Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´ Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νὰ εἴμαστε νηφάλιοι 3. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Αὐτὸς ποὺ χτυπάει τὴ μάζα τοῦ σιδήρου, πιὸ μπροστὰ βάζει στὸ μυαλό του τί πρόκειται νὰ κάνει, δρεπάνι, μαχαῖρι, τσεκοῦρι; Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε στὸ μυαλό μας ποιὰ ἀρετὴ ἐπιδιώκουμε, γιὰ νὰ μὴν πάει χαμένος ὁ κόπος μας». 4. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο νὰ ἀκούσει ἀπ᾿ τὸ στόμα του κάποιον λόγο. Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Νὰ ἀγωνίζεσαι μ᾿ ὅλη σου τὴ δύναμη γιὰ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός, καὶ ἔτσι θὰ κυριαρχήσεις καὶ στὰ πάθη ποὺ ἐκδηλώνονται ἐξωτερικά». 5. Εἶπε ἐπίσης: «Ἂν ἀναζητήσουμε τὸν Θεό, θὰ μᾶς ἐμφανισθεῖ καί, ἂν τὸν κρατήσουμε, θὰ μείνει μαζί μας». 6. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δανιήλ: Μὲ κάλεσε κάποια φορὰ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος καὶ μοῦ εἶπε: «Ἀνάπαυσε τὸν πατέρα σου, ὥστε, ὅταν ἀπέλθει στὸν Κύριο, νὰ τὸν παρακαλέσει γιὰ χάρη σου καὶ νὰ ἔχεις προκοπή». 7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων: «Ὁ μοναχὸς δὲν πρέπει νὰ ἀφήσει τὴ συνείδησή του νὰ τὸν κατηγορήσει σὲ καμία περίπτωση». 8. Εἶπε ἐπίσης ὅτι: «Χωρίς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος οὔτε σὲ μία ἀρετή». 9. Εἶπε ἄλλη φορὰ: «Εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει ὅλη τὴν ὥρα στραμμένη τὴ σκέψη του στὸ ὅτι θὰ τὸν κρίνει ὁ Θεός». 13. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος: «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν πεῖ μέσ᾿ τὴν καρδιά του ὅτι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἐγὼ μόνον καὶ ὁ Θεὸς εἴμαστε, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση». 14. Εἶπε ἐπίσης: «Ἐὰν θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ δειλινὸ φθάνει σὲ μέτρα θεϊκά». 18. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Ἡ ὀλιγωρία καὶ τὸ ὅτι κατακρίνουμε κάποιον μὲ τὸν λογισμό μας, δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ». 22. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Πέτρος: «Ὅποιος ἀναζητεῖ τὸν Κύριό με πόνο καρδιᾶς, θὰ εἰσακουσθεῖ αὐτός, καὶ ὅ,τι ζητήσει μὲ ἐπίγνωση καὶ φροντίδα καὶ πόνο καρδιᾶς, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τί κοσμικὸ καὶ φροντίζοντας γιὰ τὴν ψυχή του πῶς θὰ τὴν παραστήσει στὸ βῆμα τοῦ Κυρίου ἀκατάκριτη, σ᾿ αὐτὸν θὰ τὰ δώσει ὁ Κύριος». 23. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τοῦ Ἐνάτου εἶπε: «Ἐὰν λογαριάσει ὁ Θεὸς τὴν ἀμέλειά μας στὶς προσευχὲς καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ σὲ λογισμοὺς τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας, σωτηρία μὴν περιμένουμε». 24. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Σκήτης: «Ἔρχεται ὁ λογισμός, μὲ ταράζει καὶ μὲ ἀπασχολεῖ, δὲν ἔχει βέβαια τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει στὴν πράξη, ἀλλὰ ὡστόσο γίνεται ἐμπόδιο στὴν ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ἐπαγρυπνεῖ στὴν ψυχή του, πετάει πέρα τὸν λογισμὸ καὶ σηκώνεται γιὰ προσευχή». 27. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα: «Ἦταν κάποιος μοναχὸς ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ εἶχε πολλοὺς πειρασμούς, εἶπε: «Θὰ φύγω ἀπὸ δῶ». Καὶ μόλις ἔβαλε τὰ πέδιλά του, βλέπει καὶ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο νὰ φοράει τὰ δικά του πέδιλα καὶ νὰ τοῦ λέει: «Ἐξαιτίας μου δὲν φεύγεις; Νά, ποὺ ἐγὼ θὰ πηγαίνω μπροστὰ ἀπὸ σένα, ὅπου κι ἂν πᾶς». 45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Μέγας: «Ὁφείλει ἡ ψυχὴ τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμούς της μὲ κατάνυξη καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ἔχει στὸν νοῦ παρὰ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀγάπη της τὴν ἔμφυτη νὰ τὴν διαφυλάττει γι᾿ αὐτὸν καὶ μόνο. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ μητέρα μαζεύει τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι, γιὰ νὰ τὰ διδάξει καὶ νὰ τὰ συμβουλεύσει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει χρέος τοὺς λογισμούς της ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ τοὺς συμμαζεύει ἀπὸ παντοῦ σὰν δικά της τέκνα, ἔστω κι ἂν ἡ ἁμαρτία τοὺς διασκορπίζει, ὥστε ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκατάπαυστα νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀναμένει τὸν Κύριο μὲ πίστη βεβαία, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ τῆς διδάξει τὴν ἀληθινὴ προσευχή, τὴν ἀπερίσπαστη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση Αὐτοῦ καὶ μόνον». 46. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς: «Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μπεῖ στὸν στρατὸ τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν γίνει σὰν φωτιὰ ὅλος, ἂν δὲν καταφρονήσει τὴ δόξα καὶ τὴν καλοπέραση, ἂν δὲν ξεριζώσει τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν τηρήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ». 48. Εἶπε ἐπίσης: «Ὁφείλει ὁ ἄνθρωπος νὰ νεκρώσει τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς κάθε τί ἁμαρτωλό, προτοῦ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴν κάνει ζημιὰ σὲ κανένα ἄνθρωπο». 61. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμένας: «Ἡ πονηριὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι κρυμμένη πίσω τους». 65. Εἶπε ἐπίσης: «Οἱ ἑξῆς τρεῖς ἀρχὲς εἶναι χρήσιμες: Τὸ νὰ φοβᾶσαι τὸν Κύριο, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ κάνεις τὸ καλὸ στὸν πλησίον». 77. Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό: «Τί εἴδους ἀσκήσεις ἔκανες, πάτερ, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴ φρόνηση αὐτή;» Καὶ ἀποκρίθηκε: «Ποτέ δὲν ἄφησα στὴν καρδιά μου λογισμὸ ποὺ παροργίζει τὸν Θεό». 78. Ρώτησε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς τὸν ἀββᾶ Σιλουανό: «Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος κάθε μέρα νὰ βάζει ἀρχή;» Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν εἶναι ἀγωνιστής, μπορεῖ καὶ κάθε ὥρα νὰ βάζει ἀρχή». 81. Εἶπε ἡ μακαρία Συγκλητική: «Τέκνα μου, ὅλοι γνωρίζουμε τὸν τρόπο νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἀμελείας μας μένουμε πίσω στὴ σωτηρία». 84. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος: «Ἡ σκέψη σου ἂς εἶναι παντοτινὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ γρήγορα θὰ τὴν κληρονομήσεις». 85. Εἶπε ἀκόμη: «Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ ἂς μιμεῖται τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων καὶ νὰ κατακαίει τὴν ἁμαρτία». 97. Εἶπε Γέροντας: «Ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει αὐτὸν ποὺ στέκεται κοντὰ στὸν βασιλιά, ἔτσι οὔτε ὁ Σατανᾶς μπορεῖ νὰ κάνει κάτι εἰς βάρος μας, ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Γιατὶ λέει: «Πλησιάστε με καὶ θὰ σᾶς πλησιάσω κι ἐγώ». Ἀλλὰ ἐπειδὴ συνεχῶς παίρνουν ἀέρα τὰ μυαλά μας, εὔκολα ἁρπάζει ὁ ἐχθρὸς τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας καὶ τὴ ρίχνει στὰ ἄτιμα πάθη». 99. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι ὅταν τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός: «Ἄσε τὴν σημερινὴ ἡμέρα καὶ αὔριο μετανοεῖς», ἀντέκρουε τὸν λογισμὸ λέγοντας: «Ὄχι, σήμερα θὰ μετανοήσω καὶ αὔριο ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». 119. Εἶπε Γέροντας: «Να σκέφτεσαι πάντοτε τὰ καλά, γιὰ νὰ τὰ κάνεις καὶ πράξη. Καμιὰ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ κρατᾷς τὸν νοῦ σου καθαρὸ ἀπὸ κάθε κακό». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙB´ Γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ νηφάλια προσευχὴ 8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος: «Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νὰ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος χωρὶς νὰ περισπᾶται καὶ μεγαλύτερη εἶναι νὰ ψάλλει χωρὶς νὰ περισπᾶται». 9. Εἶπε πάλι: «Ὅταν ἐμφανισθεῖ στὴν καρδιά σου λογισμὸς ποὺ σὲ καταπολεμεῖ, μὴ ζητᾷς στὴν προσευχή σου ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, ἀλλὰ ἀκόνιζε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ τὸ ξίφος τῶν δακρύων». 15. Ρώτησαν κάποιοι τὸν ἀββᾶ Μακάριο: «Πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε;» Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Δὲν χρειάζεται νὰ φλυαροῦμε, ἀλλὰ νὰ ὑψώνουμε τὰ χέρια καὶ νὰ λέμε: «Κύριε, ὅπως θέλεις καὶ ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησέ με». Καὶ ἂν προμηνύεται πόλεμος: «Κύριε, βοήθει με», καὶ γνωρίζει ὁ ἴδιος τί μᾶς συμφέρει καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει». 16. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς: «Ἐὰν δὲν συμφωνήσει ἡ πράξη μὲ τὴν προσευχή, εἶναι χαμένος ὁ κόπος σου». Καὶ τὸν ρώτησε ἄλλος ἀδελφός: «Και τί σημαίνει νὰ συμφωνεῖ πράξη καὶ προσευχή;» «Σημαίνει -εἶπε ὁ Γέροντας- αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα προσευχόμαστε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεός, νὰ μὴν τὰ κάνουμε πιά. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπὸ τὰ θελήματά του, τότε ὁ Θεὸς γίνεται φίλος του καὶ δέχεται τὴν προσευχὴ τού». 22. Εἶπε πάλι: «Γιὰ κάθε τί ποὺ θὰ τὸ ὑπομείνεις μὲ φιλόσοφη διάθεση, θὰ βρεῖς τὸν καρπό του στὴν ὥρα τῆς προσευχής». 23. Εἶπε ἐπίσης: «Ἐὰν ἐπιθυμεῖς νὰ προσευχηθεῖς, ὅπως πρέπει, μὴ λυπήσεις καμιὰ ψυχή, ἀλλιῶς, χαμένος ὁ κόπος σου». 24. «Νὰ μὴ θέλεις οἱ ὑποθέσεις σου νὰ προχωροῦν, ὅπως ἐσὺ νομίζεις, ἀλλὰ ὅπως ἀρέσει στὸν Θεό. Ἔτσι θὰ εἶσαι ἀτάραχος καὶ θὰ εὐχαριστεῖς στὴν προσευχή σου τὸν Θεό». 28. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι ἐπὶ τέσσερις μῆνες ἐπισκεπτόταν κάποιον ἀδελφὸ στὴ Σκήτη καὶ οὔτε μία φορὰ δὲν τὸν βρῆκε εὔκαιρο. Κάποια ἄλλη φορὰ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε πάλι καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, τὸν ἄκουσε θρηνώντας νὰ λέει: «Κύριε, μήπως δὲν φτάνει στὰ αὐτιά σου ἡ κραυγή μου; Ἐλέησέ με, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου εἶναι ποὺ μοχθῶ ἔτσι παρακαλώντας σε». 34. Εἶπε Γέροντας: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσέχει νὰ μὴν βλάψει τὸν πλησίον, τότε ἐνθαρρύνεται ὁ λογισμός του ὅτι ἡ προσευχή του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ὅμως βλάψει τὸν πλησίον, ἡ προσευχή του γίνεται σιχαμερὴ καὶ εἶναι ἀπαράδεκτη. Γιατὶ ὁ στεναγμὸς τοῦ ἀδικημένου δὲν πρόκειται νὰ ἀφήσει τὴν προσευχὴ τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου νὰ φθάσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». 35. Εἶπε ἐπίσης: «Ἐὰν ἀκούσεις γιὰ κάποιον ὅτι σὲ ἔβρισε, καὶ σὲ ἐπισκεφθεῖ, μὴν τοῦ δείξεις ὅτι τό ᾿μαθες, ἀλλὰ χαριτολόγησε μαζί του καὶ καλοσύνεψε τὸ πρόσωπό σου ἀπέναντί του, γιὰ νὰ ἔχεις παρρησία στὴν προσευχὴ σου». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´ Εἶναι ἀνάγκη νὰ φιλοξενοῦμε καὶ νὰ ἐλεοῦμε μὲ ἱλαρότητα 1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλὼς γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν ἀδελφῶν: «Καθὼς ἔρχονται οἱ ἀδελφοί, πρέπει νὰ ὑποκλινόμαστε μὲ σεβασμό, τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν Θεὸ ὑποκλινόμαστε καὶ ὄχι σ᾿ αὐτούς. Γιατὶ λέει «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεό σου». Καὶ αὐτό, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς, τὸ ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ἀκόμη ὅταν τοὺς ὑποδέχεστε, νὰ σπεύδετε μ᾿ ὅλη σας τὴν καλὴ διάθεση νὰ τοὺς ἀναπαύσετε. Καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Λὼτ ποὺ μὲ τὴν ἐπιμονή του φιλοξένησε τοὺς ἀγγέλους». 2. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Ἐπιφάνιος ὅτι μὲ πάρα πολὺ μικρὸ ἀντάλλαγμα πουλάει ὁ Θεὸς τὰ ἀγαθά του σ᾿ ἐκείνους ποὺ σπεύδουν νὰ τὰ ἀγοράσουν, γιὰ ἕνα κομματάκι ψωμί, ἕνα τιποτένιο ροῦχο, ἕνα ποτῆρι κρύο νερό, ἕναν ὀβολό. Πρόσθετε καὶ τοῦτο: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δανείζεται ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπο, εἴτε γιατὶ εἶναι πολὺ φτωχὸς εἴτε γιὰ νὰ βελτιώσει κάπως τὴ ζωή του, τὴν ὥρα ποὺ ἐπιστρέφει τὸ δάνειο ἐκφράζει βέβαια τὴν μεγάλη του εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ τὸ ἐξοφλεῖ κρυφά, ἐπειδὴ ντρέπεται. Ἐνῷ ὁ δεσπότης Θεὸς ἐνεργεῖ ἀντίστροφα. Δανείζεται κρυφὰ ἀλλὰ τὰ ἐπιστρέφει ἐνώπιον ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων καὶ δικαίων ψυχῶν. 13. Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἐὰν δώσω στὸν ἀδελφό μου λίγο ψωμὶ ἢ κάτι ἄλλο, οἱ δαίμονες μολύνουν τὴν πράξη αὐτὴ σὰν νὰ γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια». Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Κι ἂν ἀκόμη γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἐμεῖς θὰ δώσουμε στὸν ἀδελφὸ ὅ,τι χρειάζεται». Καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολή: «Δυὸ ἄνθρωποι ἦσαν γεωργοὶ καὶ κατοικοῦσαν στὴν ἴδια πόλη. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔσπειρε καὶ εἶχε λίγη σοδειὰ καὶ ἀκάθαρτη. Ὁ ἄλλος ἀμέλησε καὶ δὲν ἔσπειρε, γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶχε καθόλου σοδειά. Ἂν ἔπεφτε πεῖνα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ εἶχε νὰ ζήσει;» «Αὐτὸς ποὺ ἔβγαλε τὴ λίγη καὶ ἀκάθαρτη σοδειὰ» ἀποκρίθηκε ὁ ἀδελφός. «Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς -λέει ὁ Γέροντας- ἂς σπέρνουμε λίγα, ἔστω καὶ ἀκάθαρτα, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα». 14. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα μετὰ ἀπὸ τὶς δυὸ πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Σαρακοστῆς. Ἐξαγόρευσε τοὺς λογισμούς του καὶ καθὼς ἀναπαύθηκε ἡ ψυχή του, τοῦ λέει: «Παρά λίγο θὰ ἐμπόδιζα τὸν ἑαυτό μου νὰ ἔρθει σήμερα ἐδῶ». «Γιατί;» τὸν ρωτᾷ ὁ Γέροντας. «Σκέφθηκα -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- μὴν τυχὸν δὲν μοῦ ἀνοίξετε, ἐπειδὴ εἶναι ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστής». Καὶ ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἀποκρίνεται: «Ἐμεῖς δὲν μάθαμε νὰ κλείνουμε τὴν ξύλινη θύρα, ἀλλὰ μᾶλλον τὴ θύρα τῆς γλώσσας». 15. Παρακάλεσε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης τὸν ἀββᾶ Παμβώ: «Πές μου ἕναν λόγο». Καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Θεόδωρε, πήγαινε καὶ νά ᾿σαι σπλαχνικὸς πρὸς ὅλους. Γιατὶ ἡ εὐσπλαχνία βρίσκει πάντα παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». 26. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε κάποιον ἀναχωρητὴ καὶ φεύγοντας τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, γιατὶ σὲ ἐμπόδισα ἀπὸ τὸν κανόνα σου». «Ὁ δικός μου κανόνας -ἀποκρίθηκε- εἶναι νὰ σὲ ἀναπαύσω καὶ νὰ σὲ στείλω εἰρηνικό». 27. Κάποιος ἀναχωρητὴς ἔμενε πολὺ κοντά σε κοινόβιο καὶ ἔκανε πολλὴ ἄσκηση. Συνέβη νὰ πᾶνε κάποιοι στὸ κοινόβιο καὶ πίεσαν κι αὐτὸν νὰ φάει ἐκτὸς τῆς ὁρισμένης ὥρας του. Κατόπιν τὸν ρώτησαν οἱ ἀδελφοί: «Τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν στενοχωρήθηκες, ἀββᾶ;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ἡ στενοχώρια ἡ δική μου εἶναι, ἂν κάνω τὸ δικό μου θέλημα». 31. Δυὸ ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν κάποτε ἕναν Γέροντα, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νὰ μὴν τρώει κάθε μέρα. Ὅταν ὅμως εἶδε τοὺς ἀδελφοὺς χάρηκε καὶ εἶπε ὅτι ἡ νηστεία ἔχει μισθό, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ τρώει χάριν τῆς ἀγάπης ἐκπληρώνει δυὸ ἐντολές, μία γιατὶ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ δικό του θέλημα καὶ ἄλλη γιατὶ ἐφαρμόζει τὴν κατεξοχὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἀναπαύοντας τοὺς ἀδελφούς. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ´ Περὶ ὑπακοῆς 1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Ἡ ὑπακοὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ τὴν ἐγκράτεια ὑποτάσσει θηρία». 9. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σιλουανὸ ὅτι εἶχε ἕναν μαθητή, ποὺ τὸν ἔλεγαν Μᾶρκο. Αὐτὸς εἶχε μεγάλη ὑπακοὴ καὶ ἦταν καλλιγράφος. Ὁ Γέροντας τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ὑπακοή του. Εἶχε καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές, οἱ ὁποῖοι στενοχωροῦνταν, γιατὶ αὐτὸν τὸν ἀγαποῦσε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτούς. Τὸ ἔμαθαν οἱ Γέροντες καὶ λυπήθηκαν. Πῆγαν λοιπὸν κάποια μέρα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐλέγχουν. Τοὺς πῆρε μαζί του, βγῆκαν ἔξω καὶ κτύπησε ἕνα - ἕνα τὰ κελιὰ λέγοντας: «Ἀδελφὲ τάδε, ἔλα, γιατὶ σὲ χρειάζομαι». Ἀλλὰ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀμέσως. Πῆγε καὶ στὸ κελὶ τοῦ Μάρκου καὶ κτύπησε λέγοντας: «Μᾶρκο». Ἐκεῖνος μόλις ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα, ἀμέσως πήδησε ἔξω, καὶ τὸν ἔστειλε σὲ διακονία. Λέει τότε στοὺς Γέροντες: «Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, Πατέρες;» Μπῆκε κατόπιν στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ νὰ δεῖ τὴν καλλιγραφία ποὺ ἔκανε, καὶ παρατήρησε ὅτι εἶχε ξεκινήσει νὰ κάνει τὸ ὄμικρον ἀλλὰ μόλις ἄκουσε τὸν Γέροντα, δὲν ἔστριψε τὴν πέννα νὰ τὸ ὁλοκληρώσει. Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Γέροντες: «Πράγματι, αὐτὸν ποὺ ἐσὺ ἀγαπᾷς, ἀββᾶ, αὐτὸν καὶ ἐμεῖς ἀγαποῦμε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ». 13. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μιῶς, ὅτι ἡ ἀληθινὴ ὑπακοὴ ἔχει ἀντάλλαγμα τὴν ὑπακοή. Ὅταν κανεὶς ὑπακούει στὸν Θεό, τὸν ἀκούει καὶ ὁ Θεός. 14. Ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς εἶπε σ᾿ ἕναν ἀδελφό: «Ἂς ἀποκτήσουμε τὴν ὑπακοή, ἡ ὁποία γεννάει τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ μακροθυμία, τὴν κατάνυξη, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ πολεμικά μας ὅπλα». 15. Εἶπε ἐπίσης: «Ἐμπρός, ἀδελφέ, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ὑπακοή. Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ταπείνωση, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει δύναμη, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει χαρά, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ὑπομονή, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει μακροθυμία, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ φιλαδελφία, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει κατάνυξη, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει καλὴ ὑπακοή, ἤδη ἔχει ἐφαρμόσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ». 16. Εἶπε πάλι: «Μοναχὸς νηστευτὴς ποὺ εἶναι ὑποτακτικός σε πνευματικὸ πατέρα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, αὐτὸς ὁ μοναχὸς δὲν θὰ ἀποκτήσει καμιὰ ἀρετή, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ξέρει τί θὰ πεῖ μοναχός». 25. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική: «Ἐφόσον εἴμαστε σὲ κοινόβιο, τὸ προβάδισμα τὸ δίνουμε στὴν ὑπακοὴ μᾶλλον καὶ ὄχι στὴν ἄσκηση. Γιατὶ αὐτὴ κατευθύνει στὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῷ ἡ ὑπακοὴ στὴν ταπεινοφροσύνη». 26. Εἶπε ἐπίσης: «Πρέπει μὲ διάκριση νὰ διευθετοῦμε τὰ πράγματα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, μένοντας σὲ κοινόβιο μὴν ἐπιδιώκουμε ὅ,τι ἀρέσει σὲ μᾶς, οὔτε νὰ ὑπηρετοῦμε τὴ δική μας γνώμη, ἀλλὰ νὰ πειθαρχοῦμε στὸν πνευματικό μας πατέρα ποὺ τοῦ ἐμπιστευθήκαμε. Παραδώσαμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ἐξορία, δηλαδὴ ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς φροντίδες. Ἀπ᾿ ὅ,τι ἀποξενωθήκαμε, μὴν ἀναζητοῦμε τὰ ἴδια. Ἐκεῖ εἴχαμε δόξα, ἐδῶ ἀτιμία, ἐκεῖ ἀφθονία τροφῶν, ἐδῶ καὶ τοῦ ψωμιοῦ ἀκόμη τὴ στέρηση». 27. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος: «Θησαυρός μεγάλης ἀξίας εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὸς ποὺ τὴν ἔχει θὰ εἰσακουσθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θαρρετὰ θὰ σταθεῖ δίπλα στὸν Ἐσταυρωμένο. Γιατὶ ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος ὑπάκουσε μέχρι θανάτου». 29. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ἐὰν κάποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πατέρα καὶ παραδίνει τὸν ἑαυτόν του σ᾿ αὐτὸν διὰ τῆς ὑπακοῆς, δὲν ἔχει ἀνάγκη νά᾿ναι στραμμένη ἡ προσοχή του στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὸν πατέρα του νὰ καταθέτει τὰ θελήματά του καὶ δὲν θὰ τὸν κατηγορήσει ὁ Θεός. Γιατὶ τίποτε δὲν ζητάει ὁ Θεὸς τόσο ἀπὸ τοὺς ἀρχαρίους, ὅσο τὸν μεγάλο κόπο τῆς ὑπακοῆς. 35. Εἶπε Γέροντας: «Ἀδελφοί, ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ εἶπε ὁ Σωτῆρας στοὺς μαθητές του ἦταν ὅτι θὰ ἔχετε θλίψη καὶ στενοχώρια. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει τὴν ἀρχή, χάνει τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς στὰ παιδιὰ προσφέρονται τὰ γράμματα καὶ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μόρφωσης, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν καὶ τὴν γνώση, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς μένοντας ὑπάκουος μέσα σὲ κόπους καὶ σὲ θλίψεις, γίνεται συγκληρονόμος Χριστοῦ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 36. Εἶπε Γέροντας: «Αὐτὰ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανούς: Νὰ ὑπακούει ὁ χριστιανὸς στὶς ἅγιες Γραφές, αὐτὰ ποὺ λέγονται νὰ τὰ ἐφαρμόζει καὶ νὰ πειθαρχεῖ στοὺς ὀρθόδοξους ποιμένες καὶ Πατέρες». 39. Κάποιος ἀδελφὸς ποὺ ἦταν ὑποταγμένος, ἔτσι ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, σὲ πνευματικὸ καὶ ἅγιο Γέροντα, τοῦ εἶπε μία μέρα: «Πάτερ, ἐπειδὴ ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι περνώντας μέσα ἀπὸ πολλὲς θλίψεις θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ βλέπω ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω καμιὰ θλίψη, τί πρέπει νὰ κάνω, μὴν τυχὸν χάσω τὴν ψυχή μου;» Ὁ Γέροντας τὰ ἄκουσε καὶ τοῦ λέει: «Να μὴν στενοχωριέσαι καθόλου, ἐσὺ δὲν ἔχεις εὐθύνη. Καθένας, ποὺ βάζει τὸν ἑαυτό του σὲ ὑπακοὴ στοὺς Πατέρες, αὐτὴ τὴν ἀμεριμνία καὶ τὴν ἀνάπαυση ἐξασφαλίζει». ΤΟΜΟΣ Δ´ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ´ Περὶ ταπεινοφροσύνης 1. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορὰ βαθιὰ τὴ σκέψη του στοῦ Θεοῦ τὴν κρίση ζήτησε νὰ μάθει: «Κύριε, εἶπε, πῶς μερικοὶ ζοῦν λίγα χρόνια καὶ πεθαίνουν, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὰ βαθιὰ γεράματα; Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ἄδικοι νὰ πλουτίζουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι νά᾿ναι φτωχοί;» Ἄκουσε τότε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Ἀντώνιε, τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτὰ εἶναι κρίματα Θεοῦ καὶ δὲν σοῦ συμφέρει νὰ τὰ μάθεις». 2. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του πνοῆς. 3. Εἶπε ἐπίσης: «Εἶδα ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες πάνω στὴ γῆ καὶ στενάζοντας εἶπα: Ποιὸς ἄραγε μπορεῖ νὰ τὶς προσπεράσει αὐτές; Καὶ ἄκουσα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: Ἡ ταπεινοφροσύνη». 4. Ὅποιος δὲν δοκιμάσθηκε σὲ πειρασμοὺς -εἶπε ἄλλη φορὰ- δὲν θὰ μπορέσει νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 5. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, μαζί τους ἦταν καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ. Θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ τοὺς δοκιμάσει, τοὺς εἶπε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς νεώτερους νὰ τοὺς ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ νόημά του. Ὁ καθένας ἔλεγε ὅπως τὸ καταλάβαινε, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε: «Δὲν τὸ βρῆκες». Τελευταῖο ἀπ᾿ ὅλους ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ: «Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός;» «Δὲν γνωρίζω» ἀπάντησε ἐκεῖνος. Λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Ὁπωσδήποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο, γιατὶ εἶπε: δὲν γνωρίζω». 6. Ἔκαναν ἕφοδο κάποτε οἱ δαίμονες στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο μέσα στὸ κελί του καὶ τὸν ταλαιπωροῦσαν. Ἔφθασαν κάποια στιγμὴ οἱ διακονητές του καὶ καθὼς ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, τὸν ἄκουσαν νὰ κραυγάζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέει: «Θεέ μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις. Δὲν ἔκανα τίποτε τὸ καλὸ ἐνώπιόν σου ἀλλὰ βοήθησέ με κατὰ τὴν ἀγαθότητά σου νὰ βάλω ἀρχή». 23. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς τί εἶναι «ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός». Καὶ ἀποκρίθηκε: «Ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς εἶναι νὰ πολεμάει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει τὰ δικά του θελήματα ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ ρητό: Ἐγκαταλείψαμε ἐμεῖς τὰ πάντα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε». 28. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Πῶς θὰ κατέβουμε πρὸς τὴν σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ὀλέθριο ὄγκο τῆς ὑπερηφάνειας; Ἐὰν παντοτινὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ δὲν ἀδιαφοροῦμε σὲ καμιὰ περίπτωση, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν βλαπτόμαστε ἀπὸ αὐτό. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται πρὸς τὸ ἀντικείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολεῖται καὶ διαπλάθεται σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ πράττει καὶ παίρνει τὸ ἀνάλογο σχῆμα μ᾿ αὐτά. Γιὰ σένα λοιπὸν καὶ ἡ ἐμφάνιση καὶ τὸ ἔνδυμα, τὸ βάδισμα ὅσο καὶ τὸ κάθισμα, ἡ τροφὴ καὶ ἡ ὅλη εἰκόνα τῆς ζωῆς σου, ἀκόμη καὶ τὸ στρώσιμο τοῦ κρεβατιοῦ καὶ τὸ σπίτι καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτό, ὅλα ἂς εἶναι προσαρμοσμένα γιὰ λιτὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἡ ψαλμῳδία καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ καλὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, καὶ αὐτὰ ἂς κλίνουν πρὸς τὴ λιτότητα περισσότερο παρὰ στὴν ὑπερβολή. Μὴν κομπάζεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ λόγους ἐπιδεικτικούς, οὔτε μὲ ᾄσματα ὑπερβολικὰ καλλίφωνα, οὔτε μὲ συζητήσεις ὑπερήφανες καὶ δυσνόητες, ἀλλὰ σὲ ὅλα νὰ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὸ μέγεθος. Καλοσυνάτος μεταξὺ τῶν φίλων, ἤπιος στὸν ὑπηρέτη, ἀνεξίκακος στοὺς θρασεῖς, φιλάνθρωπος στοὺς ἀνήμπορους, ἡ παρηγοριὰ σ᾿ ὅσους ὑποφέρουν, παρὼν σ᾿ ὅσους θλίβονται, μ᾿ ἕνα λόγο μὴ παραβλέποντας κανέναν, γλυκὺς ὅταν ἀπευθύνεσαι σὲ κάποιον, ἀνοιχτόκαρδος στὴν ἐξυπηρέτηση, πρόθυμος καὶ καταδεκτικὸς πρὸς ὅλους». 30. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἐπιφάνιος: «Ἡ Χαναναία κραυγάζει καὶ εἰσακούεται, ἡ αἱμορροοῦσα σωπαίνει καὶ καλοτυχίζεται, ὁ Φαρισαῖος μιλάει δυνατὰ καὶ καταδικάζεται, ὁ Τελώνης οὔτε ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ δικαιώνεται». 31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος: Ἀρχὴ σωτηρίας εἶναι τὸ νὰ καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου. 40. Εἶπε ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει ταπείνωση δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ πεῖ σὲ κάποιον ὅτι εἶναι ἀμελὴς ἢ νὰ ἀντιμιλήσει σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸν ταλαιπωρεῖ, οὔτε ἔχει μάτια νὰ δεῖ ἢ νὰ ἀντιληφθεῖ ἄλλου ἀνθρώπου ἐλαττώματα, οὔτε αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσει πράγματα ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του. Στόμα δὲν ἔχει νὰ φανερώσει ἐλαττώματα κάποιου ἢ νὰ θλίψει κάποιον μὲ τὰ λόγια του οὔτε ἔχει ἐνδιαφέροντα μὲ κάποιον ἐκτὸς τῶν δικῶν του ἁμαρτημάτων. Ἀντίθετα, εἶναι εἰρηνικὸς πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι γιατὶ χαρίζεται κάποια ἄλλη ἀδυναμία. Γιατὶ κι ἂν νηστεύει κανεὶς ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ κάνει πολλοὺς κόπους ἔξω ἀπὸ τὴν πορεία αὐτή, πᾶνε χαμένοι ὅλοι οἱ κόποι του. 41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Ἡ συνειδητὴ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό, καὶ ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολές του μὲ ταπείνωση, φέρνουν τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη φέρνει τὴν ἀπάθεια». 43. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα τί εἶναι ταπείνωση, κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ταπείνωση εἶναι νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐξουθενώνουμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι τίποτε καλὸ δὲν κάναμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἐργασία τῆς ταπείνωσης εἶναι ἡ ἑξῆς: Νὰ σιωποῦμε, νὰ μὴ ψηφίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ καμιὰ περίπτωση, νὰ μὴν εἴμαστε φιλόνικοι, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ ὑποταγή, μὲ τὸ βλέμμα χαμηλωμένο, τὸν θάνατο νὰ ἔχουμε πρὸ ὀφθαλμῶν, νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ψέμα καὶ τὸν ἀργὸ λόγο. Νὰ μὴν ἀντιμιλοῦμε στὸν μεγαλύτερο, νὰ μὴ θέλουμε νὰ περάσει ὁ λόγος μας, νὰ ὑπομένουμε τὶς περιφρονήσεις, νὰ μισήσουμε τὴν ἀνάπαυση, νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ κάθε περίπτωση, νὰ εἴμαστε νηφάλιοι, νὰ κόψουμε τὸ θέλημά μας, νὰ μὴν προκαλοῦμε κανέναν καὶ νὰ μὴ φθονοῦμε κανένα». 46. «Ἂς μὴ μιλάει ἡ γλῶσσα σου -εἶπε ἄλλη φορὰ- ἀλλὰ ἡ πράξη. Ὁ λόγος σου νά᾿ναι ταπεινὸς περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ πράξη. Μὴν μιλήσεις ἐρήμην τῆς συνειδήσεώς σου καὶ μὴ διδάξεις χωρὶς ταπείνωση, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἡ γῆ τὸν σπόρο σου». 49. Βρέθηκε κάποτε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος μὲ ἀδελφοὺς καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, εὐλαβικὰ ἔπαιρναν τὰ ποτήρια, ἀμίλητοι, ἀλλὰ δὲν ἔλεγαν τὸ «συγχώρησον». Εἶπε τότε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος: «Ἔχασαν οἱ μοναχοὶ τὴν εὐγένειά τους, νὰ λένε: συγχώρησον». 50. Ὁ ἴδιος εἶπε: «Καμιὰ ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τοὺς ἄλλους». 59. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Ἡ πόρτα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Καὶ οἱ Πατέρες μας, περνώντας μὲ χαρὰ μέσα ἀπὸ πολλὲς καταφρονήσεις, μπῆκαν στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ». 60. Εἶπε ἐπίσης: «Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές». 61. Ρώτησε κάποια φορά: «Ποιὸς πούλησε τὸν Ἰωσήφ;» «Οἱ ἀδελφοί του» ἀποκρίθηκε ἕνας ἀδελφός. «Ὄχι» τοῦ λέει ὁ Γέροντας, «ἡ ταπείνωσή του τὸν πούλησε, γιατὶ μποροῦσε νὰ πεῖ «εἶμαι ἀδελφός τους» καὶ νὰ ἀντιδράσει, ἀλλὰ σώπασε καὶ χάρη στὴν ταπείνωση πούλησε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἡ ταπείνωσή του τὸν κατέστησε ἄρχοντα στὴν Αἴγυπτο». 62. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Ἀφήσαμε τὸ ἐλαφρὺ φορτίο, δηλαδὴ τὸ νὰ μεμφόμαστε τὸν ἑαυτό μας καὶ κουβαλᾶμε τὸ βαρύ, δηλαδὴ τὸ νὰ δικαιώνουμε τὸν ἑαυτό μας». 63. Ὁ ἴδιος καθόταν στὴ σύναξη καὶ στέναξε μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος εἶναι πίσω του. Ὅταν τὸ κατάλαβε, ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, εἶμαι ἀκόμη ἀκατήχητος». 76. Ρώτησε ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Κρόνιο: «Μὲ ποιὸν τρόπο φθάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη;» «Μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας. «Καὶ τί κάνοντας -ρωτάει πάλι ὁ ἀδελφός- φθάνει στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ;» «Ὅπως τὰ βλέπω ἐγὼ -λέει ὁ Γέροντας-μὲ τὸ νὰ περιμαζεύει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε τί καὶ νὰ τὸν δίνει σὲ κόπο σωματικὸ μὲ ὅση δύναμη ἔχει, καὶ νὰ θυμᾶται τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ». 81. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Λογγίνο: «Ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετὲς εἶναι μεγαλύτερη, πάτερ;» Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Σκέφτομαι ὅτι ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ἀφοῦ κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔριξε κάποιους, ἀντίστοιχα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη ἔχει τὴ δύναμη καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀπύθμενα βάθη νὰ ἀνεβάσει πάνω τὸν ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν ἔχει ἁμαρτήσει ὅσο καὶ ὁ διάβολος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ταπεινὸ φρόνημα». 84. Πήγαινε κάποτε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἀπὸ τὸ Ἕλος στὸ κελί του κρατώντας βλαστούς. Καὶ ξαφνικὰ τὸν συναντάει ὁ διάβολος πάνω στὸν δρόμο μ᾿ ἕνα δρεπάνι στὸ χέρι. Ἔκανε νὰ τὸν χτυπήσει ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε καὶ τοῦ λέει: «Πολλὴ ἀντίσταση ὑπάρχει σὲ σένα, Μακάριε, γιατὶ ἡ δύναμή μου δὲν ἐνεργεῖ ἐπάνω σου. Ὅ,τι κάνεις, κάνω κι ἐγώ, ἐσὺ νηστεύεις, νηστεύω κι ἐγώ, ἐσὺ ἀγρυπνεῖς, ἐγὼ δὲν κοιμᾶμαι καθόλου. Ἕνα πρᾶγμα μόνο εἶναι στὸ ὁποῖο μὲ νικᾷς». «Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό;» τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος. «Ἡ ταπείνωσή σου -ἀπαντᾷ- καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σὲ νικήσω». 93. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς: «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν κρατᾷ μέσα στὴν καρδιά του ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὁ Θεὸς δὲν τὸν εἰσακούει». «Καὶ τί σημαίνει -ρωτάει ὁ ἀδελφός- νὰ κρατᾷς στὴν καρδιά σου ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός;» Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Ἐκεῖνος ποὺ σηκώνει συνειδητὰ τὶς ἁμαρτίες του, δὲν βλέπει τὶς ἁμαρτίες τοῦ πλησίον». 94. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Σὲ κάθε κόπο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ τὸν βοηθήσει;» «Ὁ Θεός, -τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- εἶναι αὐτὸς ποὺ βοηθάει, διότι εἶναι γραμμένο στὴ Γραφή: Ὁ Θεὸς εἶναι καταφυγὴ καὶ δύναμή μας καὶ βοηθὸς πανίσχυρος στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν». «Καὶ οἱ νηστεῖες -ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός-καὶ οἱ ἀγρυπνίες ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί σκοπὸ ἔχουν;» «Αὐτὲς -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- ταπεινώνουν τὴν ψυχή. Καὶ ἡ Γραφὴ λέει: Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ θὰ φέρει τοὺς καρποὺς αὐτούς, θὰ τὴν σπλαχνιστεῖ ὁ Θεὸς χάρη σ᾿ αὐτά». 96. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ματώης: «Ὅσο περισσότερο προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, τόσο πιὸ πολὺ ἁμαρτωλὸ χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτό του. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὅταν εἶδε τὸν Θεὸ ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτό του ταλαίπωρο καὶ βρωμερό». 97. Ἔλεγε ἐπίσης: «Ὅταν ἤμουν νέος, εἶχα τὸν λογισμὸ ὅτι ἴσως κάποια καλὴ ἐργασία κάνω. Τώρα ὅμως ποὺ γέρασα, βλέπω ὅτι καμιὰ καλὴ ἐργασία δὲν ἔχω κάνει». 98. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Ματώη καὶ τοῦ λέει: «Πῶς οἱ Σκητιῶτες ἔκαναν περισσότερα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Γραφὴ ἀγαπώντας τοὺς ἐχθρούς τους παραπάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους;» Καὶ ὁ ἀββᾶς Ματώης τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ μέχρι τώρα ἀκόμη δὲν ἔχω καταφέρει νὰ ἀγαπῶ σὰν τὸν ἑαυτό μου ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἀγαπᾷ». 102. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ματώη: «Τί νὰ κάνω ποὺ μὲ στενοχωρεῖ ἡ γλῶσσα μου, γιατὶ σὰν βρεθῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, δὲν μπορῶ νὰ τὴν συγκρατήσω καὶ τοὺς κατακρίνω γιὰ κάθε καλὴ πράξη ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐλέγχω. Τί νὰ κάνω λοιπόν;» Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις στὴ γλῶσσα σου, πᾶνε νὰ ζήσεις μόνος, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀδυναμία σου. Αὐτὸς ποὺ μένει μαζὶ μὲ ἀδελφούς, δὲν πρέπει νὰ εἶναι τετράγωνος, ἀλλὰ στρογγυλὸς γιὰ νὰ κυλάει πρὸς ὅλους». Καὶ πρόσθεσε ὁ Γέροντας: «Τὸ ὅτι ζῶ μόνος δὲν εἶναι ἀπὸ ἀρετὴ ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. Δυνατοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βάζουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους». 107. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ξάνθιος: «Τὸ σκυλὶ εἶναι σὲ καλύτερη μοῖρα ἀπὸ μένα, διότι καὶ ἀγάπη ἔχει καὶ δὲν θὰ κριθεῖ». 112. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔχουμε πολλοὺς πειρασμούς, γιατὶ δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν τάξη στὴν ὁποία εἴμαστε, καθὼς καὶ τὸ ὄνομά μας, ὅπως μᾶς λέει ἡ Γραφή. Δὲν βλέπουμε τὴ γυναῖκα τὴ Χαναναία ποὺ ἀποδέχθηκε τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Κύριος καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀνέπαυσε; Ἐπίσης τὴν Ἀβιγαία ποὺ εἶπε στὸν Δαβίδ: Ἐγὼ ἔφταιξα, κι ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε καὶ τὴν ἀγάπησε; Ἡ Ἀβιγαία ἐκπροσωπεῖ τὴν ψυχὴ καὶ ὁ Δαβὶδ τὴν Θεότητα. Ἐὰν λοιπὸν ἡ ψυχὴ μεμφθεῖ τὸν ἑαυτό της ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος τὴν ἀγαπᾷ». 113. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Μὴν ἔχεις περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ νὰ προσκολληθεῖς σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἡ ζωή του εἶναι σωστή». 114. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τὸ ὑψηλὸ φρόνημα τί εἶναι;» Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Τὸ νὰ ὑπεραμύνεσαι τὸ δίκιο σου». 121. Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἐὰν πέσω σὲ ἐλεεινὸ παράπτωμα, μὲ κατάτρωει ὁ λογισμός μου κατηγορώντας με «πῶς ἔγινε καὶ ἔπεσες;» Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Ὅποια ὥρα πέσει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάποιο σφάλμα καὶ πεῖ «ἥμαρτον», ἀμέσως παύει ὁ λογισμός». 125. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ὅλη τὴν ὥρα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ἀναπνοὴ ἀπὸ τὴ μύτη του». 127. Εἶπε ἐπίσης: «Τὸ νὰ εἶναι παραδομένος κανεὶς στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, τὸ νὰ μὴν ἔχει περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ θέλημά του, αὐτὰ εἶναι ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς». 129. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ὅτι ὁ μακάριος ἀββᾶς Ἀντώνιος ἔλεγε: «Ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς». 133. Εἶπε πάλι: «Νὰ μὴν κάνεις τὸ θέλημά σου. Ἀνάγκη εἶναι νὰ ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ χάρη τοῦ ἀδελφοῦ σου». 135. Εἶπε ἐπίσης: «Αὐτὸ ποὺ γνωρίζει ἕνας ἄνθρωπος καὶ ποὺ δὲν τὸ τήρησε πῶς μπορεῖ νὰ τὸ διδάξει στὸν ἄλλον;» 163. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη: «Ποιὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποῦ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση;» Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι: ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ ἔχει κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατώτερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο». 165. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Σαρματᾶς: «Προτιμῶ ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἐὰν κατάλαβε ὅτι ἁμάρτησε καὶ μετανοεῖ, παρὰ ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ ἔχει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἐνάρετο». 172. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Μὴ λὲς μόνο λόγια ταπείνωσης, ἀλλὰ νὰ ἔχεις φρόνημα ταπεινό, γιατὶ χωρὶς ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑψωθεῖς στὴν κατὰ Θεὸν ἐργασία». 177. Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πῶς ἀποκτᾷ ἡ ψυχὴ ταπείνωση. Καὶ ἀπάντησε: «Ὅταν νοιάζεται μόνον γιὰ τὰ δικά της σφάλματα». 179. Εἶπε Γέροντας: «Ἡ ταπείνωση δὲν ὀργίζεται, οὔτε κάνει κάποιον νὰ ὀργιστεῖ». 182. Εἶπε Γέροντας: «Αὐτὸν ποὺ τὸν τιμοῦν ἢ τὸν ἐπαινοῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι ἀξίζει, πολὺ ζημιώνεται, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾶται καθόλου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό». 187. Εἶπε Γέροντας: «Σὲ κάθε πειρασμὸ μὴν κατηγορεῖς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό σου λέγοντας: ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου συμβαίνουν αὐτά». 193. Εἶπε Γέροντας: «Μὴν πιστέψεις μέσα σου πὼς ἐπαγρυπνεῖς γιὰ τὴν σωτηρία σου πιὸ πολὺ ἀπ᾿ τὸν ἀδελφό σου καὶ πὼς εἶσαι πιὸ ἀσκητικὸς ἀπ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα πνεῦμα πτωχείας ἐν Χριστῷ καὶ μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, νὰ εἶσαι ὑποταγμένος στὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ πνεῦμα ὑπερηφάνειας καὶ χάσεις τὸν κόπο σου. Γιατὶ ἔχει γραφεῖ: Αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέξει μὴν πέσει. Νὰ εἶναι ἀρτυμένη ἡ ζωή σου μὲ ἁλάτι μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου». 194. Εἶπε Γέροντας: «Οὐδέποτε ξέφυγα ἀπ᾿ τὰ μέτρα μου γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ψηλότερα, οὔτε πάλι ταράχθηκα, γιατὶ ἀναγκάστηκα νὰ ταπεινωθῶ. Ἡ ὅλη φροντίδα μου εἶναι νὰ παρακαλῶ τὸν Θεό, ὥσπου νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο». 197. Σὲ κάποιον ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάστηκε ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ τοῦ ᾿πε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριὴλ καὶ στάλθηκα σὲ σένα». Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Πρόσεξε μήπως στάλθηκες γιὰ κάποιον ἄλλον, γιατὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος». Κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος. 198.Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι κι ἂν ἀκόμη σοῦ παρουσιαστεῖ πραγματικὸς ἄγγελος, μὴν τὸ πιστέψεις, ἀλλὰ ταπεινώσου λέγοντας: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ δῶ ἄγγελο, μιὰ ποὺ ζῶ μέσα στὴν ἁμαρτία». 199.Ἔλεγαν γιὰ κάποιο Γέροντα ὅτι ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ κελί του κι ἔκανε τὸν ἀγῶνα του, ἔβλεπε φανερὰ μπροστά του τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἐξευτέλιζε. Βλέποντας ὁ διάβολος τὸν ἑαυτό του νὰ νικιέται ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, πῆγε καὶ παρουσιάστηκε λέγοντας: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός». Μόλις τὸν εἶδε ὁ Γέροντας ἔκλεισε τὰ μάτια του. Τοῦ λέει τότε ὁ διάβολος: «Γιατί κλείνεις τὰ μάτια σου; Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Χριστός». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας: «Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ δῶ ἐδῶ τὸν Χριστό». Καὶ μόλις τ᾿ ἄκουσε ὁ διάβολος ἔγινε ἄφαντος. 200. Σ᾿ ἄλλο Γέροντα ἔλεγαν οἱ δαίμονες: «Θέλεις νὰ δεῖς τὸν Χριστό;» Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Νὰ χαθεῖτε καὶ σεῖς καὶ αὐτὰ ποὺ λέτε. Ἐγὼ πιστεύω στὸν Χριστό μου ποὺ εἶπε: Ἐὰν σᾶς πεῖ κάποιος, νά, ἐδῶ ὁ Χριστός, νά, ἐκεῖ ὁ Χριστός, νὰ μὴν πιστέψετε». Κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκαν. 208. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕνα Γέροντα: «Ποιὰ εἶναι ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴ θέλει κι ὁ Θεός;» Κι ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατὶ ὅσο κάποιος κατεβαίνει πρὸς τὴν ταπείνωση, τόσο ἀνεβαίνει σὲ προκοπή». 210. Εἶπε Γέροντας: «Ἐὰν πεῖς σὲ κάποιον, συγχώρησέ με, ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό σου, καῖς τοὺς δαίμονες». 213. Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας τί εἶναι ταπείνωση. Κι ἀπάντησε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι μεγάλο καὶ θεϊκὸ ἔργο· ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοὶ κόποι καὶ τὸ νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους καὶ κατώτερο ὅλων». Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας: «Αὐτὸ στὴν πράξη σημαίνει νὰ μὴν προσέχει κανεὶς ξένες ἁμαρτίες, ἀλλὰ πάντοτε τὶς δικές του καὶ διαρκῶς νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό». 214. Παρακάλεσε κάποιος ἀδελφὸς ἕνα Γέροντα: «Πές μου -τοῦ εἶπε- κάτι ποὺ νὰ τὸ τηρήσω καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ αὐτό». Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Ἐὰν μπορεῖς νὰ βαστάξεις ὅταν σὲ βρίσουν, αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές». 215. Εἶπε Γέροντας: «Σῴζεται ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει ἐξουθένωση καὶ βρισιὲς καὶ ζημία». 220. Εἶπε Γέροντας: «Μὴν κατηγορήσεις μέσα σου τὸν ἀδελφό σου γιὰ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα». 224. Εἶπε λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Αὐτὸ εἶναι ποὺ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸ θέλει ὁ Θεός, νὰ ἀναλάβει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». 236. Κάποιος ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Τί νὰ κάνω ποὺ ἡ κενοδοξία μου μὲ θλίβει;» Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Καλὰ κάνεις, μιὰ καὶ σὺ ἔκανες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ». Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατανύχθηκε ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, γιατὶ τίποτε τέτοιο δὲν ἔκανα». Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἂν αὐτὸς ποὺ τὰ δημιούργησε αὐτά, ἦρθε μέσα σὲ ταπεινοφροσύνη, ἐσὺ ποὺ εἶσαι πηλός, γιατί κενοδοξεῖς; Ποιὸ εἶναι, λοιπόν, τὸ ἔργο σου, δυστυχισμένε;» 254. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Ἂν μπροστά σου κατηγορήσει κάποιος ἀδελφὸς ἕναν ἄλλο ἀδελφό, πρόσεξε μὴν τὸν ντραπεῖς καὶ πεῖς: «Ναί, ἔτσι εἶναι», ἀλλὰ ἢ σιώπα ἢ πές του: «Ἐγὼ ἀδελφέ, εἶμαι καταδικασμένος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρίνω ἄλλον». Καὶ ἔτσι σῴζεις καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐκεῖνον».