Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Το Γεροντικό

Η εποποιία του αιγυπτιακού αναχωρητισμού -η δημιουργία δηλαδή του μοναστικού κινήματος- καταγράφεται σε αρκετές πηγές της εποχής: Βίος και πολιτεία του οσίου Αντωνίου, Λαυσαϊκή Ιστορία, Η Κατ’ Αίγυπτον των μοναχών Ιστορία, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευαγρίου και άλλων και στα Αποφθέγματα Γερόντων. Αυτό το τελευταίο, που είναι πιο γνωστό ως Γεροντικόν ή Πατερικόν, περιγράφει γλαφυρά τον βίο των πρώτων μοναχών και άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή σε σύγχρονους και μεταγενέστερους, μετά φυσικά από τον βίο του Αντωνίου, που έγραψε ο αγ. Αθανάσιος. Το Γεροντικόν πήρε την μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα στις αρχές του 5ου αιώνα. Είναι η εποχή που οι συνεχείς βαρβαρικές επιδρομές κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τις κοινότητες της αιγυπτιακής ερήμου και εξανάγκασαν τους αββάδες που επέζησαν να αναζητήσουν στην Παλαιστίνη και το Σινά μέρος για να ησυχάσουν. Για να μην χαθεί η παράδοση που είχε στο μεταξύ δημιουργηθεί, συντάχθηκε το Γεροντικό. Το έργο γράφτηκε εξ αρχής στα Ελληνικά, παρότι οι γέροντες, φτωχοί αγρότες στην πλειοψηφία τους, μιλούσαν Κοπτικά. Αμέσως όμως εκπονήθηκε πλήθος μεταφράσεων, γεγονός που δηλώνει και την σημασία του έργου. Το Γεροντικόν δεν είναι συστηματικό βιβλίο. Αποτελείται από σύντομα κείμενα, τα οποία συνήθως περιγράφουν κάποιο περιστατικό ή αποτυπώνουν την διδασκαλία ενός γέροντα, και είναι ταξινομημένα αλφαβητικά κατά το όνομα του αββά στον οποίο αναφέρονται. Η πηγή τους είναι η λαύρα της Σκήτης, οπού φαίνεται ότι αποτελούσε μια κοινότητα με απόλυτη συνείδηση της μοναδικότητάς της όχι μόνο σε σχέση με τους κοσμικούς, αλλά και σε σχέση με τις άλλες μοναστικές κοινότητες. Καθώς το ένα απόφθεγμα διαδέχεται το άλλο, παραδίδεται η ιστορία του μοναχισμού της περιοχής. Μια ιστορία μικρογεγονότων, που δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω από την εξιστόρηση των σχέσεων των αββάδων μεταξύ τους, με τους μαθητές τους, με τις γειτονικές μοναστικές κοινότητες, με τους επισκέπτες τους, με τον κόσμο. Αυτό που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το Γεροντικό είναι η λιτότητα της έκφρασης: Εδώ δεν θα βρείτε τις περίτεχνες ρητορικές περικοκλάδες των μεταγενέστερων αγιολογικών κειμένων. Απουσιάζουν πλήρως οι περιττές περιγραφές, ο ευσεβισμός, τα προσχήματα, ο πουριτανισμός. Η απαντήσεις των αββάδων στο σύνηθες αίτημα “πες μου λόγο” είναι άμεσες, σαφείς, καθαρές, ευθείες. Τσεκουράτες. Οι διδασκαλίες τους δεν αφορούν ποτέ δογματικά ή άλλα θεωρητικά ζητήματα. Οι γέροντες αρνούνται να ασχοληθούν με αυτά. Μιλάνε μόνο για πρακτικά θέματα, της ψυχής, για την καθημερινότητά τους, τους πειρασμούς και τα πάθη τους. Έχοντας απόλυτη συνείδηση της πολυπλοκότητας και της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου, αποφεύγουν να θέτουν γενικούς κανόνες, αλλά πάντα κατά περίπτωση αποφαίνονται. Δεν είναι ασύνηθες ένας γέροντας να λέει εντελώς διαφορετικά πράγματα από κάποιον άλλον. Η πρόθεση και ο στόχος είναι το ενοποιητικό στοιχείο. Όμως εξαιτίας αυτής της ποικιλίας μπορεί να βρει ο καθένας αυτό που τον αφορά πιο πολύ. Να μια τέτοια ιστορία: Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ματώη: “Τι να κάνω που η γλώσσα μου με στεναχωρεί γιατί, όταν βρίσκομαι μαζί με άλλους ανθρώπους, δεν μπορώ να την συγκρατήσω, τους κατακρίνω και τους ελέγχω για κάθε καλή πράξη; Τι να κάνω;” Και ο γέροντας αποκρίθηκε: “Αν δεν είσαι κύριος του εαυτού σου, ζήσε καταμόνας, γιατί αυτό είναι αρρώστια. Όποιος μένει με άλλους οφείλει να μην είναι τετράγωνος αλλά στρογγυλός, για να κυλάει προς όλους”. ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ο ΜΕΓΑΣ Αρσένιος, λέγουν οι βιογράφοι του, ύψωνε τα χέρια του, σαν άλλος Μωϋσής, στην προσευχή, ενώ ο ήλιος έδυε πίσω του και τα κατέβαζε, όταν έλαμπε πάλι στο πρόσωπο του. *** Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ενός Μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο Άγιος Επιφάνιος, ο Επίσκοπος Κύπρου, επισκέφθηκε κάποτε τον Άγιο και του είπε με κάποια ικανοποίηση: - Με την ευχή σου, Δέσποτα, δεν παραμελούμε τον κανόνα της προσευχής που μας έδωσες. Διαβάζομε με προθυμία την πρώτη ώρα, την Τρίτη, την έκτη και την ενάτη. - Και τις άλλες ώρες τί κάνετε; Ρώτησε με έκπληξι ο Άγιος Ιεράρχης. Δεν ασχολείσθε με την προσευχή; Τότε δεν είσθε Μοναχοί. Και βλέποντας την απορία του Ηγουμένου, εξήγησε: - Εκείνος που ανήκει στην τάξι του Μοναχού έχει καθήκον ν’ ασχολήται διαρκώς με την προσευχή και την ψαλμωδία. Ο προφήτης Δαυίδ, αν και βασιλιάς μαζί και πολεμιστής, το βράδυ προσευχόταν, τα μεσάνυχτα σηκωνόταν από το στρώμα του – το ομολογεί ο ίδιος – για να δοξολογήσει μαζί με τους Αγγέλους το Θεό. Πριν από τα ξημερώματα τον βρίσκομε ακόμη να δέεται. Μόλις ξημέρωνε, ύψωνε την καρδιά του για να ευχαριστήση τον Πλάστη του. Το πρωί παρακαλούσε και πάλι, το μεσημέρι και το βράδυ έκλινε το γόνυ για να ικετεύση τον Θεόν. Γι’ αυτό μας βεβαιώνει πως επτά φορές την ημέρα αινούσε τον Κύριο. *** Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνον όταν φθάση η ωρισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρας. *** ΑΠΟ ΤΟΥΤΑ τα τέσσερα έχει πιο πολύ ανάγκη η ψυχή, έλεγε κάποιος Γέροντας: Να φοβάται την κρίσι του Θεού, να μισή την αμαρτία, ν’ αγαπά την αρετή και να προσεύχεται αδιαλείπτως. *** ΟΤΑΝ ήμουν νέος, έλεγε στους αδελφούς ο Αββάς Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος της σκήτης, δεν είχα ωρισμένο καιρό για προσευχή. Προσευχόμουν χωρίς διακοπή όλη την ημέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύκτας. *** ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΗ ο Θεός την αμέλεια μας στην προσευχή και τον σκορπισμό του νου μας στην ψαλμωδία, είναι αδύνατον να σωθούμε, έλεγε ο Αββάς Θεόδωρος. *** ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ μοναχοί μιας σκήτης επισκεφθήκανε έναν από τους Γέροντας για να τον συμβουλευθούν. Εκείνος τους υποδέχθηκε με χαρά κι αφού είπε την συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις τους. Όταν πια σηκώθηκαν να φύγουν, είπαν στον Γέροντα να κάνη προσευχή. - Δεν προσευχηθήκαμε; Είπε μ’ απορία εκείνος. - Προσευχηθήκαμε, Αββά όταν ήρθαμε· ύστερα όμως αρχίσαμε την συνομιλία. - Συγχωρήσατέ με, παιδιά μου, αλλά ξέρω καλά πως ένας από μας είπε εκατό ευχάς στο διάστημα της συνομιλίας. *** Ο ΑΒΒΑΣ ΗΣΑΙΑΣ, ο Πρεσβύτερος του Πηλουσίου, μάλωνε τους αδελφούς, όταν συνωμιλούσαν στην τράπεζα. - Μη μιλάτε, παιδιά μου, τους έλεγε. Η τράπεζα του μοναχού πρέπει να είναι δεύτερη Εκκλησία. Είδα κάποτε ένα φτωχό που ενώ έτρωγε εδώ μαζί με όλους, η προσευχή του σαν φωτεινή στήλη άγγιζε τον ουρανό. *** ΠΕΡΑΣΑΝ κάποτε από το κελλί του Αββά Λουκίου οι λεγόμενοι Ευχίται Μοναχοί. Ο Γέροντας τους κράτησε και συνωμίλησε μαζί τους. - Ποιό είναι το έργο σας, αδελφοί; Τους ρώτησε. - Εμείς δεν ασχολούμεθα με καμμιά υλική εργασία, αποκρίθησαν εκείνοι. Ακολουθούμε τη σύστασι του θείου Παύλου: αδιαλείπτως προσευχόμεθα. - Δεν τρώτε καθόλου; - Τρώμε. - Δεν κοιμάσθε; - Κοιμώμεθα λίγο. - Όταν κοιμάσθε, ποιός προσεύχεται για σας; - ... - Μα τότε, αδελφοί μου, είπε ο Αββάς Λούκιος, δεν κάνετε ακριβώς αυτό που λέτε. Εμείς εδώ κάνομε εργόχειρο για να μη ζούμε εις βάρος άλλων και να πως τηρούμε το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»: Όταν αρχίζωμε το πρωί τη δουλειά μας, λέγει ο καθένας μας: « ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου». Δεν είναι τούτο προσευχή; Όταν με το νου προσεύχωμαι, τα χέρια μου πλέκουν. Από την εργασία μου αυτή κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα για το καθημερινό μου ψωμί και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη στους πτωχούς και αρρώστους αδελφούς μου, που δεν μπορούν να εργασθούν. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Όταν λοιπόν εμείς τρώμε ή κοιμώμεθα, οι πτωχοί προσεύχονται για μας και η καρδιά μας μας πληροφορεί πως έτσι εφαρμόζομε τη σύστασι του Αποστόλου. *** .... σελ. 210 ΜΕΓΑΛΟ κατόρθωμα για τον άνθρωπο, γράφει ο Αββάς Ευάγριος, να προσεύχεται με το νου συμμαζεμένο στα λόγια της προσευχής, πολύ μεγαλύτερο όμως να ψάλλη έτσι, χωρίς καθόλου να περισπάται. *** ΠΩΣ ν’ αποκτήσω κατάνυξι στην προσευχή, Αββά; ρώτησε ένας Αδελφός τον Όσιο Σιλουανό, που είχε μεγάλη πείρα στα πνευματικά. Και του εμπιστεύθηκε πως έκανε μεγάλη προσπάθεια να ψάλλη μελωδικά για ν’ αντιστέκεται στον ύπνο που τον ενοχλούσε στην Ακολουθία. - Η ψυχή, παιδί μου, δε συγκινείται τόσο από τη μελωδία, όσο από το περιεχόμενο του ψαλμού, εξήγησε ο Όσιος. Προσέχοντας μόνο να ψάλλης μελωδικά, κινδυνεύεις να πέσης σε κενοδοξία και να σκληρύνη πιο πολύ η καρδιά σου. Είτε προσεύχεσαι, είτε ψάλλεις, να έχης πάντοτε βαθειά συναίσθησι ότι βρίσκεσαι μπροστά στον Άγιο Θεό. Μην επιτρέπης στο νου σου να ρεμβάζη. Αγάπησε την ταπεινοσύνη, που γεννά την κατάνυξι. Μη θέλης να κάνης επίδειξη της σοφίας και των γνώσεων σου. Προτίμα να διδάσκεσαι παρά να διδάσκης. Κοντά στα παραπάνω, βλέποντας ο Θεός την αγαθή σου προαίρεσι, θα σου δώση το χάρισμα της κατανύξεως. *** ΛΕΝ για τον Όσιο Σισώη τον Θηβαίο, πως, μόλις απόλυε η εκκλησία, έφευγε για το κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Μερικοί νεοφερμένοι Μοναχοί στη σκήτη, που δεν τον γνώριζαν ακόμη, βλέποντας τον, έλεγαν πως είχε δαιμόνιο και τον κυνηγούσε. Οι παλαιότεροι όμως τους εξήγησαν πως μ’ αυτό τον τρόπο συνήθιζε ο Όσιος ν’ αποφεύγη τις συνομιλίες, για να μη αποσπάται ο νους του από την προσευχή. *** ΚΑΙ ο Αββάς Μακάριος συνήθιζε στο τέλος της Θ. Λειτουργίας να στέκεται στην πόρτα της εκκλησίας και να ψιθυρίζη στους Μοναχούς που έβγαιναν: - Φεύγετε, Αδελφοί. - Πού θέλεις να πάμε, Αββά; ρωτούσαν οι νεώτεροι. Μήπως πιο βαθειά στην έρημο; Ο Όσιος τότε έβαζε το δάκτυλο στο στόμα και τους απαντούσε: - Τούτο δω να φεύγετε. Εννοούσε τις συνομιλίες, για να μη σκοτίζεται ο νους τους και χάνουν τις καλές σκέψεις που κέρδισαν με την προσευχή.