και θετικά μπροστά στην αιωνιότητα. Είναι παιχνίδι να αντιμετωπίσουμε τον φοβερό θάνατο; Να αντιμετωπίσουμε τους δαίμονες; Να αντιμετωπίσουμε ολοφάνερα και κατάματα το ποινικό μας, που κάθε άνθρωπος έχει έναντι του θεού και να δούμε απαριθμούνται όλα τα αμαρτήματά μας με πάσαν λεπτομέρειαν; Κι ότι έχουμε αυτήν την αμαρτωλότητα, που καν δεν την γνωρίζουμε πόση είναι; Είναι παιχνίδι να αντιμετωπίσουμε την άνοδόν μας προς τον Κριτή, να αντιμετωπίσουμε τα τελώνια; Πώς θα δούμε τον Κύριο κατάματα; Έχουμε το θάρρος; Η συνείσησίς μας μας ενθαρρύνει; Μας δίνει το κουράγιο και την πληροφορία; Όχι. Ο πρώτος είμαι εγώ που δεν την έχω!
Δεν θα μπορούμε να κοιτάξουμε τον Κύριο κατάματα. Θα κατεβάσουμε τα μάτια μας από εντροπή, διότι δεν κάναμε το θέλημα του θεού. Τον χιτώνα τον λευκόν ,που πήραμε εις το Άγιον Βάπτισμα, τον λερώσαμε. Άραγε όμως τον ξεπλύναμε με τα δάκρυα, χύσαμε δάκρυα μετανοίας, αλλάξαμε ζωή, ζήσαμε με καθαρότητα; Μηδαμώς. Εκεί που λέμε ότι κάτι κάνουμε, εκεί πάλι πέφτουμε στον βούρκο!
Θα πρέπει με όλη την δύναμι της ψυχής μας να τα βάλουμε κάτω και να σκεφθούμε: «Τι γίνεται τώρα; Ποιό είναι το θέμα της σωτηρίας; Τί είναι η ψυχή μου; Η ψυχή μου είναι αθάνατη και μπορεί να φύγω μέσα σε στιγμές. Και μετά τι γίνεται; Μετά ακολουθεί η κρίσις. Και μετά την κρίσι, ποια θα είναι η απόφασις του θεού; Ή στο φως ή στο σκότος. Ή μετά του Θεού αιωνίως ή μετά του διαβόλου αιωνίως. Ή στον Παράδεισο ή στην κόλασι μέσα σε λεπτά!»…
… Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσουμε για την ψυχή μας, για το «ενός έστι χρεία». Να μεριμνάμε συνέχεια πώς θα καθαρίσουμε την καρδιά μας , πώς θα καθαρίσουμε τον νου, θα καθαρίσουμε το σώμα, θα απαλλάξουμε την συνείδησί μας από τα δεσμά τα αόρατα της αμαρτίας. Και τότε, Χάριτι Θεού, θα πετύχουμε το «ενός έστι χρεία» και τότε πράγματι δια του θανάτου θα περάσουμε στον Ουρανό…

Από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
(ΟΜΙΛΙΑΙ)
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
2005





Ο αγώνας στην προσευχή




Ω Πνεύμα Άγιο, αιώνιε Βασιλιά
που δίνεις την αιώνια ζωή,
επίβλεψε με το αμέτρητο έλεός σου
στις αδυναμίες της φύσεώς μας.
Φώτισέ μας και αγίασέ μας.
το φως της γνώσεώς σου
ας λάμψει στις σκοτισμένες καρδιές μας,
και στα πήλινα σκεύη της φύσεώς μας
φανέρωσε την ακατανίκητη δύναμή σου.

Η προσευχή είναι μια ατέλειωτη δημιουργία, υπέρτατη τέχνη. Επανειλημμένα λαβαίνομε πείρα μιας ενσυνείδητης κινήσεως προς τα πάνω, προς το Θεό, που σαν επακόλουθο έχει την κάποια απομάκρυνσή μας από το φως του. Πότε- πότε αισθανόμαστε την ανικανότητα του νου μας να υψωθεί σ’ αυτόν. Υπάρχουν στιγμές που αισθανόμαστε τον εαυτό μας σε κατάσταση παραφροσύνης . «Μου έδωσες, Κύριε, την εντολή της αγάπης, αλλά δεν υπάρχει μέσα μου δύναμη γι’ αγάπη. Έλα και κάνε πραγματικότητα σ’ εμένα όσα συ μου παρήγγειλες, γιατί η εντολή σου είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Ο νους μου είναι τόσο ανίσχυρος να σε αντιληφθεί. Το πνεύμα μου δεν μπορεί να δει μέσα στα μυστήρια της βουλήσεώς σου. Οι μέρες μου περνούν σ’ ένα ατέλειωτο αγώνα. Βασανίζομαι από το φόβο μήπως σε χάσω εξαιτίας των εσωτερικών κακών σκέψεών μου».
Μερικές φορές η προσευχή φαίνεται να χαλαρώνει και τότε κραυγάζουμε: «Τάχυνον επ’ εμέ ο Θεός». Αλλ’ εάν δεν απομακρυνθούμε από το κράσπεδο του ιματίου του, η βοήθεια θα έλθει. Είναι ζωτικό να ζούμε «εν τη προσευχή» για να μπορέσουμε να αντιδράσουμε με σθένος στην καταστρεπτική επίδραση του έξω κόσμου.
Η προσευχή δεν μπορεί ν’ αποτύχει να αναζωογονήσει τη θεία πνοή, που ο Θεός ενεφύσησε στον Αδάμ, με τη δύναμη της οποίας ο Αδάμ έγινε «ψυχή ζώσα» (Γεν.2,7) . Τότε το αναγεννημένο πνεύμα μας θα θαυμάσει το ύψιστο μυστήριο του ‘Οντος και οι καρδιές μας θα ηχήσουν τον ψαλμικό ύμνο των θαυμαστών έργων του Κυρίου. Θα κατανοήσουμε την έννοια των λόγων του Κυρίου: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» ( Ιωάν. 10,10 ) .
Αλλά αυτή η ζωή είναι γεμάτη παράδοξα, όπως και όλη η διδασκαλία του Ευαγγελίου. «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην , και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» ( Λουκ. 12,49) . Αν δεν περάσουμε μέσα απ’ αυτή τη φωτιά και δεν κατακαύσουμε τα πάθη που έχουμε ένεκα της πτώσεως της φύσεώς μας, δεν θα δούμε τη φωτιά να μεταμορφώνεται σε φως. Γιατί δεν έρχεται το φως πρώτο, αλλά η φωτιά. Στην κατάσταση της πτώσεως, η φωτιά προηγείται από το φως.
Ας δοξάσουμε επομένως το Θεό γι’ αυτό ,την καταστρεπτική φωτιά. Δεν γνωρίζομε εξ ολοκλήρου αλλά μόνον «εκ μέρους» ( Α΄Κορ. 13,9) ότι δηλαδή δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας τους θνητούς να γίνομε «υιοί αναπαύσεως» ( Λουκ. 20,36 ) να βασιλέψουμε με το Χριστό. Όμως όσο οδυνηρή και αν είναι αυτή η αναδημιουργία, όσο απελπιστική και σπαρακτική η πορεία και γεμάτη αγωνία, είναι πράγματι ευλογημένη. Η πολυμάθεια απαιτεί μακρά εργασία, αλλά η προσευχή είναι σε πολλαπλάσιο βαθμό δυσκολότερη να γίνει κτήμα μας…

….…Όταν τα Ευαγγέλια και οι Επιστολές γίνουν για μας πραγματικότητα, βλέπομε πόσο αφελείς ήταν οι μέχρι τώρα θέσεις μας για το Θεό και για την «εν αυτώ» ζωή μας. Τόσο πολύ η πραγματικότητα υπερέχει από τη γνώση του ανθρώπου. «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» ( Α΄Κορ. 2,9 ) . Ακόμα και ένας ψίθυρος του Θείου, είναι δόξα, πέρα από κάθε σύγκριση, σε σχέση με κάθε περιεχόμενο της μακρά από το Θεό ζωής.
Στενός είναι ο δρόμος και γεμάτος αγκάθια και θλίψεις. Θα έχουμε πολλούς αναστεναγμούς στο δρόμο. Ο βασικός φόβος ο οποίος είναι «αρχή σοφίας» ( Ψαλμ. 111,10 ) θα κυριέψει τις καρδιές μας ,θα ανατρέψει ολόκληρο το είναι μας εξωτερικεύοντάς το, για να συγκεντρώσει την προσοχή σ’ αυτά που συμβαίνουν μέσα μας. Ανίκανοι ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό στεκόμαστε για λίγο τρομαγμένοι. « Προάγων ο Ιησούς τους μαθητάς… αυτοί εθαμβούντο και ακολουθούντες εφοβούντο» ( Μαρκ. 10,32 ) .
Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει τις θλίψεις αν θέλει να γεννηθεί σε μια νέα ζωή εν Θεώ, εάν θέλουμε να μεταμορφώσουμε το φυσικό μας σώμα σε πνευματικό σώμα. Όπως είπε ο Άγιος Παύλος: «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» ( Α΄Κορ. 15,44 ) . Μόνο η δύναμη της προσευχής υπερνικά την αντίσταση της ύλης και ελευθερώνει το πνεύμα από αυτό τον περιορισμένο και αδρανή κόσμο σε ανοικτούς χώρους που λάμπουν στο φως.
Το πνεύμα παραπλανάται από τις δοκιμασίες , οι οποίες επισυμβαίνουν στον αγώνα μας για προσευχή. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς την αιτία και το είδος τους. Μέχρι ότου μπούμε «εις το θυσιαστήριο του θεού» ( Ψαλμ. 72,17 ) , πολλές φορές θα δειλιάσουμε, επειδή δεν είμαστε βέβαιοι ότι τα έργα μας είναι αρεστά στον πανάγιο Θεό. Αφού δεν είμαστε απαλλαγμένοι από την αμαρτία, μπορούμε μόνο να σκεφτόμαστε ότι τα δικά μας σφάλματα είναι εκείνα που προκαλούν τις καταιγίδες που μαίνονται γύρω μας. Ο απόστολος Πέτρος υπενθύμισε στους πρώτους χριστιανούς ,που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, ότι «πνεύμα δόξης» ( Α’ Πετρ. 4,14 ) επεκάθισε σ’ αυτούς. ‘Ένα πράγμα όμως είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι θα έλθει η ώρα ,που όλες οι δοκιμασίες και οι ταραχές θα εξαφανιστούν στο παρελθόν. Τότε θα δούμε ότι οι πιο οδυνηρές περίοδοι της ζωής μας ήταν οι πιο καρποφόρες και θα μας συνοδεύουν πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου και θα γίνουν θεμέλια της βασιλείας «μη σαλευόμενα» ( Εβρ. 12,28 ) .
Ο παντοδύναμος Θεός μας κάλεσε από την ανυπαρξία . Εκ φύσεως είμαστε άδειοι ,παρ’ όλα αυτά όμως περιμένομε από το Θεό να μας σέβεται και να μας υπολογίζει. Ξαφνικά ο Παντοδύναμος αποκαλύπτει τον εαυτό του με άπειρη ταπεινότητα. Το όραμα υπερχειλίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας και από ένστικτο υποκλινόμαστε με λατρεία. Ακόμα και αυτό δεν φαίνεται αρκετό, αλλά οπωσδήποτε όσο περισσότερο προσπαθούμε να ταπεινώσουμε τον εαυτό μας μπροστά του, ακόμα υστερούμε μπροστά στην ταπείνωσή του.
Η προσευχή σ’ αυτόν το Θεό της αγάπης και της ταπεινώσεως υψώνεται από τα βάθη της υπάρξεώς μας. Όταν η καρδιά μας γεμίσει με αγάπη για το Θεό, είμαστε εξ ολοκλήρου ενημερωμένοι ότι βρισκόμαστε κοντά του, αν και γνωρίζομε πολύ καλά ότι είμαστε «σποδός» ( Γεν. 3,19 ) . Όμως στο ορατό σχήμα της φύσεώς μας ο αθάνατος Θεός περιέγραψε την εικόνα της αόρατης υπάρξεώς του, και έτσι αντιλαμβανόμαστε την αιωνιότητα. Με την προσευχή εισερχόμαστε στη Θεία ζωή, και ο Θεός προσευχόμενος μέσα μας είναι η αδημιούργητη ζωή, η οποία μας διαπερνά… ]


Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου




Τα πρώτα γυμνάσια



Βλέποντας ο Γέροντας την υπερβολική φλόγα του νέου δοκίμου και την δίψα για προσευχή, μεθοδευόταν τρόπους, αφ’ ενός να του αυξήση το τάλαντο και αφ’ ετέρου, να τον προφυλάξη από το δαιμονικό πάθος της επάρσεως.
Ένας τρόπος για να τον κρατήση στην ταπεινοφροσύνη, ήταν και ο εξής: του συμπεριφερόταν με πολλήν αγένεια˙ αντί να τον καλή με τ’ όνομά του , συνήθιζε να του λέη: « Έλα ρε…» . Και ο Χαράλαμπος (όπως μου έλεγε ο ίδιος), από μέσα του έλεγε: « Ρε; Τι ρε; Όνομα δεν έχω; Τι ευγένεια είναι αυτή; Εδούλευα με κοσμικούς στην Νομαρχία και ποτέ έτσι γλώσσα δεν άκουσα. Πάντα στον πληθυντικό. Τι γίνεστε κ. Γαλανόπουλε;- σας ευχαριστώ-σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ένα ευχαριστώ, ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι εδώ πέρα». Και συνέχισε:
« Όμως οι λογισμοί αυτοί δεν ξέφευγαν του χαρισματούχου Γέροντά μου, ο οποίος με περιλάμβανε στην συνέχεια λέγοντας: « Ώστε στον κόσμον ήσουν αγωνιστής , ε; ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες˙ ήσουν έξυπνος, εργατικός, τίμιος… . Και απ’ όλα αυτά , τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα σωρό κενοδοξίαν, εγωισμόν, αυτοπεποίθησιν. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι, δεν είναι καλά, ε;». Πραγματικά, μ’ αυτά τα απλά, χαριτωμένα μαθήματα του Γέροντά μου, δεν άργησα να καταλάβω ότι, παρ’ όλον που ήμουν πράγματι αγωνιστής στον κόσμον, όμως με το να εισπράττω επαίνους και κολακείες, χωρίς να το καταλάβω παραφορτώθηκα με κενοδοξίαν».
Ο Χαράλαμπος όμως με την φυσικήν ταπείνωσιν και απλότητα, σε συνδυασμό και με το σπάνιο αγωνιστικό φρόνημα που τον διέκρινε, δεν άργησε να βάλη στον εαυτό του την σωστή ταξινόμηση. Ο Γέροντάς του και όταν αργότερα τον προήγαγε σε μεγαλόσχημο μοναχόν, αλλά και ιερέα για τις λειτουργικές ανάγκες της συνοδείας, και πάλιν συνέχισε με την ίδια γλώσσα να τον μεταχειρίζεται. Συγχρόνως όμως με την πνευματικήν πρόοδον του Χαράλαμπου , ανάλογη ήταν και η μεταχείρισις.
«Θυμάμαι, λέει πάλιν ο ίδιος, όταν κάποτε τρώγαμε στην τράπεζα, ανοίγαμε κάποια πνευματική συζήτησι. ΟΙ άλλοι πατέρες αντάλλασσαν τις ιδέες τους˙ εγώ μόλις πήγαινα να λάβω τον λόγον, πετιόταν ο Γέροντάς μου απότομα: “ Σουτ” (μη μιλάς) . Περνούσε λίγη ώρα , τύχαινε στην συζήτησιν κάτι που μπορούσα κι εγώ να πω, μια σωστή λύσι, μια γνώμη, κι όμως πάλιν ο Γέροντάς:
“ Σουτ, είπαμε˙ μη μιλάς”.
Ένας λογισμός μου έλεγε- “Ε, Γέροντα, εμένα σε μεγάλη ανυποληψία μ’ έχεις”. Όμως δεν αργούσα να την καπακώσω με άλλο λογισμό: “Ξέρει ο Γέροντας τι κάνει˙ αυτό είναι το σωστό”».
Όταν όμως και αυτά τα μαθήματα δεν άργησε να μάθη ο Χαράλαμπος, τότε ο σοφός Γέροντάς του, τι μεθοδεύτηκε; Βρίσκοντας κάποιαν μικροαφορμή , αντί να βρίση τον ίδιον, που ήδη το είχε ξεπεράσει, αρχίζει στο εξής να τα βάζει με τους δικούς του, και μάλιστα με τον πατέρα του, που ήδη απήλθε στην άλλη ζωή.
Ακούοντας αυτά ο αθλητής , αρχίζει πάλιν να σκοντάφτη και μέσα του να σκέφτεται με παράπονο: « Ε, όχι κι έτσι. Νεκρός ο πατέρας μου και ν’ ακούη λόγια! Ε, τούτο δεν το ανέχομαι». Κι όμως πάλιν στρεφόταν στον εαυτόν του και τον έπειθεν, ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον Γέροντά του.
Ο Γερο-Αρσένιος συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέγη για τον ανεψιόν του π. Χαράλαμπον:
«Περνούσαν πολλοί από κοντά μας τους περιλάμβανε ο Γέροντας και μετά μου έλεγε: “ Σφίγγω λίγο τον ένα φεύγει, σφίγγω τον άλλο, αρρωστά”. ΄Όταν όμως ήλθεν ο Χαράλαμπος , τότε μας λέει: “Ε, τούτου δώσ’ του ξύλο και σηκώνει”».
«Κι όμως, λέγει ο Γέροντας, μια φορά ετόλμησα να στήσω το θέλημα, αλλά την άρπαξα γερή και πέρασα ένα μάθημα που το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, για να καταλάβω τί σημαίνει “κάλλιον χίλιες φορές το στραβό του Γέροντα”. Επισκευάζαμε τα καλυβάκια μας στην Νέα Σκήτη. Οι άλλοι πατέρες της συνοδείας μας, συμφώνησαν με τον Γέροντα για μια δαπανηρή παραγγελία , χωρίς να με ρωτήσουν. Εγώ επειδή ήξερα από τον κόσμον από οικοδομικά, διαπίστωσα ότι θα πετάξουμε λεφτά άδικα. Τρέχω στον Γέροντα να προλάβω το σφάλμα , προς το κοινόν συμφέρον. Τι όμως νομίζετε ότι έγινε; Με περιλαμβάνει χωρίς καμμία συζήτησι και με έλουσε κυριολεκτικά με ένα σωρό κατσάδες , βρισιές και μ’ έδιωξε σαν σκυλί. Φεύγω με κατεβασμένο κεφάλι αλλά δεν το βάζω κάτω˙ λέω μέσα μου: “Καλά, καλά˙ ευχαριστώ για τις κατσάδες, αλλά αύριο που θα πετάξης στον κατήφορο ένα σωρό λεφτά, τότε τα ξαναλέμε”.
Πράγματι τα ξανάπαμε, αλλά και πάλιν εγώ το χρεώθηκα. Αφού έφθασαν όλα τα υλικά και όπως πράγματι το υπολόγισα, ήταν ακατάλληλα, τα πετάξαμε στην αποθήκην. Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες και μας χρειάστηκαν για μιαν άλλην δουλειά που ανοίξαμε, και μάλιστα με τόσην ακρίβεια σαν να κάναμε ειδικήν παραγγελία. Ε, τότε με το δίκαιό του ο Γέροντας με περίλαβε και μου ‘κανε και ένα γερό μάθημα».


ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»



Το κοινωνικό πρόβλημα : Πρόβλημα Αγάπης και Εγκράτειας



Στον Μακάριο Αιγύπτιο έστειλαν κάποτε ένα τσαμπί φρέσκα σταφύλια, που τα είχε πολύ επιθυμήσει, Εκείνος όμως, δείχνοντας εγκράτεια, έστειλε τα σταφύλια σε ένα αδελφό Μοναχό που ήταν άρρωστος και που κι αυτός είχε την ίδια επιθυμία. Αλλά και αυτός κρύβοντας την εγκράτειά του, έστειλε τα σταφύλια σε άλλον αδελφό, δηλώνοντας ότι του είχε κοπεί η όρεξη για φαγητό. Το ίδιο όμως έκαμε και ο τρίτος αδελφός ,αν και λαχταρούσε πολύ να δοκιμάσει σταφύλια.
Τα σταφύλια έτσι έκαναν ένα γύρο σε πολλούς αδελφούς και ο τελευταίος τα έστειλε στον Μακάριο, θέλοντας να κάνει ένα μεγάλο δώρο στον Άγιο.
Όταν ο Μακάριος πήρε ξανά τα σταφύλια, κατάλαβε το τι ακριβώς είχε συμβεί και θαύμασε, ευχαρίστησε δε τον Χριστό για την εγκράτεια των αδελφών. Τελικά ούτε κι αυτός άγγιξε τα σταφύλια» ( Παλλάδιος. PG 34, 1050-51 ) .

Τα σταφύλια της αγάπης και της εγκράτειας ! Τι να θαυμάσει κανείς , την αγάπη ή την εγκράτεια των Αγίων; Η αγάπη, σαν χρυσή κλωστή κυκλώνει όλους τους ανθρώπους και η θαυματουργική δύναμη της εγκράτειας συντελεί στην επάρκεια των αγαθών.
Ο δικός μας κόσμος είναι εντελώς αντίθετος από τον κόσμο των Αγίων. Σε μας, ο εγωισμός και η πλεονεξία διαιρεί και διαχωρίζει τους ανθρώπους σε πλούσιους και πτωχούς, σε έχοντες και στερούμενους. Η βουλιμία και η ακράτεια προκαλούν την έλλειψη και την ανεπάρκεια των αγαθών. Ο απόστολος Παύλος περιέγραψε πολύ χαρακτηριστικά την κατάσταση αυτή: «ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει και ο σπείρων επ’ ευλογίας επ’ ευλογίας και θερίσει» ( Β΄ Κορ. θ΄6 ) . Στη σύγχρονη ανθρωπότητα, πολλοί στερούνται τα στοιχειώδη υλικά αγαθά, γιατί τα εξαντλεί η βουλιμία και η ακράτεια των ολίγων. Τα άφθονα υλικά αγαθά της εποχής μας δεν επαρκούν για όλους τους ανθρώπους, γιατί οι ολίγοι τα κρατούν για τον εαυτό τους. Και όταν κάτι το κρατάς μόνο για τον εαυτό σου, όσο πιο πολύ και αν είναι αυτό, δεν φθάνει ούτε για σένα τον ίδιο. Η ανεπάρκεια των υλικών αγαθών δεν είναι πρόβλημα οικονομικό όσο πνευματικό. Στέρεψε η αγάπη και αυξήθηκε η πλεονεξία και η βουλιμία των ολίγων. Το κοινωνικό πρόβλημα της εποχής μας είναι καθαρά πνευματικό. Πρόβλημα έλλειψης αγάπης και εγκράτειας.

+ Μητροπολίτου Αχελώου
ΕΥΘΥΜΙΟΥ (Κ. ΣΤΥΛΙΟΥ)



Ταπεινοφροσύνη


Ο αββάς Πιστός άρχισε μια διήγηση , λέγοντας:
- Ξεκινήσαμε κάποτε μια συντροφιά από εφτά αναχωρητές, , να πάμε στον αββά Σισώη, που έμενε στο νησί του Κλύσματος, και να τον παρακαλέσουμε να μας πει κάποιο λόγον ωφέλιμο για την ψυχή μας. Κ’ εκείνος μας είπε:
- Συγχωρέστε με , που εγώ, καθώς είμαι αμόρφωτος , δεν έχω τίποτε να σας πω. Αλλά θα σας πω για τον αββά Ωρ και τον αββά Αθρέ, που πήγα κάποτε να τους επισκεφτώ. Ο αββάς Ωρ ήταν άρρωστος επί δεκαοχτώ ολάκερα χρόνια . Και, πηγαίνοντας τους έβαλα μετάνοια, παρακαλώντας τους να μου πούνε λόγο πνευματικό. Και μου λέει ο αββάς Ωρ:
- Τι να ‘χω να σου πω εγώ; Πήγαινε, κι ό,τι βλέπεις πράξε. Ο Θεός ανήκει σ’ εκείνον που είναι πλεονέχτης στα πνευματικά και σε όλα βιάζει τον εαυτό του.
Ο αββάς Ωρ κι ο Αββάς Αθρέ δεν ήταν από τα ίδια μέρη, αλλά μονοιάσανε τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να μείνουν αχώριστοι ως το θάνατο. Ο αββάς Αθρέ είχε μεγάλην υπακοή, κι ο αββάς Ωρ μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Έμεινα , λοιπόν, μερικές μέρες κοντά τους, προσπαθώντας να ιδώ τις αρετές τους, κ’ είδα ένα θαυμαστό σημείο , που έκαμε ο αββάς Αθρέ. Κάποιος δηλαδή τους έφερε ένα μικρό ψάρι, κι ο αββάς Αθρέ θέλησε να μαγειρέψει για τον Γέροντα, τον αββά Ωρ. Κρατούσε το μαχαίρι κ’ έκοβε το ψάρι, όταν τον κάλεσε ο αββάς Ωρ, λέγοντας:
- Αθρέ, Αθρέ!
Κι εκείνος άφησε το μαχαίρι, έτσι όπως το ‘χε, μέσα στο ψάρι., δίχως να κόψει το υπόλοιπο , κ’ έτρεξε αμέσως στον Γέροντα! Κ’ είδα και θαύμασα τη μεγάλην υπακοή του, γιατί δεν είπε: « περίμενε μια στιγμή, να κόψω το ψάρι». Κ’ είπα τότε στον αββά Αθρέ:
- Πού βρήκες αυτή την υπακοή;
- Δεν είναι δική μου αυτή η υπακοή, μου απαντά, μα είναι του Γέροντα.
Με τράβηξε λίγο παράμερα μετά, και μου λέγει:
- Έλα να ιδείς και μόνος σου τη μεγάλην υπακοή του.
Και παίρνει ένα κομμάτι ψάρι να το ψήσει, και το ‘καψε λίγο, επίτηδες. Το έδωκε ,λοιπόν , στον Γέροντα, κ’ εκείνος το ‘φαγε δίχως να πει τίποτε. Στο τέλος τον ρωτά:
- Καλό ήταν, Γέροντα;
- Πολύ καλό, απάντησ’ εκείνος.
Ύστερα του έφερε το άλλο ψάρι, πολύ καλά ψημένο, και του λέει:
- Αυτό το έκαψα λίγο, Γέροντα.
- Ναι, το ‘καψες λίγο, είπε ο Γέροντας.
Και μου λέει τότε ο αββάς Αθρέ:
- Είδες που, καθώς σου έλεγα, η υπακοή είναι του Γέροντα;
Κ’ έφυγα τότε από κοντά τους. Και ό,τι είδα τις μέρες που έμεινα κοντά τους, προσπάθησα το κατά δύναμη να το φυλάξω και να του το εφαρμόσω.
Αυτά είπε στους εφτά αναχωρητές ο αββάς Σισώης και σιώπησε.
Ένας από μας τότε τον παρακάλεσε λέγοντας:
- Κάνε αγάπη , Γέροντα, και πες μας κ’ εσύ ένα λόγο.
Και κείνος μας είπε:
- Όποιος έχει το αψήφιστο, δηλ. την ταπεινοφροσύνη με τη σωστή γνώση, δίχως να ενδιαφέρεται για τιμές και τι θα πουν οι άλλοι γι’ αυτόν, αυτός εφαρμόζει όλα όσα λέει ο αγία Γραφή.
Ένας άλλος από μας τον ρώτησε:
- Τι είναι η ξενιτεία, Γέροντα;
Κ’ εκείνος απάντησε:
- Το να σιωπάς, λέγοντας μέσα σου: «δεν έχω δικό μου ούτε το παραμικρότερο πράγμα, σ’ όποιον τόπο κι αν βρεθώ», αυτό είναι η ξενιτεία.



Η εσωτερική ειρήνη


Απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και χιλιάδες ψυχές θα βρουν γύρω σου τη σωτηρία.

Η εσωτερική ειρήνη στην οποία αναφέρεται ο Σεραφείμ είναι η κατάσταση κατά την οποία το πνεύμα είναι γαλήνιο, δεν κλονίζεται από τους πειρασμούς, τη βιαιότητα, τις ταπεινώσεις και τις πληγές της ψυχής που είναι κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων.
Όσο για την εξωτερική ειρήνη, η οποία σχετίζεται με τα κοινωνικά προβλήματα της Ρωσίας την εποχή του Σεραφείμ, αυτή βρίσκεται μακριά από τη σκέψη του μοναχού. Ωστόσο ο ίδιος θα διαισθανθεί προφητικά τα τραγικά γεγονότα της επανάστασης του 1917. Το πρόσωπό του θα σκοτεινιάσει και τα δάκρυα θα τρέξουν στα μάγουλά του: «Η ζωή θα είναι σύντομη, είπε με αναστεναγμό. ΟΙ άγγελοι δεν θα προλαβαίνουν να μαζέψουν τις ψυχές» ( Ι. Γ. ) .
Υπάρχει, λοιπόν, από τη μια πλευρά η εσωτερική ειρήνη ,την οποία καλείται να κατακτήσει κάθε άνθρωπος καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια και από την άλλη πλευρά η εξωτερική ειρήνη- όπως η ειρήνη στην κοινωνία- για την οποία αρκεί να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους; Ασφαλώς όχι, Σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου η εσωτερική και η εξωτερική ειρήνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Ο στάρετς στέκεται στην εσωτερική ειρήνη ακριβώς επειδή καθοδηγείται από το φως του Ευαγγελίου. Διότι κάθε κακό που προξενεί ταραχή στον άνθρωπο πηγάζει από τα βάθη της ύπαρξής του: «γιατί από την καρδιά βγαίνουν πονηρές σκέψεις, φόνοι, μοιχείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες» ( Ματθ. 15, 19 ) . Η καρδιά του ανθρώπου είναι συνεπώς η εσωτερική πηγή από όπου πηγάζει το ποτάμι του κακού για να εξαπλωθεί στη συνέχεια στον εξωτερικό κόσμο.
Με τη διδασκαλία του ο γέροντας έδινε σε όσους τον επισκέπτονταν συγκεκριμένα όπλα για να πολεμήσουν κάθε είδους θλίψη και απογοήτευση:
Η ψυχή που έχει κυριευτεί από θλίψη χάνει κάθε καλή διάθεση, εξασθενεί και δεν μπορεί ούτε να δεχτεί μια συμβουλή από κάποιο φωτισμένο άνθρωπο ούτε να αποκριθεί με ηρεμία. Η θλίψη είναι ένα σκουλήκι που σιγοτρώει την καρδιά. Αυτός που έχει πολεμήσει τα πάθη του βγαίνει νικητής από τη θλίψη. Όμως εκείνος που παραμένει υποταγμένος σε αυτά δεν θα αποφύγει τον εναγκαλισμό με τη θλίψη… Όπως η φωτιά καθαρίζει τον χρυσό έτσι και το κατά Θεόν πένθος καθαρίζει την καρδιά του αμαρτωλού.
Για τις παθολογικές καταστάσεις όπως η στενοχώρια και η απογοήτευση υπάρχει θεραπεία και είναι η προσευχή, η αποχή από τις ανούσιες κουβέντες, η χειρονακτική εργασία στο μέτρο των δυνατοτήτων καθενός, η ανάγνωση του λόγου του Θεού και η υπομονή. Η αρρώστια αυτή γεννιέται από τη μικροψυχία, την οκνηρία και από τις ανώφελες συζητήσεις ( Β. Ι. ) .
Σύμφωνα με τα λόγια του μοναχού τα πάθη φιλοξενούν τη ρίζα των ασθενειών της ψυχής, καταστρέφουν τον άνθρωπο και αποσχηματίζουν μέσα του την εικόνα και την ομοίωσή του με τον Θεό. Από τη στιγμή που θα υποταχτεί τα πάθη ο άνθρωπος χάνει στην ουσία την ελευθερία του. Άλλωστε η λέξη πάθος έλκει τη ρίζα της από το «πάσχω» που σημαίνει υποφέρω.
Σήμερα αυτές οι παρεκκλίσεις προς τη θλίψη αντιμετωπίζονται ως ψυχικά νοσήματα ή εξετάζονται από ηθική άποψη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αναγκαιότητα μιας ιατρικής θεραπείας, που θα τα αντιμετωπίζει ως σύνθετες ψυχικές και πνευματικές ασθένειες των οποίων οι βλαβερές συνέπειες στερούν τον άνθρωπο από την εσωτερική του ελευθερία και τον κάνουν να ξεχνά ότι είναι άξιος να ακολουθήσει τη θέωση.
Επιμένοντας στη σημασία της εσωτερικής ειρήνης ο στάρετς δεν επιδιώκει να κλείσει τον άνθρωπο σε ένα χρυσό παλάτι από όπου θα μάχεται μόνος και απομακρυσμένος από τον κόσμο αλλά θέλει να βάλει τον άνθρωπο σε μια μάχη για την ειρήνη μέσα στον κόσμο και ακόμα περισσότερο μια μάχη για τη σωτηρία του κόσμου.
Τα πάντα εναπόκεινται στην απόκτηση της σωτήριας ειρήνης τόσο μέσα στην Εκκλησία όσο και στην κοινωνία μέσω της συγχώρεσης των αμαρτημάτων, της αποχής από την κατάκριση και της εσωτερικής γαλήνης που περικλείει όλα αυτά. Και ο ίδιος ο Σεραφείμ αφού κατάφερε να απαλλαχθεί από κάθε ίχνος βίας θέτει στην υπηρεσία των ανθρώπων την εσωτερική του ειρήνη ακόμα και μέσα από τον τάφο: « Όταν θα έχω πεθάνει, έλεγε, ελάτε στον τάφο μου και θα σας ανακουφίζω , η καρδιά σας θα βρει την ειρήνη» ( Β.Ι. ) .
Δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από την εν Χριστώ ειρήνη μέσω της οποίας αποκρούονται οι επιθέσεις των πνευμάτων από γη και αέρα. « Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές, με εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκοτεινού αυτού κόσμου, με τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς» ( Εφ. 6,12 ) .
Ο απόστολος Παύλος, τον οποίο επικαλείται εδώ ο Σεραφείμ, έζησε την τρομακτική εμπειρία να αντιμετωπίσει τα πνεύματα του κακού που εγκλωβίζουν στα δίχτυα τους τον κόσμο. Το να αρνούμαστε την ύπαρξη αυτών των υπερφυσικών πνευμάτων είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια σε μια από τις βασικές αιτίες του κακού που πλήττει την ανθρωπότητα μέσα σε αυτό τον απαράμιλλο αγώνα του αντιπάλου του Θεού, του Σατανά, με τον βασιλέα του κόσμου, τον Δημιουργό και το ίδιο το δημιούργημά του. Άλλωστε ο Μπωντλαίρ δεν έλεγε ότι η μεγαλύτερη δολιότητα του διαβόλου είναι να μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει;
Πώς όμως θα αποκτήσουμε την εσωτερική ειρήνη;

Ένας νουνεχής άνθρωπος κατευθύνει το πνεύμα στα εσώτερα της ύπαρξής του και ψάχνει βαθιά μέσα στην καρδιά του. Έτσι φωτίζεται από τη χάρη του Θεού και περιέρχεται σε μια κατάσταση γαλήνης και κάτι ακόμα περισσότερο: έχει γαλήνη επειδή υπάρχει μέσα του η ειρήνη αλλά είναι περισσότερο από γαλήνιος διότι τον επισκιάζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος (Β. Ι )

Ο μοναχός Σεραφείμ δεν σταματά να επαναλαμβάνει και να τονίζει ότι η απόκτηση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος είναι ο δρόμος για να κατοικήσει μέσα μας η ειρήνη. Όσοι ακολούθησαν το κίνημα του ησυχασμού δίδασκαν ότι μπορούμε μέσω της προσευχής να κάνουμε το πνεύμα να κυριαρχήσει στην καρδιά. Από τους πρώτους αιώνες οι ησυχαστές μοναχοί μέχρι και σήμερα πλήθος μοναχών και λαϊκών αφοσιώνονται σε αυτή την προσευχή στο όνομα του Ιησού που βρίσκει μέσα στην καρδιά τους πρόσφορο έδαφος.
Πρόκειται για την προσευχή που κάνει το όνομα του Ιησού- μια λέξη που φέρει την ιερή του παρουσία- να κατεβαίνει στα βάθη της καρδιάς, στον πυθμένα της ανθρώπινης ύπαρξης και να εκτοπίζει τα ακάθαρτα παράσιτα που φωλιάζουν εκεί και προξενούν ταραχή στη συνείδηση.
Η καρδιά δεν είναι στη σκέψη του Σεραφείμ απλώς ένα σαρκικό όργανο αλλά ένας μεταφυσικός τόπος , εκεί όπου παίρνουμε τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής, εκεί όπου ο χριστιανός διεξάγει τον αγώνα της πίστης.
Και ασφαλώς η απόκτηση της ειρήνης κάθε άλλο παρά άκοπη είναι καθώς αποτελεί κατάληξη εξαντλητικής μάχης:
Πρέπει να δεινοπαθήσεις για να αποκτήσεις την ειρήνη. Αυτός που θέλει να είναι αρεστός στον Θεό οφείλει να περάσει από δοκιμασίες.

Το κακό μεταδίδεται πολύ εύκολα. Και ο άνθρωπος τείνει «ευήκοον ους» στους πειρασμούς ή στις σειρήνες της ηδονής. Όμως εξίσου μεταδοτικό μπορεί να είναι και το καλό.

Όταν ένας άνθρωπος αποκτά την ειρήνη, μπορεί να διαχύσει στους γύρω του το φως που καταυγάζει το πνεύμα του.
“ π. Μιχαήλ Ευδοκίμωφ



Μνήμη αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου



Αποστολικό Ανάγνωσμα: Εβρ. 7,26-28, 8,1-2
Την Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, διαβάζουμε στη Θεία Λειτουργία το αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Το συγκεκριμένο ανάγνωσμα διαβάζεται στη μνήμη Ιεραρχών λόγω της αναφοράς του στην ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και είναι παρμένο από την προς Εβραίους Επιστολή.
Η προς Εβραίους Επιστολή είναι γραμμένη σε ανώτερη κοινή γλώσσα και δίνει περισσότερο την εντύπωση πραγματείας παρά επιστολής. Μέσα από την επιστολή αυτή βλέπουμε να υπάρχει μια ταυτότητα εμπειρίων μεταξύ της Παλαίας και της Καινής Διαθήκης. Βλέπουμε το πώς ο Θεός, μέσα απο αυτά που προηγήθηκαν στην Παλαία Διαθήκη, προετοίμασε το λαό του για την έλευση του Χριστού. Μπορούμε ακόμη να δούμε το πώς ερμηνεύεται χριστολογικά η Παλαιά Διαθήκη. Μέσα απο το συγκεκριμένο αποστολικό ανάγνωσμα βλέπουμε να γίνεται αναφορά στο αρχιερατικό αξίωμα του Κυρίου ο οποίος αποτελεί τον αληθινό μέγα αρχιερέα. Βλέπουμε ακόμη να τονίζεται η ανωτερότητα του Κυρίου και του ουρανίου θυσιαστηρίου έναντι του Ιουδαίου αρχιερέα και του επίγειου θυσιαστηρίου που βρισκόταν στον ιουδαϊκό ναό.


Στην αρχή του 7ου κεφαλαίου βλέπουμε να γίνεται αναφορά στην ιερωσύνη του Μελχισεδέκ, η οποία τελειώνει με μια τυπολογική σύγκριση μεταξύ του Χριστού και του Μελχισεδέκ. Τη σύγκριση αυτή την βρίσκουμε στον στίχο 4 του 109 ψαλμού οπού μας αναφέρει για τον ερχόμενο Μεσσία: «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Ο Μελχισεδέκ ήταν βασιλιάς της Σαλήμ και ιερέας του υψίστου Θεού. Ο Αβραάμ επιστρέφοντας απο τη νικηφόρα μάχη κατά των βασιλέων συνάντησε τον Μελχισεδέκ, ο οποίος τον ευλόγησε. Τόσο μεγάλος ήταν ο Μελχισεδέκ, ώστε ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο απ’ όλα του τα λάφυρα. Το όνομα Μελχισεδέκ σήμαίνει πρώτον «βασιλίας δικαιοσύνης» και δεύτερο «βασιλιάς ειρήνης». Για τον Μελχισεδέκ δεν γνωρίζει κανένας τον πατέρα ή την μητέρα του ή το γενεαλογικό του δένδρο, ούτε πότε γεννήθηκε ούτε πότε πέθανε. Παραμένει παντοτινά ιερέας και μοιάζει έτσι με τον Υίο του Θεού.
Η αρχιερωσύνη του Χριστού δεν μπορεί να συγκριθεί σύμφωνα με τους τύπους της Παλαίας Διαθήκης που χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία του Θεού. Οι αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης πρόσφεραν αιματηρές θυσίες ζώων για εξαγνισμό τόσο των δικών τους αμαρτιών όσο και για των αμαρτιών του λάου. Αντίθετα μ’ αυτούς ο Ιησούς Χριστός, βλέπουμε ότι πρόσφερε μια για πάντα τον εαυτό του ως θυσία για τη σωτηρία ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, το οποίο βρισκόταν κάτω από την αμαρτία. Η θυσία του Χριστού προσφέρθηκε μια για πάντα και απέδωσε πολύ περισσότερα από όσα δεν απέδωσαν όλες μαζί οι θυσίες των αρχιερέων.
Ο απόστολος Παύλος μας παρουσιάζει τον Θεό να ορκίζεται για τον Χριστό ότι θα είναι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Έτσι ο Χριστός γίνεται εγγυητής μιας ανώτερης διαθήκης και καταργούνται οι παλιές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Οι ιερείς στην Παλαία Διαθήκη γίνονταν χωρίς τέτοιον όρκο από μέρους του Θεού. Ο όρκος ο οποίος δίνεται εδώ από το Θεό δεν αθετείται αλλά δίνει ένα μεγαλύτερο κύρος στο ιερατικό αξίωμα του Χριστού. Μέσα λοίπον από αυτό το αίωνιο ιερατικό αξίωμα του Χριστού φαίνεται και η ωφέλεια για έμας τους ανθρώπους. Ο Χριστός επειδή παραμένει αιώνιος, σώζει για πάντα όσους πλήσιασουν το Θεό μέσω αυτού. Ζει αιώνια για να μεσιτέυει γι’ αύτους.
Τέτοιος λοιπόν αρχιερέας μας χρειαζόταν, που να είναι όσιος, δήλαδη χωρίς αμαρτίες, να είναι αγιασμένος από το Θεό, να λείπει από αυτόν η κλήση προς την αμαρτία για να μπορέσει να σώσει τους ανθρώπους. Να είναι άκακος δήλαδη να μην έχει κακία, πονηρία και μοχθηρία. Να είναι αμίαντος χωρίς δηλάδη το μίασμα της αμαρτίας. Μέσα από αυτούς τους χαρακτηρισμούς φαίνεται η καθαρότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Ο νόμος που υπήρχε εγκαθιστούσε αρχιερείς ανθρώπους μς ατέλειες. Ο όρκος όμως που δόθηκε μέτα το νόμο καθιστούσε αρχιερέα τον Υίο του Θεού, ο οποίος είναι και παραμένει αίωνιος. Ο αρχιερέας αυτός ανέβηκε στα ουράνια και κάθησε στα δεξία του θρόνου της μεγαλωσύνης του Θεού. Εκεί υπηρετεί στα άγια των αγίων και στην αληθινή σκηνή του μαρτυρίου την οποία κατασκέυασε ο Θεός και όχι ο άνθρωπος.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω βλέπουμε την ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού, έναντι της αρχιερωσύνης που είχαν οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης, στα εξής σήμεια: α) χάρη στην αιώνια ζωή του Χριστού έναντι αυτών οι οποίοι ήταν προσωρινοί, β) χάρη στην υπόσχεση του ιδίου του Θεού οτι θα είναι αιώνια αρχιερέας, ο Χριστός, όπως ο Μελχισεδέκ, ενω οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης δεν είχαν αυτη την υπόσχεση από μέρους του Θεού, γ) χάρη στην μοναδικότητα της θυσίας του Χριστού, ο οποίος πρόσφερε τη θυσία του εφάπαξ για όλους τους ανθρώπους, ενω οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης πρόσφεραν καθημερινά θυσίες, δ) χάρη στο ότι ο Χριστός έγινε λειτουργός της αληθινής σκηνής που θεμελιώθηκε από τον ίδιο τον Θεό ενώ οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης ήταν λειτουργοί της σκηνής που προεικονίζει την αληθινή σκηνή και θεμελιώθηκε από τους ανθρώπους και ε) χάρη στην προσφορά του ιδίου του εαυτού του Χρίστου ως θυσίας, ενώ οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης πρόσφεραν διάφορα ζώα ως θυσίες.
Οι λόγοι του σημερινού αποστολικού αναγνώσματος αναφέρονται στην εόρτη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου του οποίου τη μνήμη τιμά σήμερα η Εκκλησία μας. Η ζωή και το έργο το οποίο μας έχει αφήσει τόσο ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όσο και οι άλλοι άγιοι της Εκκλησίας βλέπουμε οτι αποτελούν πιστή έφαρμογη της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής.
Ο άγιος Ιωαννής ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια γύρω στο 354 μ. Χ. Ο πατέρας του όνομαζόταν Σεκούνδος και ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού της Συρίας. Η μητέρα του ονομαζόταν Ανθούσα και έμηνε χήρα σε ηλικία 20 χρονών, άφου λίγο χρόνο μέτα τη γέννηση του παιδιού της πέθανε ο άντρας της. Πάρολο το νεαρό της ηλικίας της δεν σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί αλλά αφοσιώθηκε στην ανατροφή και τη μόρφωση του παιδιού της. Ο Ιωάννης ήταν ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια κόντα στον διακεκριμένο διδάσκαλο Λιβάνιο. Τη μεγάλη του ευφυΐα επαινούσε και ο διδάσκαλος του ρήτορας Λιβάνιος, ο οποίος όταν ρωτήθηκε πρός τα τέλη της ζωής του ποιον θα άφηνε διάδοχό του, απάντησε: «τον Ιωάννη, αν δεν τον είχαν κλέψει οι χριστιανοί». Ακολούθως μεταβαίνει στην Αθήνα για συνέχιση των σπουδών του, όπου γνωρίζει το Μέγα Βασίλειο. Με το τέλος των σπουδών του εξασκεί για πολύ λίγο χρονικό δίαστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του διδασκάλου της ρητορικής και ακολούθως αποσύρεται στην έρημο της Αντιοχείας. Εκεί ασκήτευσε για έξι χρόνια. Στην αρχή κόντα σε κάποιον γέροντα για τέσσερα χρόνια και αργότερα μόνος του σε ένα σπήλαιο για δύο χρόνια.
Εκεί αρρώστησε από κάποια ασθένεια στα νεφρά και επιστρέφει στην Αντιόχεια. Το 381 σε ηλικία 34 ετών χειροτονείται δίακονος από τον Μελέτιο Αντιοχείας. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Φλάβιανο ο οποίος διαδέχθηκε το Μελέτιο στον θρόνο της Αντιόχειας. Κατά τη διαρκεία της ιερατικής του διακονίας ανέπτυξε όλα τα ψυχικά χαρίσματα που δίεθετε. Μιλούσε στα πλήθη της Αντιόχειας με πύρινο θείο ζήλο και ευγλωττία, σείοντας και συγκινώντας τις ψυχές τους.
Την περίοδο εκείνη είχε πεθάνει ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος και ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος πείθει τον βασιλία Αρκάδιο οτι ο Χρυσόστομος είναι ο καταλλήλοτερος για να αναλάβει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της πρωτέυουσας. Έτσι με κοινή ψήφο του βασιλία και του κλήρου χειροτονείται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπώλεως στις 15 Δεκεμβρίου του 397. Από τη θέση του αυτή συνέχισε να ερμηνευεί την Αγία Γραφή, να είναι ασκητικός και να γυρίζει σε όλους τους ναούς της βασιλεύουσας κάνοντας ομιλίες. Ελέγχει και στηλιτεύει κάθε παρανομία και κακία χωρίς φόβο. Αυτό έγινε αιτία να δημιουργήσει αρκετούς εχθρούς, μέχρι και την ίδια την αυτοκράτειρα Ευδοξία την οποία ήλεγχε συχνά για την συμπεριφορά της. Το 403 η αυτοκράτειρα Ευδοξία συγκαλεί σύνοδο με 36 επισκόπους στο χωριό Δρυ της Χαλκηδόνας και καθαιρεί και εξορίζει τον Χρυσόστομο. Η απόφασή της αυτή εξοργίζει τα πλήθη και έτσι αναγκάζεται να τον ανακαλέσει η ίδια από την εξορία και να τον αποκαταστήσει ξανά και πάλι στον θρόνο του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Χρυσόστομος την ελέγχει και πάλι για ένα άγαλμα αργυρό που παρίστανε την Ευδοξία και στήθηκε στην πλατεία της γερουσίας απέναντι του καθεδρικού ναού. Εκεί γίνονταν πανηγύρεις που είχαν ειδωλολατρικό χαρακτήρα. Το 404 τον εξορίζει για δεύτερη φορά στο χωριό Κουκουσό που βρίσκεται στα σύνορα της Καππαδοκίας με την Αρμενία. Από εκεί συνέχισε με επιστολές να παρηγορεί και να στηρίζει το ποίμνιο του. Από την Κουκουσό μεταφέρεται στα Κόμανα του Πόντου όπου μετά από πολλές κακουχίες και ταλαιπωρίες πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ. Η Εκκλησία, λόγω της μεγάλης εορτής της Υψώσεως του Τίμιου Σταυρού, μετέφερε την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου. Επίσης στις 27 Ιανουαρίου εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του, ενώ στις 30 Ιανουαρίου, ο άγιος Ιωάννης εορτάζει μαζί με τους άλλους δύο μεγάλους Ιεράρχες, Μέγα Βασίλειο και Γρηγόριο Θεολόγο.
Ο ιερός Χρυσόστομος είναι από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός σύγγραφεας. Αυτό φαίνεται από δύο λόγους: α) το μεγάλο όγκο των έργων του που ευτυχώς μας έχουν διασωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος, β) τη ποιότητα των έργων του από απόψεως γλώσσας, περιεχομένου και έκφρασης. Το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Χρυσοστόμου αποτελείται από ομιλίες, ενω το υπόλοιπο από πραγματείες και επιστολές.