Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Ό Πρωτοσύγκελος Βικέντιος Μαλάου από το Μοναστήρι του Σέκου (1887-1945)

Α) Ή ζωή του

Αυτός ό μεγάλος Πνευματικός πού διέλαμψε σαν άστρο στο μοναστήρι μας, γεννήθηκε το έτος 1887 στο χωριό Στανίτσα της επαρχίας Νεάμτς.
Όταν ήταν 7 ετών —το 1894— οί γονείς του εισήλθαν στην μοναχική ζωή, μαζί με τα τρία παιδιά τους. Ό πατέρας και ό γιος Βασίλειος πήγαν στο μοναστήρι του Σέκου, ενώ ή μητέρα με τα δύο κορίτσια της μετέβησαν στο μοναστήρι Βαράτεκ. Το έτος 1895 ό πατέρας με τον γιο του αναχώρησαν για το Άγιο Όρος. Εκεί, στην σχολή του Ορθοδόξου μοναχισμού, έζησαν με σκληρή άσκηση 11 χρόνια, συναγωνιζόμενοι πνευματικά τους αγιότερους αθωνίτες μοναχούς.

Το έτος 1906 επέστρεψαν για το μοναστήρι του Σέκου, ενώ το 1912 πήραν και οί δύο την απόφαση να δώσουν τίς μοναχικές υποσχέσεις. Ό πατέρας παίρνει το όνομα Δομετιανός, ενώ ό γιος το όνομα Βικέντιος. Ομοίως και ή μητέρα εκάρη μοναχή με το όνομα Μιχαηλίτσα, ενώ ή μεγαλύτερη κόρη της πήρε το όνομα Ευπραξία. Το έτος 1915 ό μοναχός Βικέντιος χειροτονήθηκε ιερεύς και έγινε Εκκλησιάρχης και Πνευματικός του μοναστηρίου του Σέκου. Στα χρόνια 1916-1918 απεστάλη ως υγειονομικός ιερεύς στο νοσοκομείο πού ήταν για τραυματίες. Αργότερα (1927-1928) έγινε στάρετς στο μοναστήρι της μετανοίας του. Κατά τα χρόνια 1928-1940 υπηρέτησε ως λειτουργός Ιερεύς στο μοναστήρι Άγαπία κι έγινε ό περιφημότερος Πνευματικός της Μολδαβίας.
Το έτος 1940 μετατέθηκε ως ιεραποστολικός ιερεύς στο μοναστήρι Βασιόβα περιοχής Μπάνατ, όπου συνέχιζε την ίδια αποστολική δραστηριότητα μέχρι το καλοκαιρι του έτους 1945, οπότε εξεδήμησε προς Κύριον, συνοδευόμενος από δάκρυα πολλών ανθρώπων. Τον Φεβρουάριο του 1953 τα λείψανα του ανακομίσθηκαν και τοποθετήθηκαν σε μνήμα στο μοναστήρι του Σέκου, όπου διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας

1) Μια ημέρα ό πατέρας του πατρός Βικέντιου είπε στην γυναίκα του:

Φεύγω για το μοναστήρι να κλάψω τίς αμαρτίες μου, διότι δεν έχω κάνει τίποτε για την ψυχή μου. Καλά, εμένα δεν με λυπάσαι; Είπε ή γυναίκα του. Μ’ αφήνεις μόνη με τρία παιδιά; Χωρίς αμφιβολία έχω και εγώ ψυχή. Τότε πάμε και οι δύο. Εγώ παίρνω μαζί μου το παιδί και εσύ τα κορίτσια. Από εκείνη την ήμερα έφυγαν όλοι μαζί για να υπηρετήσουν τον Χριστό, κι έγιναν τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά σπουδαίοι μοναχοί.

2) Όταν ήταν στο Αγιον Όρος, ρώτησε ό πατήρ Βικέντιος τον Πνευματικό του:
—Πες μου, πάτερ, τι να κάνω για να σωθώ;

—Αυτό να κάνης, παιδί μου, εάν επιθυμείς να σωθείς: Να προσεύχεσαι συνεχώς με δάκρυα, προφέροντας την ευχή του Ίησοΰ, να τρώγεις μια φορά την ήμερα, να άγρυπνης πάντοτε και να κάνης ημέρα και νύκτα μετάνοιες προσκυνητές. Κάθε τι πού κάνεις, να είναι με εντολή και ευλογία. Την Θεία Λειτουργία και τίς επτά καθημερινές ακολουθίες να μη τίς αφήνεις ουδέποτε, ενώ από τίς σωματικές αμαρτίες, από τίς ψυχικές και από την φιλοχρηματία να απέχεις μέχρι θανάτου.

3) Έλεγε πάλι ό Πνευματικός στον μαθητή του:

—Να ξέρης, παιδί μου, ότι δεν θα παραμείνεις πολύ καιρό στο Αγιον Όρος. Σύντομα θα επιστρέψεις με τον πατέρα σου στην Ρουμανία. Εκεί θα γίνεις μοναχός, θα λαβής το χάρισμα της ιεροσύνης και θα οδήγησης πολλούς στην οδό της σωτηρίας.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και πραγματοποιήθηκε ή προφητεία αυτού του Πνευματικού, διότι ό πατήρ Βικέντιος επανήλθε στην Χώρα και αξιώθηκε να γίνη μεγάλος ιατρός των ψυχών

4) Έλεγε γι’ αυτόν ό μαθητής του ό Πρωτοσύγκελος Ευθύμιος Τανάσε:

—Το καλοκαιρι του 1917 τραυματίσθηκα βαρεία στο μέτωπο. Στο νοσοκομείο ένας Ιερομόναχος φρόντιζε τους ασθενείς. Ήταν ό ιερομόναχος Βικέντιος Μαλάου. Δεν τον γνώριζα. Προ της εξετάσεως εξομολογήθηκα σ’ αυτόν και του είπα δακρυσμένος:
—Οσιότατε πάτερ, θα γλιτώσω την ζωή μου μετά άπ’ αυτή την εγχειρίσει;
—Άκουσε με, αδελφέ Ιωάννη, μου είπε, να έχεις πίστη στο Θεό και θα γίνεις καλά και σύντομα θα πάς στο μοναστήρι του Σέκου και εκεί θα γίνεις μοναχός και ιερεύς.
Αυτή ή προφητεία του πατρός Βικέντιου εκπληρώθηκε το φθινόπωρο του έτους 1918.

5) Άφ’ ότου έγινε στάρετς στο μοναστήρι του Σέκου, συχνά δίδασκε τους μοναχούς λέγοντας:

—Αδελφοί, να κάνουμε το έργο του Κυρίου χωρίς τεμπελιά, διότι είμεθα μισθωτοί εργάτες στην ζωή Του και καθένας όπως εργασθεί, θα πληρωθή. Τίποτε να μην κάνουμε με καταναγκασμό, τίποτε για χρήματα, τίποτε χωρίς ευλογία ή με γογγυσμό, για να μη χάσουμε τον μισθό μας την ήμερα της Κρίσεως. Διότι «όποιος κάνει υπακοή με αγάπη, επιτελεί λειτουργία».

6) Άλλη φορά πάλι έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:

—Όλα τα του μονάχου είναι άγια, διότι ό μοναχός είναι αφιερωμένος στον Θεό. Γι’ αυτό να γίνεται ή εργασία του με ευλογία, ό λόγος του να είναι συνετός και αρτυμένος με αλάτι, ή προσευχή του καθαρή σαν κερί και θερμή σαν φωτιά, το κελί του απλό σαν σπηλιά, αλλά άγιο σαν εκκλησία.

7) Ό πρωτοσύγκελος Βικέντιος απαγόρευε στους μοναχούς να ψαρεύουν.
Μια φορά του είπε ό μαθητής του:
—Άγιε ηγούμενε, δός μου άδεια να πιάσω ψάρια από την λίμνη.
—Γιατί να σκοτώσεις τα ψάρια για την λαιμαργία σου;
—Τότε οί μαθηταί του Χριστού πώς έπιαναν ψάρια από την θάλασσα της Γαλιλαίος; πρόσθεσε ό αδελφός.
—Και μήπως είσαι μαθητής του Χριστού; τον ρώτησε ό Γέροντας. Και ντράπηκε ό αδελφός από τα λόγια του.

8) Διηγούντο οί μαθηταί του ότι ό πατήρ Βικέντιος δεν έκρινε ουδέποτε κανένα, οποιοδήποτε αμάρτημα έβλεπε να κάνη, αλλά αμέσως προσευχόταν και έκλαιγε γι’ αυτόν.

9) Κάποτε ήλθε σ’ αυτόν ένας καλόγερος και του είπε: Άγιε ηγούμενε, είδα κάποιον να τρώγει γλυκά σε ήμερα νηστείας.

—Μην κρίνεις, μην κρίνεις αδελφέ, του απάντησε ό γέροντας. Ίσως να του πήρε ό Θεός το μυαλό, γι’ αυτό έφαγε.

10) Μια ήμερα είδε ό στάρετς δύο αδελφούς να συζητούν στο στασίδι και τους είπε:
—Μη μιλάτε αδελφοί στην εκκλησία. Ούτε οί άγγελοι δεν μιλούν εδώ, και εσείς μιλάτε;

11) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι δεν επέτρεπε στους μοναχούς να πηγαίνουν στα κελιά άλλων, να περιφέρονται στο μοναστήρι χωρίς σκοπό ή να πηγαίνουν στην εκκλησία χωρίς σκούφο. Όταν πάλι κάποιος απουσίαζε από τίς ακολουθίες χωρίς εύλογη αιτία, του έβαζε κανόνα.

12) Λέγουν οί μαθηταί του ότι πάντοτε έμπαινε μεταξύ των πρώτων στην εκκλησία και έβγαινε τελευταίος. Όταν έμπαινε, πήγαινε γρήγορα, για να μην τον προλάβει άλλος. Όταν πάλι έβγαινε από την εκκλησία, βάδιζε αργά, με το πρόσωπο χαρούμενο και φωτισμένο.

13) Διηγούντο ομοίως οί μαθηταί του ότι ό πατήρ Βικέντιος ουδέποτε δεχόταν υπηρεσία από τους ανθρώπους. Και όταν τελείωνε ή θεία Λειτουργία, δεν συζητούσε με κανένα, για να μπορεί να μιλάει μόνο με τον Θεό. Είχε τόση κατάνυξη από τον φόβο του Θεού και από την χαρμολύπη, ώστε πάντοτε έκλαιγε όταν λειτουργούσε.

14) Όταν πλησίαζε το μεσονυκτικό, ό στάρετς κτυπούσε πάντοτε στην πόρτα του μαθητού του και του έλεγε:

Σήκω, αδελφέ Γεώργιε, να πάμε στην Εκκλησία, διότι ή ώρα είναι δώδεκα.
Κατόπιν έψαλλε ένα τροπάριο, μέχρι να ξυπνήσει ό υποτακτικός και αμέσως μετέβαιναν για τον όρθρο.

15) Έλεγε πάλι το καλογέρι ότι κάθε πρωί στις 5 ακριβώς ό πατήρ Βικέντιος κτυπούσε την καμπάνα για την έγερση των μοναχών.
Γιατί κτυπάς την καμπάνα κάθε πρωί, Οσιότατε πάτερ; Τον ρώτησαν μερικοί.
Για να σηκωθούν οί πατέρες και οί αδελφοί στην προσευχή, να κάνουν ενωρίς τα καθήκοντα των και τον μοναχικό των κανόνα.
Μετά το κτύπημα της καμπάνας κτυπούσε στην πόρτα του κελιού του υποτακτικού του, λέγοντας: Σήκω, αδελφέ Γεώργιε, στην προσευχή! Άιντε, αγαπητέ, να αινέσουμε τον Κύριο. Να, τα πουλάκια κελαηδούν έξω και εμείς γίναμε ρεζίλι.
Και εάν ό υποτακτικός ενικάτο από τον ύπνο του έλεγε:
Πήγαινε στο πηγάδι να μου φέρεις έναν κουβά νερό, διότι δεν έχω με τι να πλύνω.
Αφού τελείωσε τα καθήκοντα του ό πατήρ Βικέντιος, έψαλλε κατά την συνήθεια του ένα ύμνο. Κατόπιν φορούσε τα ράσα και πήγαινε στην Εκκλησία.

16) Κάποτε τον ρώτησε ό υποτακτικός του: Γιατί δεν κοιμάσαι την νύκτα, πάτερ Βικέντιε; Εάν έλθη ό Νυμφίος το μεσονύκτιο; Να με εύρη κοιμισμένο; απάντησε ό Γέροντας. Και ωφελήθηκε ό μαθητής από την άσκηση του.

17) Μετά τον όρθρο ό πατήρ Βικέντιος στεκόταν στο μέσο της Εκκλησίας και ρωτούσε:
—τι άγιο έχουμε σήμερα; Διαβάσατε την ζωή του αγίου σήμερα; Κοιτάξτε πώς νήστευαν και προσεύχονταν οί άγιοι του παλαιού καιρού, κοιτάξτε πώς υπέμεναν οί μάρτυρες! Ενώ εμείς, πατέρες, τρώγομαι και κοιμώμεθα.
Αφού εξηγούσε την ζωή του αγίου με ευλάβεια, πρόσθετε: —Να, ή ώρα είναι 2,30. Τώρα πηγαίνετε στα κελιά σας, διαβάστε την Παράκληση της Παναγίας και κατακλιθείτε.

18) Μερικές φορές έλεγε στον υποτακτικό του:
Αδελφέ Γεώργιε, να έλθεις το βράδυ με όλους τους άλλους σε μένα!
Το βράδυ μιλούσε με τους αδελφούς ψυχωφελή λόγια από την Αγία Γραφή, από την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και από την ζωή των οσίων μοναχών μέχρι τα μεσάνυκτα. Τους δίδασκε την προσευχή του Ιησού, τους συμβούλευε πώς να φυλάγονται από τίς παγίδες του εχθρού, τους παρηγορούσε πνευματικά, τους μάθαινε να ζωγραφίζουν και να ψάλλουν βυζαντινή μουσική. Στην συνέχεια έψαλλε μόνος του ένα προσόμοιο με φωνή λεπτή και γλυκεία και με μάτια δακρυσμένα έλεγε:
Αδελφοί, ας πάμε στην Εκκλησία. Χτύπησε το σήμαντρο για τον όρθρο!

19) Έλεγε πάλι ό μαθητής του, ότι εάν έβλεπε κανένα πατέρα ή αδελφό λυπημένο και απελπισμένο, αμέσως τον ρωτούσε με πραότητα:
—Γιατί είσαι στενοχωρημένος και πικραμένος, αδελφέ; Έχεις ανάγκη από τίποτε;
Μετά άφηνε την ακολουθία, καλούσε τον αδελφό στο κελί του και του έλεγε λόγια παρηγορητικά, του έδινε ένα καλό βιβλίο, χρήματα για ρούχα, κάτι από το φαγητό του, από τα δώρα πού πήγαιναν στην Εκκλησία και τον απέλυε εν ειρήνη. Άλλα κρασί δεν έδινε σε κανέναν στο κελί, για να μη τον ρίξει σε πειρασμούς.

20) Κάποτε πήγε ό μαθητής στο λιβάδι πού ήταν στο βουνό. Εν τω μεταξύ ό πατήρ Βικέντιος του καθάρισε το κελί, του σφουγγάρισε το πάτωμα, τίναξε τα ρούχα, έβαψε την σόμπα και του άναψε το καντήλι. Το βράδυ όταν επέστρεψε από την υπηρεσία, του είπε Ο πατήρ:
—Κοίταξε πώς πρέπει να είναι το κελί ενός μονάχου. Απλό και καθαρό σαν εκκλησία!

21) Άλλοτε έλεγε ό μαθητής προς τον Πνευματικό πατέρα:
—Οσιότατε πάτερ, φτιάξε ή πανοσιότής σου μια καλλίτερη στολή, διότι είσαι στάρετς και σε βλέπει ό κόσμος.
—Δεν αξίζω! Δεν αξίζω άλλη, αδελφέ Γεώργιε! Είθε να σωθώ μ’ αυτήν από την αμαρτία!

22) Έλεγε ό μαθητής για τον γέροντα του:
—Ό πατήρ Βικέντιος ήταν πολύ αγωνιστής. Πολλές φορές βάδιζε το καλοκαιρι ξυπόλυτος, ή με αρβύλες στα πόδια. Στο κελί του είχε μόνο μια μοναδική καλή στολή, την οποία πήρε στην εκκλησία. Τα υπόλοιπα ρούχα του ήταν παλαιά και μπαλωμένα, αλλά πάντοτε καθαρά.

23) Έλεγε ακόμη ό μαθητής και αυτά:
—Δεν είδα στο κελί του πατρός Βικέντιου ούτε κρεβάτι, ούτε προσκέφαλο, ούτε σκεπάσματα, ούτε ρούχα περιττά, παρά μόνο μερικά βιβλία, ένα τραπέζι, ένα καντήλι αναμμένο, ένα σταυρό και ένα έπιτραχήλι με το όποιο εξομολογούσε. Δεν γνωρίζω που και πώς κοιμόταν, ούτε πώς προσευχόταν στο κελί, αλλά πάντοτε τον εύρισκα άγρυπνο και γαλήνιο στο πρόσωπο.

24) Ό Πρωτοσύγκελος Βικέντιος Μαλάου αγαπούσε τόσο πολύ την Εκκλησία του Χριστού, ώστε εσχόλαζε μέσα σ’ αυτήν ήμερα και νύκτα. Μόνος του έκανε την καθαριότητα, έπλενε το δάπεδο, στόλιζε το Ιερό Βήμα, ξεσκόνιζε τίς εικόνες, έβαφε τα στασίδια, καθάριζε τίς αγιογραφίες, άσπριζε τους εξωτερικούς τοίχους της εκκλησίας. Ή όψης του ήταν πάντοτε πραεία και χαρούμενη.

25) Έλεγε ό ένας από τους μαθητάς του ότι κάποτε ήλθε στο μοναστήρι ό νομάρχης με μερικούς καθηγητές. Ό πατήρ Βικέντιος, ντυμένος με παλαιά ρούχα, άσπριζε την εκκλησία:
—Που είναι ό στάρετς του μοναστηρίου; Τον ρώτησαν αυτοί. Θέλουμε να μιλήσουμε μ’ αυτόν.
—Πηγαίνω να τον καλέσω, είπε ό πατήρ Βικέντιος. Περιμένετε λίγο.
Άλλα, αυτοί σαν έμαθαν από τους άλλους ότι αυτός είναι ό στάρετς και σαν τον είδαν τόσο κακοντυμένο, αμέσως αναχώρησαν.

26) Κάπου-κάπου τον ρωτούσαν οί άνθρωποι: —Πάτερ ηγούμενε, με τι κάνατε τόσες επιδιορθώσεις στην Εκκλησία και στα κελιά;
—Με το έλεος του Θεού και με την βοήθεια των ανθρώπων, απάντησε ό πατήρ. Εάν δαπανήσουμε σήμερα χίλια λέϊ (4.000 δρχ.), αύριο θα έλθουν δύο χιλιάδες. Εάν αποσύρουμε δύο χιλιάδες από το χρηματοκιβώτιο, αύριο ευρίσκουμε τέσσαρες χιλιάδες στην ίδια θέση.

27) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι την νύκτα της 11 Νοεμβρίου πέρασε μόνος του μέχρι το πρωί στο Άγιο Βήμα με προσευχή και δάκρυα προς τιμή και μνήμη των αγίων Μαρτύρων Μηνά, Βίκτορος και Βικέντιου. Το ίδιο έκανε και άλλες νύκτες της χρονιάς.

28) Έλεγαν πάλι ότι την πρώτη ήμερα του Πάσχα, όταν έρχονταν όλοι μαζί στην τράπεζα με την εικόνα της Αναστάσεως και οι τράπεζες ήταν γεμάτες δώρα, ό πατήρ Βικέντιος καθόταν στο μέσο της τραπέζης, έτρωγε λίγο από τα φαγητά και κατόπιν μιλούσε με πνευματικές διδαχές επί δύο ώρες. Τα λόγια ήταν τόσο γλυκά και ζωντανά, ώστε οι πατέρες άφηναν το φαγητό και τον άκουγαν με δάκρυα.

29) Έλεγε ακόμη ό πατήρ Βικέντιος σ’ αυτούς πού τον ρωτούσαν ότι σαν τα κόκκινα αυγά φαντάζεται τα δάκρυα της Μητέρας του Κυρίου, τα όποια έχυσε στον Γολγοθά, όταν ό Υιός της ήταν σταυρωμένος στον σταυρό.

30) Όταν έρχονταν οί πιστοί στο μοναστήρι, κτυπούσαν στην πόρτα του πατρός Βικέντιου και τον ρωτούσαν:
Πάτερ, ήλθαμε στο μοναστήρι να κάνουμε ευχέλαιο, να παρακολουθήσουμε τίς ακολουθίες, να εξομολογηθούμε. Άλλα ποιος θα μας εξυπηρετήσει;
—Εγώ να σας εξομολογήσω, αδελφοί μου, απαντούσε ό Γέροντας με αγάπη. Κατόπιν ασχολείτο με αυτούς όλη την νύκτα. Άκουγε τίς στενοχώριες τους. τους εξομολογούσε. τους ώρισε τον κανόνα, τους παρηγορούσε με διδακτικά και πνευματικά λόγια και τους ανέπαυε σε δωμάτια. Την δεύτερη ημέρα πάλι τους οδηγούσε στην τράπεζα, τους μετέφερε μόνος του το φαγητό, τους έδινε ψωμί για τον δρόμο, τους συνόδευε μέχρι την πόρτα, τους ευλογούσε και τους απέλυε εν ειρήνη.

31) Έλεγαν οί γέροντες πού τον γνώρισαν ότι ό πατήρ Βικέντιος δίδασκε τόσο ωραία τους ανθρώπους, ώστε όλοι όσοι τον άκουγαν έκλαιγαν.
—Αγαπητοί μου, τους έλεγε, ήλθατε από μακριά με τα σακίδια στην πλάτη, ξυπόλυτοι από τα βουνά, κατάκοποι, πεινασμένοι, για να προσκυνήσετε στο άγιο μοναστήρι! Καλώς ήλθατε αδελφοί. Ό Θεός να μέτρηση τα βήματα σας… (Στην γλώσσα μας: να πλήρωση τον κόπο σας).
Κατά την αναχώρηση πάλι τους έλεγε:
—Ασπασθείτε, αδελφοί, την γη αυτή, διότι είναι τόπος Ιερός. Εδώ έζησαν τόσοι πολλοί όσιοι, τους οποίους μόνο ό Θεός τους γνωρίζει. Και οί πιστοί προσκυνώντας αναχωρούσαν για πιο πέρα.

32) Ένας αδελφός πού έγινε μοναχός εκείνο τον καιρό, ρώτησε τον π. Βικέντιο:
Πανοσιώτατε, τι να κάνω για να σωθώ;
Άκουσε με αδελφέ, να προσπαθείς να εκπληρώνεις κάθε τι πού υποσχέθηκες και εξάπαντος θα σωθείς.
Πω, πω, πάτερ, φρίττω μπροστά στις καλογερικές υποσχέσεις!
—Μη φοβάσαι αδελφέ! Έχε ελπίδα, διότι έλαβες το Άγιο Πνεύμα. Άρχισε να δουλεύεις λίγο-λίγο, για να συνηθίσεις στα καλά έργα. Ζήτησε κατ’ αρχήν να απόκτησης καθαρή συνείδηση και να συγχωρείς όσους σου έφταιξαν πριν δύση ό ήλιος. Κατόπιν φύλαξε τον νου σου από τους κακούς λογισμούς, κάνε με αγάπη οποιαδήποτε υπηρεσία και λέγε πάντοτε το «Κύριε Ιησού Χριστέ…».
Λοιπόν, αγαπητέ μου, άκουσε με και δεν θα σφάλεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον να εργάζεσαι στον αγρό της ψυχής σου.

33) Ένα άλλο πνευματικό του παιδί τον ρώτησε:
Πάτερ Βικέντιε, τι να κάνω για να σωθώ; Τότε ό Γέροντας του έδωσε ένα χαρτί, στο όποιο έγραφε:
Να εξομολογείσαι τίς αμαρτίες σου όσο πιο συχνά μπορείς. Να κάνης τον κανόνα και τα υπόλοιπα πνευματικά σου στο κελί, να λέγεις αδιάκοπα την νοερά προσευχή, να κάνης υπακοή σε όλα και σε όλους. Να αγαπάς την έρημία, για να είσαι απαλλαγμένος από το να ακούς, να βλέπεις, να ορέγεσαι και να κρίνεις το σωστό και το άδικο. Να θεωρείς όλους μπροστά σε σένα αγίους. Αγωνίσου να κάνης αυτά με αγάπη και θα σωθείς. Αν όμως δεν εκτέλεσης αυτά λόγω αμελείας, τότε γιατί τα υποσχέθηκες; τι αθεράπευτη παραφροσύνη είναι να ορκίζεσαι, χωρίς να ανταποκρίνεσαι στους όρκους!

34) Έλεγαν τα καλογέρια του ότι ό πατήρ Βικέντιος ουδέποτε άγγιζε την Αγία Τράπεζα χωρίς μεγάλη ανάγκη, και επάνω σ’ αυτήν δεν ανεχόταν να τοποθετηθεί τίποτε, εκτός από τα απαραίτητα ιερά σκεύη. Όταν τελείωνε την θεία Λειτουργία, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο και προσευχόταν με τα χέρια τοποθετημένα σταυροειδώς στο στήθος, ενώ όταν μνημόνευε τα διάφορα ονόματα των πιστών, στεκόταν γονατιστός δίπλα στην Αγία Τράπεζα και προσευχόταν για όλους με δάκρυα.

35) Κάποτε ένας Ιερεύς έφερε τσουρέκι στο Άγιο Βήμα. Τότε ο Γέροντας του είπε:
Πάτερ, δεν γνωρίζεις ότι κατά το τυπικό δεν επιτρέπεται να φέρεις τσουρέκι, τυρί και αυγά στο Άγιο Βήμα; Πρέπει να κάνης 200 μετάνοιες για αυτό. Άλλα δεν μου επιτρέπεται να βάζω κανόνα• στους ιερείς. Γι` αυτό θα κάνω εγώ αυτόν τον κανόνα.

36) Στην εξομολόγηση ό πατήρ Βικέντιος ήταν πολύ πράος και έμπειρος. Πάντοτε έδινε θάρρος στον άνθρωπο και ήλπιζε στο έλεος του Θεού.
—Άκουσε με, έλεγε ό γέροντας, εξομολογήσου εδώ ενώπιον του Χριστού κάθε τι πού έχεις στην ψυχή σου. Μη κρύψεις τίποτε, ούτε να με ντραπείς, διότι και εγώ είμαι άνθρωπος και δεν έχω ανάγκη να μαθαίνω τα αμαρτήματα σου. Λοιπόν, αγαπητέ μου, λέγε κάθε τι στο όποιο έσφαλες και ως άνθρωπος μετανόησε, και ό Θεός θα σε συγχώρηση δια μέσου εμού του αμαρτωλού κατά το μέγα έλεος Του. Μόνο να παύσης την αμαρτία.
Στην συνέχεια έβαζε και λίγο κανόνα-μετάνοιες, νηστεία και ελεημοσύνη

37) Έλεγε ό μαθητής του ότι ό πατήρ Βικέντιος πολύ δύσκολα δεχόταν στην εξομολόγηση εγγάμους ιερείς και Πνευματικούς.
Άκουσε με, πάτερ, έλεγε ό Γέροντας, πήγαινε στον πατέρα Αμβρόσιο του μοναστηρίου του Νεάμτς. Αυτός είναι ό Πνευματικός των Ιερέων. Γιατί δεν εξομολογείς ιερείς; Τον ερώτησε ό μαθητής του. “Έε, Αδελφέ, είναι πολύ δύσκολο να εξομολογείς ιερείς και Πνευματικούς. Αυτοί έχουν μεγάλη ευθύνη ενώπιον του Θεού.

38) Μια ήμερα είπε ό Γέροντας μπροστά σε όλους:
Πατέρες, έρχονται οί λαϊκοί από μακριά στο μοναστήρι με το σακούλι γεμάτο δώρα. Λοιπόν εμείς παίρνουμε τα δώρα και τους αφήνουμε να φύγουν με αδειανά τα χέρια. Τίποτε δεν τους δίνουμε όταν φεύγουν. Άλλα ποιος από εμάς προσεύχεται με νηστεία και δάκρυα γι’ αυτούς; Η ποιος τους δίνει συμβουλές και λόγια παραμυθητικά; Ποιος επί πλέον κάνει μετάνοιες για τους λαϊκούς; Αλίμονο από εμάς, πατέρες! Να ξέρετε ότι θα μας κρίνει ό Θεός στην Μέλλουσα Κρίση.

39) Το έτος 1927, στην εορτή του μοναστηρίου του Σέκου, ήλθε πολύς κόσμος. Ό πατήρ Βικέντιος τους δεχόταν όλους με αγάπη, τους ανέπαυε σωματικά και τους φιλοξενούσε, ενώ τα δώρα πού είχαν φέρει τα μοίραζε στους υπηρέτες, στους μοναχούς και στους πτωχούς. Βλέποντας αυτά ό ταμίας της Μονής του είπε:
Άγιε ηγούμενε, όλα τα δώρα τα μοιράζεις. Τελικά τι θα μείνει για το μοναστήρι, αφού ξοδεύονται τόσα πολλά λέϊ για την εορτή;
Άφησε, πάτερ Ευθύμιε. Σήμερα πανηγυρίζουμε την ήμερα προς τιμήν του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Στην εορτή του μοναστηρίου δεν πρέπει να αποκτούμε κέρδη, αλλά να κάνουμε ελεημοσύνη σ’ όλους. Αυτή είναι ή αληθινή πανήγυρης.

40) Έλεγε ό υποτακτικός του, ότι μια από τίς ήμερες του νέου χρόνου συγκεντρώθηκε ή αδελφότης στο ηγουμενείο να ευχηθεί στον πατέρα Βικέντιο υγεία και να πάρη την ευλογία του. Τότε ό Γέροντας τους είπε:
Πατέρες και αδελφοί, θα ήτο πρέπον να σας σερβίρω από ένα ποτήρι κρασί, κατά την συνήθεια, αλλά δεν έχω. Εγώ όμως δεν θα δώσω κρασί, το όποιο πολλές φορές βλάπτει την ψυχή, αλλά θα σας ειπώ λόγια ωφέλιμα από τους αγίους Πατέρας, τα όποια χαρίζουν την αληθινή ζωή. Μη περιμένετε από μένα λόγια υψηλά, διότι αυτά είναι να τρώγεις χωρίς να χορταίνεις. Ενώ εάν είναι στον ουρανό. Εκεί να μας βοηθήσει ό Θεός να συναντηθούμε όλοι μαζί.
αφού τους δίδασκε από την ζωή και την διδασκαλία του μεγάλου Βασιλείου, κατέληξε στα έξης:
—Να μη απογοητευώμεθα, πατέρες, εάν ποτέ σφάλουμε, αλλά να έξομολογούμεθα, να διώχνουμε την αμαρτία και να έχουμε ελπίδα. Διότι ό Θεός ως καλός Πατέρας πάντοτε μας περιμένει με τα χέρια ανοικτά.

41) Ήλθε στον πατέρα Βικέντιο ένας ενάρετος στάρετς και μίλησαν οί δυο τους ώρες πολλές για την σωτηρία της ψυχής.
Στην συνέχεια του είπε ό Γέροντας:
Πάτερ ηγούμενε, ή άγιότης σου υποχρεώνει τους μοναχούς να νηστεύουν επί 2-3 ήμερες, ακόμη κι όταν μερικοί δεν μπορούν. Δεν είναι καλλίτερα να τους αφήνεις κατά την δύναμη και την θέληση τους; Εγώ δεν κάνω έτσι. Τους βάζω νηστεία, αλλά με ψωμί στην τράπεζα. Πιστεύω ότι μεγαλύτερο μισθό θα έχουν. Τους διδάσκω εκ των προτέρων να νηστεύουν, αλλά να τρώγουν ψωμί. Διότι ό Θεός αγαπά όποιον έχει καλή προαίρεση.

42) Έλεγε ό μαθητής ότι ό πατήρ Βικέντιος πήγαινε μερικές φορές στο μαγειρείο και έλεγε στον μάγειρα:
—Άκουσε, πάτερ: Κάνε αρκετό φαγητό για όλους τους ανθρώπους. Βάλε λάδι όσο χρειάζεται και να βράση καλά, να γίνη καλό, για να μη διαμαρτύρεται κανείς, ούτε να αρρωσταίνουν οί πατέρες.

43) Έλεγε πάλι ό μαθητής ότι ό Γέροντας μετέβαινε κανονικά στην τράπεζα με τους πατέρας, αλλά ό ίδιος δεν έτρωγε. Μόνο το βράδυ γευόταν λίγο. Υπηρετούσε στην τράπεζα, διάβαζε λόγους διδασκαλίας και παρατηρούσε με αγάπη τον καθένα καθώς έτρωγε.
Μερικές φορές του έλεγαν οί άλλοι: —Φάγε και ή πανοσιότης σου, πάτερ ηγούμενε. —Συγχωρέστε με, πατέρες, έφαγα στο ηγουμενείο λίγο και δεν μπορώ πλέον να φάω άλλο. Αλίμονο, έχω χορτάσει!

44) Διηγούντο ακόμη γι’ αυτόν ότι εάν παρατηρούσε στο φαγητό κάποιον ό όποιος δεν έτρωγε, τον πλησίαζε και του έλεγε:
Γιατί στέκεσαι και δεν τρώγεις; Πάρε αδελφέ και φάγε. —Συγχώρεσέ με, Πανοσιώτατε, χόρτασα. —Έτσι, αδελφέ, να έγκρατεύεσαι κατά την ώρα του φαγητού. Ή καλλίτερη νηστεία νηστεύεις από φόβο προς τον ηγούμενο, αυτό είναι νηστεία από ανάγκη και όχι από αγάπη.

45) Έλεγαν οι μαθηταί του ότι ή μεγαλύτερη αρετή του στάρετς ήταν ότι δεν έκρινε ουδέποτε κανένα, αλλά πάντοτε διατηρούσε τον νου του καθαρό. Μια ήμερα πού εργαζόταν στον κήπο με τους αδελφούς, παρατήρησε μερικούς να γελούν και να αργολογούν. Ανα
στέναξε τότε μέσα του και είπε:
Ε! αδελφοί, φέρνω στον νου μου αυτό πού έλεγε ό άγιος Παύλος: «Ποτέ δεν εξήλθε κενός λόγος από το στόμα μου». Ενώ εγώ ό παλιάνθρωπος πάντοτε συκοφαντώ, γογγύζω, αργολογώ με τους αδελφούς μου και γελώ, ενώ θα έπρεπε να κλαίω για τίς αμαρτίες μου. Αλίμονο μου, αδελφοί, πλησιάζει ή ώρα του θανάτου μου και δεν ξέρω τι απολογία θα δώσω ενώπιον του Χριστού!

Και οι αδελφοί πού άκουσαν αυτά, σώπασαν και ντροπιάστηκαν από τα λόγια του.
46) Έλεγαν πάλι τα πνευματικά του παιδιά ότι ό πατήρ Βικέντιος αγρυπνούσε σχεδόν κάθε νύκτα. Το καλοκαιρι αγωνιζόταν στο δάσος και τον χειμώνα στο κελί. Όταν νύχτωνε, έπαιρνε το ψαλτήρι στον ντορβά, το φανάρι και τα σπίρτα και χανόταν μέσα στο δάσος. Εκεί προσευχόταν μόνος του και έκανε χιλιάδες μετάνοιες. Τα χαράματα επέστρεφε στο κελί απαρατήρητος και κτυπούσε την καμπάνα για την έγερση των αδελφών.

47) Κάποτε έκαμε επίσημη επίσκεψη στο μοναστήρι ό μητροπολίτης Ιασίου Ποιμήν. Αφού προσκύνησε στην εκκλησία, του είπε Ο στάρετς:
Σεβασμιότατε, να πείτε λόγον ωφελείας στους πατέρας.
Καλά, πάτερ Βικέντιε, να τους πω: Οσιότατοι πατέρες, με το θέλημα του Θεού και τίς ευχές του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού ως προστάτου αυτού του μοναστηρίου, έχετε ένα στάρετς με αγία ζωή, πού δεν έχω ιδεί σ’ άλλο μοναστήρι της Μολδαβίας. Σάς παρακαλώ να τον υπακούετε σ’ όλα και να τον μιμείσθε στην ζωή του και πιστεύω ότι με την χάρι του Χριστού όλοι σας θα σωθείτε!

48) Έλεγε κάποτε ό πατήρ Βικέντιος προς τους Πνευματικούς των μοναστηριών:
Πατέρες, μεγάλο είναι το μυστήριο του ιερέως και του Πνευματικού και Αλίμονο μας εάν χάσουμε την εμπιστοσύνη μας στον Χριστό. Διότι θα κριθούμε για κάθε μια ψυχή. Πατέρες, εγώ πιστεύω ότι στους χίλιους Πνευματικούς λίγοι θα σωθούν, καθώς μας
μόνος με το ντορβά στην πλάτη, όπου είχε μέσα το άγιο Ευαγγέλιο διδάσκει και ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος ότι ή πνευματική πατρότητα είναι ή δυσκολότερη αποστολή στον κόσμο!

49) Έλεγε ό μαθητής του ότι ό πατήρ Βικέντιος δεν ελάμβανε ουδέποτε χρήματα για την εξομολόγηση ή για οποιαδήποτε τελετή. Τα πάντα τελούσε δωρεάν με πίστη και αγάπη, καθώς διδάσκει ό Χριστός: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δοτέ» (Ματθ. 20, 8). Ομοίως δεν δεχόταν στο κελί χρήματα για μνημόνευση, αλλά έλεγε:
Πήγαινε και δός τα στην Εκκλησία, αδελφέ!

50) Σ’ αυτόν τον μεγάλο πατέρα έρχονταν καθημερινά πολλοί πτωχοί να ζητήσουν βοήθεια. Όταν κτυπούσε κάποιος την πόρτα, αμέσως άνοιγε και έλεγε:
—Αλίμονο μου, κτύπησε ό Χριστός την πόρτα του κελιού μου και δεν έχω να του δώσω ελεημοσύνη!
Και αμέσως έπαιρνε ότι εύρισκε μπροστά του και το μοίραζε, είτε Ένα προσόψιο από το καρφί, είτε ένα ζευγάρι κάλτσες, είτε μερικά χρήματα, είτε ένα κομμάτι ψωμί. Και εάν δεν είχε τίποτε, έτσι πρόχειρα, έλεγε στους πτωχούς:
Περιμένετε με λίγο έξω!
Τότε αυτός έμπαινε στο κελί, έβγαζε το υποκάμισο του ή τίς αρβύλες πού φορούσε και τα έδινε στους πτωχούς, λέγοντας: Πάρτε, αδελφοί, αυτά τα λίγα διότι δεν έχω αλλά σήμερα. Κατόπιν πρόσθετε: Ελατέ να φάτε στην τράπεζα. Μη φύγετε πεινασμένοι.
Και τους υπηρετούσε με τα ίδια του τα χέρια.

51) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι ουδέποτε φορούσε καινούργια ρούχα, αλλά μόνο παλαιά και πάντοτε καθαρά. Μερικές φορές δεν είχε άλλο υποκάμισο να αλλάξει, διότι όλα τα έδινε ελεημοσύνη. Γι’ αυτό φορούσε πάντα στο λαιμό ένα κασκόλ μαύρο μακρύ μέχρι την μέση, για να μην ίδή κανείς ότι δεν φορούσε υποκάμισο.

52) Όταν ό πατήρ Βικέντιος πήγαινε στην πόλη Τιργκόβιστα- Νεάμτς να αγοράσει ψώνια για το μοναστήρι, συγκεντρώνονταν τριγύρω του όλοι οί πτωχοί από τα καλντερίμια, παιδιά ορφανά, χήρες, χωλοί, τυφλοί, ζητιάνοι. Και ή πανοσιότης του τους έδινε ελεημοσύνη, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος ήταν σε χρήματα. Από τα εναπομείναντα χρήματα έκανε τα ψώνια και επέστρεφε πίσω.

53) Έλεγαν οί μαθηταί του ότι το καλοκαίρι του έτους 1928, Όταν εξελέγη Πνευματικός στο μοναστήρι Άγαπία, διέσχιζε τα όρη τον σταυρό, το ευχολόγιο, το επιτραχήλιο και μια αλλαξιά ρούχα. Αυτά ήταν όλη ή περιουσία του.

54) Έλεγαν πάλι ότι ό πατήρ Βικέντιος προσκαλείτο μερικές φορές στις πανηγύρεις των μοναστηριών, όπου πήγαινε με αγάπη. αφού ευλογούσε, έπαιρνε από το φαγητό τρεις κουταλιές ενώ το ποτήρι με το κρασί μόνο το άγγιζε στα χείλη του και υστέρα έλεγε:
Ευχαριστώ τον Θεό. τι καλά φάγαμε! Ό Θεός να συγχώρηση τους κεκοιμημένους!
Συνεχίστε, πάτερ, και φάγετε μαζί μας. Μη σηκώνεστε από την τράπεζα πεινασμένος, επέμεναν οί μοναχές.
Έφαγα. Συγχωρέστε με. Ας πηγαίνω, διότι με περιμένει ό Χριστός στο κελί.
Και αμέσως αναχωρούσε.

55) Κάποτε ήλθε ένας χριστιανός στον Γέροντα και του είπε:
Πάτερ, ό τάδε άνθρωπος μου προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια. Δεν μπορώ να τον υποφέρω. Πέστε μου τι να κάνω;
Άκουσε με, αγαπητέ μου. Μη καταδικάζεις τον αδελφό ματαίως διότι όχι αυτός, αλλά ό διάβολος είναι ό ένοχος. Λοιπόν, μη διαλύεις τον νόμο της αγάπης πού είναι ακριβότερος από ό,τιδήποτε άλλο στον κόσμο.

56) Άλλη φορά ήλθαν μερικοί μοναχοί σ’ αυτόν και του είπαν:
—Πάτερ Βικέντιε, πέστε μας ένα ωφέλιμο λόγο.
—Πατέρες —λέγει ό γέροντας— τίποτε δεν θα μας ζήτηση ό Χριστός στο Δικαστήριο παρά μόνο αυτά: Γιατί δεν μετανοήσαμε, γιατί δεν κλάψαμε τις αμαρτίες μας, γιατί ζήσαμε με το καντήλι της ψυχής μας σβηστό. Λοιπόν αγωνιστείτε αδελφοί μου, αγωνιστείτε για την μετάνοια. Διότι να, έρχεται ή νύκτα, οπότε κανείς δεν μπορεί τίποτε να εργασθεί. Έρχεται ό θάνατος χωρίς είδηση και μας ευρίσκει στην αμαρτία. Ας είμεθα έτοιμοι, πατέρες, ας είμεθα έτοιμοι για το ταξίδι!

57) Ήλθε κάποτε μια μοναχή στον πατέρα Βικέντιο και τον ερώτησε:
Πανοσιώτατε, έρχεται ένας συγγενής μας. Έχουμε ευλογία να τον φιλοξενούμε στο κελί μας;
—Γερόντισσα, άκουσε με. ούτε μια ώρα να μη δέχεσαι λαϊκούς στο κελί σου, αλλά μόνο στο αρχονταρίκι. Διότι το κελί του μονάχου είναι εκκλησία, είναι μυστικός θάλαμος και τόπος αθλητικός. Ενώ ή συζήτησης με τους λαϊκούς διώχνει το πένθος του μοναχού, σβήνει το καντήλι της προσευχής και απομακρύνει τον Χριστό από την καρδιά του.

58) Εάν παρατηρούσε κανένα λαϊκό να κάνη εύτραπελίες στο μοναστήρι αμέσως του έλεγε:
Άκουσε με, αδελφέ. Πρέπει να αναχώρησης το γρηγορότερο πριν από την δύσι του ηλίου από το μοναστήρι, διότι εδώ τα πάντα είναι φωτιά. Εδώ είναι ό τόπος Ιερός, όπου εκατό ψυχές προσεύχονται στον Χριστό. Εδώ οί προσευχές και οί μετάνοιες δεν σταματούν καθόλου, ούτε τα καντήλια των μοναχών σβήνουν. Γι’ αυτό είναι πρέπον να εισέρχεται με συστολή, να βαδίζεις αθόρυβα, να έχεις το βλέμμα σου κάτω, να μην απασχολείς κανέναν με λόγια και να προσεύχεσαι, διότι το μοναστήρι είναι τόπος ιερός.

59) Κάποια ήμερα τον ερώτησαν μερικοί πιστοί χριστιανοί:
—Πάτερ Βικέντιε, άραγε είναι αμαρτία να τρώμε γλυκά τις ήμερες της νηστείας;
—Ακουστέ με, αδελφοί. Κάθε τι πού αναπαύει το σώμα είναι αμαρτία. Όταν ή Εκκλησία απαγορεύει να τρώμε γλυκά, είμεθα υποχρεωμένοι να νηστεύουμε και άπ’ αυτά. Εγώ δεν μπορώ να σας επιτρέψω να τρώγετε. Ενώ, όταν ή Εκκλησία επιτρέπει σ’ όλους, εγώ δεν μπορώ να σας εμποδίσω να μην τρώγετε. Συνεπώς να κάνουμε έτσι όπως μας διδάσκει ή Εκκλησία.

60) Έλεγαν τα καλογέρια του, ότι ό Πρωτοσύγκελος Βικέντιος έτρωγε πολύ λίγο, μόνον όσο χρειαζόταν για να ευρίσκεται στην ζωή. Οτιδήποτε έπαιρνε από φαγητά το μοίραζε στους άλλους και εάν του απέμενε κάτι, το βραδάκι το μετέφερε στις πτωχές
μοναχές και τους έλεγε:
—Γερόντισσα, μ’ έστειλε ό Χριστός στην αγιοσύνη σου, με λίγες τροφές. Σε παρακαλώ, να τίς πάρεις στο όνομα του Κυρίου.

61) Προς τίς μοναχές των μοναστηριών πού είχαν επάρκεια υλικών αγαθών, έλεγε κάπου-κάπου ό γέροντας:
—Ακουστέ τι είπε ό Χριστός: «Μακάριοι οί ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Λοιπόν, μεγάλη τιμωρία θα έχουμε εάν δεν θα κάνουμε ελεημοσύνη. Ό μοναχός πρέπει να τρώγει ένα μόνο είδος φαγητού και αυτό με πολλή εγκράτεια. Ομοίως και στολές από ρούχα να εχη μόνο δύο, μια για τίς εργασίες και μια για την Εκκλησία, και αυτή να είναι απλή.

62) Όταν ερχόταν κανένας πτωχός σ’ αυτόν και δεν είχε τι να του δώσει, πήγαινε στις μοναχές και με παρακλητική φωνή έλεγε:
—Γερόντισσα, ήλθε ό Χριστός σε μένα και δεν έχω τι ελεημοσύνη να του δώσω. Σε παρακαλώ, δάνεισε με 100 λέϊ (400 δρχ.) και όταν θα έχω θα σου τα επιστρέψω.
Και οί μοναχές βλέποντας την αγάπη του για τους πτωχούς του απαντούσαν:
Ορίστε, πάτερ, 100 λέϊ και μη μας τα φέρεις πίσω, διότι θέλουμε και εμείς να ελεήσουμε τον Χριστό. Έτσι ό καλός ποιμήν εξανάγκαζε και τους άλλους να κάνουν ελεημοσύνη.

63) Μια άλλη φορά ήλθε ένας καλόγερος να του ζήτηση πνευματικές συμβουλές και ό γέροντας του είπε: Άκουσε με, πάτερ. Επήρες κάτι σήμερα; Σήμερα να το διαμοίρασης στους άλλους. Τίποτε να μη κράτησης για την δεύτερη ημέρα. ούτε χρήματα, ούτε ψωμί, ούτε δεύτερη στολή. Διότι έχει φροντίδα ό Χριστός να σε τροφοδότηση και για αύριο.

64) Κάποιο χειμώνα του έραψε ή μοναχή Μιχαηλίτσα —ή μητέρα του— μια ολόκληρη καινούργια καλογερική στολή από μάλλινο χοντρό ύφασμα. Άλλα πριν την φορέση ήλθε στον όσιο ένας πτωχός άνθρωπος με την γυναίκα του να ζητήσουν ελεημοσύνη. Είχαν στο σπίτι δέκα παιδιά και εστερούντο από όλα. Τότε τους είπε Ο πατήρ:
Ορίστε αυτή την χονδρή σκούρα στολή. Είναι ιερατική, αλλά μπορείτε να την μετατρέψετε σε στολή για τα παιδιά σας. Για το χειμώνα είναι πολύ ζεστή και είναι ιδική μου. Κάθε τι το μεταχειρισμένο το δίνω τζάμπα. Εμείς έχουμε εδώ άπ’ όλα.
Ευχαριστούμε πάτερ, είπαν οί άνθρωποι και αναχώρησαν.
Λοιπόν, μαθαίνοντας αυτά ή μητέρα του , του είπε αναστενάζοντας:
Πώς έδωσε ό πάτερ ως ευλογία αυτή την στολή μου, έτσι από καλοσύνη; Με τι θα ντύνεται αυτόν τον χειμώνα;
Άσε, γερόντισσα Μιχαηλίτσα, μη κλαις πια —την παρηγόρησαν οί άλλες. Φροντίζει ό Θεός για τον πατέρα Βικέντιο!

65) Έλεγε ή γερόντισσα Λαυρεντία στην υποτακτική της:
Κάποτε πήγα στον πατέρα Βικέντιο για εξομολόγηση και τον βρήκα να πλένει τα ρούχα του. Ήταν ντυμένος με το ζωστικό χωρίς να φορεί υποκάμισο.
Συγχώρεσέ με, γερόντισσα, πού με βλέπεις έτσι. Πλένω το υποκάμισο μου και δεν έχω άλλο ν’ αλλάξω.
Δός μου την ευλογία σου, πάτερ, να σου τα πλύνω εγώ. —”Ε…, γερόντισσα, και ό παπάς τι θα κάνη;

66) Έλεγε πάλι στην υποτακτική της:
Ό πατήρ Βικέντιος κατοικούσε σ’ ένα «λευιτικό» σπίτι δίπλα στου μαθητού του, πρωτοσύγκελου Ευθυμίου. Και έρχονταν σ’ αυτόν πολύς κόσμος για εξομολόγηση και συμβουλές! Αλλά, επειδή δεν εχθρευόταν τον μαθητή του πού περνούσε από μπροστά του, έλεγε στους πιστούς:
—Αδελφοί, πηγαίνετε μερικοί και στον διπλανό πατέρα. Είναι ένας πολύ καλός και έμπειρος Πνευματικός.

67) Έλεγε ή γερόντισσα Λαυρεντία γι’ αυτόν τον μεγάλο Πνευματικό ότι με πολλή τέχνη κατόρθωνε να ελκύει στην εξομολόγηση τίς μοναχές πού φοβούντο τον βαρύ κανόνα. Όταν έβλεπε καμιά να αποθαρρύνεται, καλούσε κοντά του μια αδελφή και της έλεγε:
Πάρε, παιδί μου, το λάδι και το φαγητό αυτό και δώσε το στην τάδε γερόντισσα εκ μέρους μου διότι έχει πειρασμό.
Γιατί κάνεις αυτό, πάτερ Βικέντιε —ρωτούσε ή μοναχή Λαυρεντία— χωρίς αμφιβολία έχει για να ζήση.
Για να της εξυψώσω το ηθικό και να της δώσω πνευματική γενναιοψυχία.
Μετά από μία ή δύο ημέρες, όταν την συναντούσε στην Εκκλησία την καλούσε κοντά του και της έλεγε:
Γερόντισσα, ή αγιοσύνη σου είσαι μια καλή μοναχή. Ήλθες στο μοναστήρι πριν τόσα χρόνια, απέκτησες υποτακτικές, έκανες διακονήματα, στην Εκκλησία ήσουν τακτική, στον χορό ψάλλεις ωραία. Δεν πρέπει να απελπίζεσαι. Αυτό είναι έργο του νοητού εχθρού. Να ελπίζεις στο έλεος του Θεού και να έρχεσαι στον παπα. Να σου διαβάζει μια ευχή, να σε εξομολογεί και θα βλέπεις κατόπιν τι ευχαρίστηση εσωτερική θα αισθάνεσαι.
Έτσι κέρδιζε ό πατήρ Βικέντιος τίς ψυχές όλων.

68) Αυτός ό οσιότατος πατήρ είχε και το προορατικό χάρισμα. Όταν ερχόταν ένας νέος αδελφός στο μοναστήρι, αυτός αντιλαμβανόταν εν πνεύματι εάν θα γίνη ή όχι καλός μοναχός. Μερικούς από τους αδελφούς τους καλούσε κοντά του και τους έλεγε:
—Ό Θεός και ή Θεοτόκος να σας ευλογούν, αδελφοί, να φθάσετε στην αρετή τους αγίους μοναχούς και ιερείς της Εκκλησίας του Χριστού. Ενώ άλλους, όταν τους προσκαλούσε, τους έλεγε: Αδελφοί, δεν θα μπορέσετε να μείνετε στο μοναστήρι.
Μετά από μερικές ήμερες συνάντησε ένα πτωχό και του έδωσε το κρεβάτι και τα υπόλοιπα σκεπάσματα. Από την ώρα αυτή ό πατήρ δεν αρρώστησε ουδέποτε όσο έμεινε στο μοναστήρι Άγαπία.

72) Έλεγε κάποτε ό Γέροντας προς τον πρωτοσύγκελο Ευθύμιο τον μαθητή του:
—Την σημερινή νύκτα, αφού έκανα μερικές μετάνοιες, κάθισα λίγο στο σκαμνί ν’ αναπαυθώ. Μετά από λίγα λεπτά αισθάνθηκα ότι κάποιος μου απέσπασε με οργή το κομποσχοίνι από το χέρι και το πέταξε μακριά. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα στο κελί ένα μπουλούκι από μαύρους δαίμονες οι όποιοι πηδούσαν και χόρευαν. Άλλα αμέσως άρχισα να φωνάζω προς τον Χριστό με δάκρυα και οι διάβολοι έγιναν άφαντοι.

73) Έλεγε πάλι ό πατήρ Βικέντιος προς τον μαθητή του:
—Καλό είναι στον μοναχό να έχη ξενιτιά σ’ όλη την ζωή του. Εάν όχι, τότε μακάρι να ξενιτευθή στα γεράματα, για να πεθάνει σαν ξένος πριν μπει στον τάφο. Διότι έτσι υποσχέθηκε στον Χριστό.

74) Συνήθιζε ό πατήρ να λέγει για τον καθένα ψυχωφελή λόγια. Καθώς ό νους του συνελάμβανε κανένα εποικοδομητικό λόγο για την ψυχή, αμέσως τον έλεγε στις πρώτες μοναχές πού θα συναντούσε.
—Γερόντισσα Ευσέβεια, Άκουσε με. Μου ήλθε στον νου μια ωφέλιμη σκέψις. Να σου την ειπώ τώρα, μπορεί να μη την έχεις ύπ’ όψιν σου.
Στην συνέχεια, τελειώνοντας έλεγε:
—Αυτά μπορεί να είναι τα τελευταία μου λόγια, ή τελευταία μου ευλογία. Ποιος γνωρίζει εάν θα ευρισκόμεθα μέχρι αύριο;

75) Κάποια ήμερα τον ερώτησε ένας από τους μαθητάς του:
—Πώς αισθάνεστε στο μοναστήρι Άγαπία, πάτερ Βικέντιε;
—Δόξα σοι ό Θεός για όλα! Γνωρίζεις τι με κρατάει εδώ; Ή καθημερινή θεία Λειτουργία και ή Αγία Κοινωνία! Έτσι ας τριγυρίζουν οι πειρασμοί από όλα τα μέρη.
Και πολύ ωφελήθηκε ό μαθητής από τα λόγια του Γέροντα.

76) Είπε ό πατήρ Βικέντιος:
—Όποιος ηδονίζεται από σωματικές ομορφιές, είναι ένοχος αμαρτίας όπως ό μοιχός, και μέχρι να βάλει φραγμό δεν μπορεί να κοινωνήσει. Ούτε και αντίδωρο να πάρη με τέτοια αμαρτία. Αλίμονο, διότι και οί περισσότεροι άπ’ αυτούς νομίζουν ότι εάν επιθυμήσουν δεν είναι τίποτε! Άλλα ό Χριστός είπε κατηγορηματικά Εάν επιθυμήσεις, ήδη εμοίχευσας εν τη καρδία σου» (Ματθ. 5, 28).

77) Είπε πάλι:
Ή ασφαλέστερη παγίδα του διαβόλου για τον άνθρωπο είναι ή αναβολή. «Έχεις καιρό να αφιερωθείς —λέγει αυτός (σατανάς)— να νηστεύσης αργότερα, το βράδυ, αύριο!». Έτσι κάθε τι το αναβάλλει μέχρι θανάτου. Να, έτσι χάνεται ό άνθρωπος σίγουρα με το θέλημα του, αμετανόητος. Σ’ αυτόν είναι ή ενοχή.

78) Άλλοτε έλεγε στους μαθητάς του:
—Αδελφοί, μάταια εξομολογείστε εάν δεν βάζετε φραγμό στα σφάλματα σας.

79) Έλεγε ό Γέροντας προς τα πνευματικά του παιδιά:
—”Ω! τι αθεράπευτη τρέλα είναι να ορκίζεσαι μπροστά στο Βήμα του Χριστού και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο, ότι θα ζήσης σ’ όλη την ζωή σου στην τελεία υπακοή, στην υπομονή, στην εγκράτεια του πότου και οποιαδήποτε όρεξη και σωματική ευχαρίστηση! Και Αλίμονο. Μετά από τίς υποσχέσεις την ίδια ήμερα να αρχίσεις να αρνείσαι την υποταγή, να ποδοπατάς τίς άγιες υποσχέσεις και να επιστρέψεις με θράσος στα προηγούμενα έργα. Μη λησμονείς ότι ή ορκωμοσία αυτή την ημέρα της Δίκης ή ίδια θα είναι ή φοβερότερη καταδίκη. “Έχε πάλι ύπ’ όψιν σου ότι όχι μόνο για τον εαυτό σου θα απολογηθείς, αλλά και για όλους αυτούς πού σκανδάλισες, όπως λέγει ό ίδιος ό Χριστός: «Ουαί τω άνθρώπω έκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται» (Ματθ. 18, 7).

80) Έλεγε ό πατήρ Βικέντιος και αυτά:
—Τον Σωτήρα Χριστό ουδέποτε τον είδε κανείς να γελά, αλλά να κλαίει τον είδαν πολλές φορές. Δεν έκλαιγε για τον εαυτό του, αλλά για την κακία του κόσμου πού είναι ή αμαρτωλή έρημος, όπου κατοικούν οι νοητοί εχθροί της ανθρωπότητας, παραμονεύοντας άγρυπνοι στις γωνίες και ζητώντας, σαν τα αγρία θηρία, να αρπάξουν και να καταβροχθίσουν όλους τους πλανεμένους σ’ αυτή την ερημιά.

81) Για αυτούς πού μιλούσαν στην εκκλησία έλεγε:
—Οι συζητήσεις, τα αστεία και τα γέλια είναι αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλ. εναντίον της θεϊκής εξουσίας, με αποτέλεσμα να διώχνουμε την ευλάβεια από την εκκλησία και να γινόμαστε αιτία δημοσίου σκανδάλου. Και το χειρότερο είναι ότι αυτές οί κοσμικές εκδηλώσεις είναι πλέον, σαν συνήθεια, στενά συνδεδεμένες με την εκκλησία και τους χριστιανούς της. Αλίμονο! τι οδυνηρό πράγμα είναι εμείς οί ίδιοι μόνοι μας να περιφρονούμε ότι αγιότερο έχουμε —την Εκκλησία— πού την κληρονομήσαμε από τον Χριστό. Γι’ αυτό ό ίδιος ό Κύριος είπε: «Ό οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται, ύμεϊς δε αυτόν έποιήσατε σπήλαιον ληστών» (Ματθ. 21, 13).

82) Ενώ για την νηστεία δίδασκε ως έξης τους μαθητάς του:
—Χωρίς νηστεία, δηλ. εγκράτεια από τα φαγητά, τα ποτά, τις κακές σκέψεις και τα έργα, κανείς μεταξύ των θνητών ανθρώπων δεν μπορεί να είναι σε θέση να ζήση την μοναχική ζωή, την τελεία σωματική καθαρότητα και την αθόλωτη ειρήνη της συνειδήσεως. Όταν ένα σώμα τρέφεται και αναπαύεται, τότε εξασθενεί το Πνεύμα, θολώνει ή συνείδησης και πέφτει θύμα παντός είδους πειρασμών.

83) Άλλοτε πάλι δίδασκε, λέγοντας: Αδελφοί, οί αργολογίες και τα αστεία στην εκκλησία παρομοιάζονται με τα γέλια στις κηδείες.

84) Είπε πάλι ό πατήρ Βικέντιος:
—Είναι αλήθεια ότι ό Σωτήρ έδωσε στους αγίους Του αποστόλους την δύναμη να δένουν και να λύνουν τίς αμαρτίες των ανθρώπων, και δι’ αυτών στους αρχιερείς και ιερείς, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτές θα καθαρίζονται με την νηστεία, την προσευχή, τον κανόνα, τα δάκρυα και την εγκράτεια.
Λοιπόν σήμερα, πολλοί χριστιανοί ζητούν τους πλέον επιεικείς πνευματικούς και μάλιστα τους παρακαλούν να μη τους επιβάλλουν μεγάλο κανόνα. Μερικές φορές ζητούν να λάβουν συγχώρηση χωρίς να τους επιβληθεί καθόλου επιτίμιο. Μερικοί δεν λησμονούν να ζητήσουν αμέσως την άδεια για την Θεία Κοινωνία, αδιαφορώντας για το βάρος των αμαρτιών των. Και αυτό το κάνουν για να μη χάσουν την δόξα και τιμή του κόσμου. “Ω! τι αθεράπευτη παραφροσύνη! Οί κανόνες συντάχθηκαν από τους αποστόλους και τους αγίους και θα πρέπει να εφαρμόζονται άπ’ όλους αναλόγως στον άνθρωπο, την ηλικία και τίς λοιπές περιπτώσεις. Ό ίδιος ο Χριστός κοπίασε, νήστευε, προσευχόταν και έκλαψε για εμάς. “Ω! άνθρωποι αναίσθητοι και τυφλοί, ή Αγία Κοινωνία είναι φωτιά, πού καίει τους αναξίους!

85) Ενώ για τους έχοντας αναισθησία κατά την εξομολόγηση, έλεγε:
Αλίμονο και πάλι Αλίμονο στους μεγάλους αμαρτωλούς πού ζητούν Πνευματικούς να συγχωρούν με ευκολία και κλέβοντας την ευλογία με προφάσεις, τολμούν αδιάντροπα να κοινωνούν, ενώ γνωρίζουν οί ίδιοι ότι είναι ανάξιοι.
Αυτοί, θα ήταν καλλίτερα να μην είχαν γεννηθεί, διότι είναι αποφασισμένοι με την μερίδα του προδότου Ιούδα εις τους αιώνας χωρίς να μπορούν πια να συγχωρηθούν.

86) Άλλοτε συμβούλευε ό μεγάλος Πνευματικός: —Προτού να έλθεις στην εξομολόγηση, εξέτασε πολλή ώρα την συνείδηση σου και βλέπε ποια είναι τα μικρά αμαρτήματα πού πολλές φορές, εάν τα αφήσουμε απαρατήρητα, προκαλούν τα μεγάλα ψυχικά τραύματα. Κατόπιν, γράψε σε χαρτί όλα σου τα πταίσματα και ζήτησε ένα έμπειρο Πνευματικό, πού να είναι αυστηρός στις εξομολογήσεις του. Άλλα κανένας συνετός Πνευματικός δεν θα αγνόηση τους κανόνας και τίς αποφάσεις των αγίων Πατέρων. Διότι ό Χριστός και οί άγιοι Του, χθες και σήμερα και εις τους αιώνας είναι οί ίδιοι. Όταν εξομολογηθείς, ζήτησε μόνος σου τον αρμόζοντα κανόνα και εκτέλεσε τον αμέσως, διότι δεν γνωρίζεις την ώρα του θανάτου σου. Εάν σου δώσει αδεία ό Πνευματικός να κοινωνήσεις, μη βιαστείς —διότι είναι φωτιά και καίει— αλλά εξέτασε καλλίτερα την συνείδηση σου και μετά με μεγάλο φόβο Θεού κοινώνησε.

87) Έλεγε πάλι ό πατήρ Βικέντιος: Ή συχνή εξομολόγησης εξασθενεί την δύναμη των δαιμόνων.

88) Έλεγε και αυτά: Αυτοί πού υποτάσσονται στις αμαρτίες και τα σωματικά πάθη, χωρίς να επιθυμούν να απαλλαγούν άπ’ αυτά, σε καμιά περίπτωση δεν θα συγχωρηθούν.

89) Κάποτε, βλέποντας ό Γέροντας μερικές δόκιμες μοναχές να γογγύζουν στο μοναστήρι τίς είπε:
—Κάνετε υπακοή στις μοναχές χωρίς μεμψιμοιρίες, όπως θα κάνατε στον Θεό. Αυτή είναι ή μοναχική ζωή. Εάν δεν υπακούετε, θα γελά ό διάβολος εξ αιτίας σας και στο τέλος θα σας πάρη με το μέρος του.

90) Μια άλλη φορά, βλέποντας μια μοναχή να μιλά άσχημα στην ηγουμένη, της είπε:
—Ποια είσαι εσύ πού καταδικάζεις την υπηρέτρια του Θεού; Εε!… μείνε κοντά στον Κύριο ή αλλιώς χάνεσαι. Και θα παραμείνεις, διότι είναι θέλημα του Θεού να την υπηρέτησης.
Πρέπει ακόμη και οί δούλες του Κυρίου —οί ηγουμένισσες— να είναι στολισμένες με όλες τίς ευαγγελικές αρετές, οί οποίες στηρίζονται στο θεμέλιο της ταπεινώσεως. Να κρίνουν με αμεροληψία και μεγάλη υπομονή για να έχουν μισθό, όταν θα κληθούν να απολογηθούν στον Κύριο.

91) Σε μια μοναχή, πού ήθελε να οδήγηση τους ανθρώπους με την βία στην μετάνοια, της είπε ό πατήρ Βικέντιος:
—Γερόντισσα Ευσέβεια, γιατί δεν εφαρμόζεις την διδασκαλία του αγίου Ευαγγελίου πού λέγει ότι: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ό πατήρ ό πέμψας με έλκυση αυτόν»; (Ίωάν. 6, 44). Λοιπόν, εάν δεν έλκυση και κατάνυξη τον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα, παραμένει αυτός σκληροτράχηλος και αμετανόητος σαν τον Φαραώ, τον όποιον ό Θεός επίτηδες σκλήρυνε για να κάνη θαύματα σ’ αυτόν και να εξυμνείται στους αιώνας για την σκληροκαρδία του. Έτσι κάνει ό Θεός για κάθε άνθρωπο. Δεν τον καλεί όταν θέλεις εσύ, αλλά όταν θέλει Εκείνος. Άδικα ταλαιπωρείσαι, διότι οΐ σκέψεις του Θεού δεν είναι σαν τίς δικές μας.

92) Έλεγε πάλι στην ίδια μοναχή:
Ορκίστηκες υπομονή; Υπόμενε. Μη ζητάς να διόρθωσης τους άλλους, διότι ό Θεός θέλει να προσεχής πρώτα τον εαυτό σου. Τι θέλεις με την βία να σώσεις τον άνθρωπο; Λησμόνησες τι έκαναν οί μοναχοί στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, όταν τον έβγαλαν έξω από το μοναστήρι; Έχε υπομονή λοιπόν, και μη εργάζεσαι ενάντια προς το θέλημα του Θεού.

93) Άλλη φορά έλεγε πάλι ό γέροντας:
Όταν ζητάς να μάθεις τι κάνουν οί άλλοι, αμαρτάνεις. Μη πλανάσαι θέλοντας να διόρθωσης τους άλλους. Αλλά κοίταξε τον εαυτό σου, διότι για τον εαυτό σου θα απολογηθείς. Έχει ό Θεός φροντίδα για τον καθένα.

94) Έλεγε πάλι:
Πουθενά δεν θα μπόρεσης να σταθείς ούτε θα έχεις ειρήνη για την σωτηρία σου, εάν δεν σιωπάς σαν τον νεκρό και δεν υπομένεις μέχρι τελευταίας ρανίδας. Διότι, όταν ασχολείσαι να σώσεις τους άλλους οντάς εμπαθής, λησμονείς τον εαυτό σου.

95) δίδασκε πάλι ό π. Βικέντιος:
Πόσες φορές κατηγορείς τον αδελφό σου, πόσες φορές παραβαίνεις το Ευαγγέλιο πού σου αποκαλύπτει τον Σταυρωθέντα Κύριο;

96) Έλεγε προς την ίδια μοναχή:
Εάν, ή οσιότης σου, σ’ όλη την ζωή σου δεν αγωνιστείς να αντικρίζεις όλους και όλα σαν αγίους και άγια, δεν θα μπόρεσης να σωθείς και άδικα πλέον ευρίσκεσαι στην μοναχική ζωή. Εγώ πιστεύω με την καρδιά μου ότι όλοι είναι άγιοι και άγια και ότι ό Θεός τους σώζει και τους αγιάζει με τρόπο, πού δεν μπορώ εγώ να φαντασθώ, ούτε ή όσιότης σου.

97) Έλεγε πάλι ό π. Βικέντιος:
—Σας διαβεβαιώ ότι αυτός πού με συνεχείς προφάσεις μισεί τον πλησίον του είναι τόσο ένοχος, ώστε ως αιχμάλωτος θα συρθεί για να δικαστεί από το Μελλοντικό Δικαστήριο. Ενώ αυτός πού συκοφαντεί και αμαυρώνει το πρόσωπο του πλησίον του ομοιάζει με τους ανθρωποκτόνους πού καταδικάζονται σε βαρύτερες ποινές.

98) Έλεγε πάλι:
—Δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε πιο λυπηρό από τον χριστιανό πού ξέρει να διαβάζει και δεν έχει στο σπίτι του την Αγία Γραφή να διαβάζει καθημερινά για να παίρνει δύναμη και χάρι.

99) πριν αναχώρηση για το Μπάνατ, ήλθαν στον γέροντα δύο μαθηταί του, ο ιερομόναχος Κλήμης και ό μοναχός Κλεόπας, και με πολλά δάκρυα του είπαν:
Πανοσιώτατε πάτερ, σε λίγο θα φυγής από εμάς και δεν θα σε δούμε πλέον σ’ αυτή την ζωή. Είπε μας τα τελευταία ψυχωφελή λόγια.
Και ό πατήρ Βικέντιος, βάζοντας το χέρι του στον τράχηλο ενός άπ’ αυτούς και με το άλλο κτυπώντας ελαφρά το τραπέζι είπε:
Άκουσε με, πάτερ Κλεόπα, Άκουσε τι σου λέγει ό παπάς. Να ή τελευταία μου συμβουλή: Υπομονή, υπομονή, υπομονή! Και όταν σου φαίνεται ότι την επέτυχες λίγο, άρχισε την πάλι από την αρχή. Υπομονή, υπομονή, υπομονή!
—Άλλα μέχρι πότε, πάτερ Βικέντιε;
—Μέχρι την πόρτα του τάφου! Μετά, αγαπητοί μου, θα πάμε στον τόπο του παραδείσου. Και εκεί ψάλλουν τα πουλιά πολύ θαυμάσια! Και υπάρχουν δένδρα με άνθη και χρυσούς καρπούς! Και λιβάδια πού ανθοφορούν αιώνια. Και υπάρχουν και πηγές με διαυγέστατα νερά. Εκεί θα ιδούμε τίς χορείες των αγίων. Εκεί θα ακούσουμε τίς ψαλμωδίες των αγγέλων. Εκεί θα ζήσουμε με τον Κύριο αιώνια.
Λοιπόν, αδελφοί μου, εκεί θα συναντηθούμε!

100) Ομολογούν οι μαθηταί του πατρός Βικέντιου, ότι την ώρα πού τελούσε ό ίδιος την τελευταία του Θεία Λειτουργία είδε όλο την εκκλησίασμα μια περιστερά να φτερουγίζει επάνω από την Αγία Τράπεζα. Και κατόπιν πέταξε προς τα έξω.
Σε ποιο μέρος πέταξε ή περιστερά; ερώτησε ό πατήρ στο τέλος της Λειτουργίας.
Πέταξε προς την δύση, του απάντησαν οί μοναχές.
Λοιπόν, προς την δύση πρέπει να πηγαίνω και εγώ.

101) στις 26 Μαρτίου 1940 ο πατήρ Βικέντιος μαζί με τον μαθητή του ιερομόναχο Ευθύμιο Τανάσε αναχώρησαν για ιεραπόστολοι στο Μπάνατ. Κτυπώντας τίς καμπάνες, ή αδελφότης του μοναστηρίου Αγαπία τον κατευόδωσε κλαίγοντας μέχρι πιο πέρα από το
μοναστήρι. Κατόπιν ό γέροντας, γυρίζοντας προς αυτές, είπε:
—Αδελφές, αρκετά μέχρι εδώ! Σας ευχαριστώ για την αγάπη σας. Επιστρέψατε στο μοναστήρι και μη λησμονείτε τίς μοναχικές σας υποσχέσεις, για τίς οποίες θα απολογηθούμε την ήμερα της Κρίσεως ενώπιον του Χρίστου. Συγχωρέστε με.
Κατόπιν, αφού του έβαλαν όλες μετάνοια, τις ευλόγησε και αναχώρησε.

102) Έλεγαν πάλι οί μαθηταί του ότι στο μοναστήρι Βασιόβα ο Πρωτοσύγκελος Βικέντιος Μαλάου αγωνίσθηκε περισσότερο από ότι στην Μολδαβία. όλη την ήμερα ήταν στην εκκλησία, ενώ έξω από το κελί του τριγυρνούσαν εκατοντάδες και μερικές φορές χιλιάδες άνθρωποι. Πολλούς εξομολογούσε, άλλους παρηγορούσε, όλους τους συμβούλευε και για όλους προσευχόταν. Μερικά βραδιά χανόταν μέσα στο δάσος, σ’ ένα απόκρυφο τόπο, όπου είχε ένα μεγάλο σταυρό! Εκεί προσευχόταν με δάκρυα και έκανε χιλιάδες μετάνοιες μέχρι τα χαράματα, οπότε επέστρεφε στο κελί του.

103) Το καλοκαιρι του έτους 1945, ο μεγάλος Πνευματικός πατήρ Βικέντιος, μετά από ένα μικρό πόνο, παρέδωσε την ψυχή του στην αγκαλιά του Σωτήρος Χριστού και τον συνόδευσαν μέχρι τον τάφο δέκα περίπου χιλιάδες χριστιανοί. όλοι τον έκλαψαν και όλοι του έριξαν από λίγο χώμα στον τάφο του με τα ίδια των τα χέρια.
Μέχρι σήμερα έρχονται χωριάτες από το Μπάνατ —ορθόδοξοι και καθολικοί— ως προσκυνηταί στο μοναστήρι Βασιόβα. Ανάβουν λαμπάδες, αφήνουν λουλούδια στον τάφο του, προσεύχονται, κλαίνε, κάνουν μετάνοιες, κατόπιν ασπάζονται τον σταυρό και επιστρέφουν στα σπίτια των.
Μετά από επτά χρόνια τα λείψανα του οσιότατου αυτού πατρός σκορπίζοντας μια γλυκεία ευωδιά μετακομίστηκαν στο μοναστήρι του Σέκου. Ενώ τα χέρια με τα οποια τελούσε την Θεια Λειτουργία και ελεούσε τους φτωχούς βρίσκονται ολόκληρα και άφθαρτα , ως σημείο ότι ο Χριστός των συγκαταρίθμησε στην χορεία των οσίων πατέρων.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε και τρεις επιστολές πού έστειλε από το Μπάνατ στις πνευματικές του κόρες του μοναστηρίου Αγαπία, κατά τα έτη 1940-1945.

104) Προς Γερόντισσα Ευφροσύνη. Ψυχή αγία και δικαία, έλαβα όλες τίς επιστολές σας και σας παρακαλώ πολύ να μη στενοχωρήστε, διότι εγώ δεν απαντώ σε κανέναν, εάν δεν είναι από νεύσει και προτροπή του Πνεύματος του Κυρίου, διότι μέσα μου ζει ό Χριστός και όχι εγώ. Αυτός διατάζει και εγώ ό δούλος Του εκτελώ. Έτσι και εσείς να ζείτε την ζωή σας εν πνεύματι και αλήθεια και, εάν το Πνεύμα του Κυρίου σας προτρέπει να γράφετε συχνότερα, γράψτε διότι με ευχαριστεί…».

105) Ψυχή καθαρή και αγία,
Έλαβα το γράμμα σας και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτά πού σκέπτεστε. Όλα όμως γίνονται με το θέλημα του Κυρίου. Στον πήλινο άνθρωπο δεν του απομένει τίποτε παρά να είναι κυριολεκτικά αφοσιωμένος στα Θεία. Γι’ αυτό όσο ζούμε σ’ αυτή την ζωή να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο, οπουδήποτε ευρισκόμεθα, φερόμενοι και ιστάμενοι από το Άγιο Πνεύμα κατά τρόπο πού ό άνθρωπος αδυνατεί να το καταλάβει. Σάς μνημονεύω με πίστη και σας αποστέλλω την ευλογία του Κυρίου. Αμήν. Υγιαίνετε. Να μου γράψετε.
106) Ψυχή καθαρή και αγία… Σάς ευχαριστώ, γερόντισσες και τίς άλλες πέντε αδελφές. Κάθε τι πού έπρεπε να κάνω το έκανα και πάντοτε προσεύχομαι και ικετεύω τον Κύριο, όπως με παρακαλείται στο γράμμα σας. Λοιπόν, να προσέχετε τον εαυτό σας, να ζείτε με εσωστρέφεια και όχι με εξωστρέφεια, με ταπείνωση και υπακοή και να τρώτε καθημερινώς. Παραμείνατε με τον Ζώντα Θεό. Αμήν.

Όσιος Παϊσιος ό Μέγας

Μεγάλος στάρετς του μοναστηρίου Νεάμτς (1722-1794)

Ό όσιος Παΐσιος από το Νεάμτς ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στάρετς πού γνώρισε ποτέ ό Ρουμανικός μοναχισμός.

Κατά πασά πιθανότητα ήταν στην καταγωγή Μολδαβός, ίσως να καταγόταν από το γένος των Καντεμίρ. Λόγω των συχνών επιθέσεων των Οθωμανών και Τατάρων, οί προγονοί του μετοίκησαν και εγκατεστάθησαν στην πόλη Πολτάβα της Μικρορωσίας. Ό όσιος στάρετς Παΐσιος γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1722 στην Πολτάβα από γονείς ευλαβείς. Ό πατήρ του ήταν ιερεύς στον καθεδρικό ναό της Πολταβας. Σ’ αυτό το σπίτι υπήρχε ή ευλογία του Θεού. Ό Πέτρος (αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομα του στάρετς) ήταν το ενδέκατο παιδί από τα δώδεκα αδέλφια. Ορφάνεψε μικρός από πατέρα και δόθηκε από την μητέρα του για να σπουδάσει στην Ακαδημία Μοβιλεάνα του Κιέβου το 1735. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών, ή ψυχή του δεν εύρισκε ανάπαυση σ’ αυτά. Αισθανόταν το κάλεσμα για την μοναχική πολιτεία. Το φθινόπωρο του έτους 1739, όταν ήταν μόλις 17 ετών, αναχώρησε αναζητώντας ένα μοναστήρι και έναν καλό Πνευματικό πού θα ήταν τόσο αναγκαιος για την ψυχή του. Επί επτά χρόνια περιπλανιόταν στις περισσότερες σκήτες και μοναστήρια, μεταξύ των οποίων και στην λαύρα Πετσέρσκα. Στο μοναστήρι Μεντβεντέσκι έγινε ρασοφόρος με το όνομα Πλάτων. Μα επειδή δε ν βρήκε ανάπαυση και πνευματική ησυχία στα μοναστήρια της Ουκρανίας, παρακινήθηκε από το Άγιο Πνεύμα και πέρασε στην Μολδαβία το 1745. Εδώ αγωνίζονταν πολλοί μοναχοί από την Μικρορωσία. Ό Πλάτων εγκαταστάθηκε στην σκήτη Τρεστιένι. Ύστερα επήγε στην σκήτη Κίρνουλ, κοντά στον ποταμό Μπουζάου, όπου ευρισκόταν τότε εκεί και ό ερημίτης Ονούφριος. Το καλοκαίρι του 1746 αναχώρησε για τον Άθωνα και έζησε λίγο καιρό στην έρημο, κοντά στην Μονή του Παντοκράτορας. Το 1750 ο στάρετς Βασίλειος έκειρε μοναχό τον ερημίτη Πλάτωνα, δίνοντας του το όνομα Παΐσιος. Άπ’ αυτό το έτος ό ταπεινός Παΐσιος άρχισε να δέχεται μαθητάς στην σκήτη του αγίου Προφήτου Ήλιου (Ρωσική), όπου και διέμενε. Έλαβε κατόπιν την ιεροσύνη και έζησε στο Άγιο Όρος συνολικά 17 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1763 ήλθε στην Μολδαβία με τους μαθητάς του και κατοίκησε στο μοναστήρι Ντραγκομίρνα. Εδώ έμεινε 12 χρόνια —μέχρι τίς 14 Οκτωβρίου 1775— αφού δημιούργησε μιαν αδελφότητα από 350 μοναχούς. Το φθινόπωρο του 1775 ήλθε στο μοναστήρι του Σέκου, συνοδευόμενος από 200 μαθητάς. Πάλι το καλοκαίρι του 1779 μετώκησε για τελευταία φορά στην μεγάλη Λαύρα της Μολδαβίας, στο μοναστήρι Νεάμτς.

Στο μοναστήρι Νεάμτς ο όσιος πέρασε τα τελευταία 15 χρόνια, πού ήταν τα πλέον καρποφόρα πνευματικά άπ’ όλη την ζωή του. Εδώ κατάρτισε ικανό αριθμό από μεταφραστές των έργων των αγίων Πατέρων, οργάνωσε την αδελφότητα κατά το αγιορείτικο τυπικό, δημιούργησε μια μεγάλη σε αριθμό συνοδεία, ή οποία πλησίαζε τους χίλιους μοναχούς, δίδαξε πολλούς μαθητάς του στην εξάσκηση της νοεράς προσευχής και είχε πνευματικές σχέσεις με πολλά μοναστήρια, στάρετς, Πνευματικούς, ερημίτες, επισκόπους και άρχοντας. στις 15 Νοεμβρίου 1794 ό μεγάλος στάρετς του μοναστηρίου Νεάμτς, ο επονομασθείς μέγας Βελιτσικόβσκυ, εξεδήμησε προς την μακαριά ανάπαυση, σε ηλικία 72 ετών. Ενταφιάσθηκε δίπλα στην εκκλησία, όπως φαίνεται μέχρι σημέρα.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας

Τον καιρό πού ό ρασοφόρος Πλάτων ασκήτευε στην σκήτη Τρεστιένι, είχε τοποθετηθεί ως διακονητής στο μαγειρείο. Άλλα επειδή δεν ήξερε να μαγειρεύει και ήταν καχεκτικός στο σώμα, κάποια ημέρα δεν έβρασε το φαγητό αρκετά. Και όταν κατέβαζε το καζάνι από την φωτιά, χύθηκε από απροσεξία του όλο το φαγητό, για το όποιο έκλαψε πολύ, ζητώντας συγχώρηση. Την άλλη ημέρα επήρε εντολή να ζύμωση ψωμί στον φούρνο. Άλλα και εδώ έπαθε τον ίδιο πειρασμό. Επειδή δεν ήξερε να φτιάξη το προζύμι και δεν είχε την δύναμη να το ζύμωση όσο έπρεπε, το ζυμάρι δεν φούσκωσε. Ήλθε λοιπόν ένας αδελφός να τον βοηθήσει, το ζύμωσε πάλι. Μα δεν ήξερε ακόμη να κανονίσει την φωτιά στον φούρνο, με αποτέλεσμα να καούν όλα τα ψωμιά. Τότε ό ρασοφόρος Πλάτων ζητούσε γονατιστός συγχώρηση από τους πατέρας και έκλαιγε από την στενοχώρια του όλες εκείνες τίς ημέρες.

Κάποιο φθινόπωρο ό ηγούμενος της σκήτης έβαλε τον Πλάτωνα να φυλάττει το αμπέλι με την εντολή να μη τρώγει σταφύλια, παρά μόνο μετά το φαγητό, διότι θα τον ενόχληση το στομάχι του.
Άλλα ό υποτακτικός νικήθηκε από την γαστριμαργία. όλη την ημέρα έτρωγε σταφύλια και την ώρα του φαγητού δεν γευόταν τίποτε.
Με τον καιρό αρρώστησε, αδυνάτισε. Τότε τον κάλεσε ό ηγούμενος να τον δή. Και ό Πλάτων, ντροπιασμένος, ομολόγησε το σφάλμα λόγω παρακοής του και ζήτησε με δάκρυα συγχώρηση.

Έλεγαν οί πατέρες της σκήτης για τον Πλάτωνα —και αυτό αξίζει να το γνωρίσουμε— ότι μια νύκτα πού εξημέρωνε Κυριακή, Ο Πλάτων κοιμήθηκε με τόση όρεξη, ώστε δεν άκουσε καθόλου το καμπανάκι του όρθρου. όταν ξύπνησε, ή ακολουθία ευρισκόταν στην μέση. Τότε από την μεγάλη του λύπη άρχισε να κλαίει και επέστρεψε στο κελί του. Την δεύτερη ημέρα ντρεπόταν να πάει στην Λειτουργία και στην τράπεζα με τους αδελφούς, αλλά κάθισε στο κελί του κλαίγοντας, διότι τόσο πολύ ήταν κυριευμένος από τον φόβο του Θεού. Άπ’ αυτή την ημέρα για πολύ καιρό ό ρασοφόρος Πλάτων δεν κοιμόταν πλέον στο κρεβάτι, αλλά καθόταν σ’ ένα σκαμνί, για να μπορεί να σηκώνεται στον όρθρο.

Τότε πού ό ταπεινός Πλάτων ασκήτευε στην σκήτη Κίρνου, πήγαινε συχνά στην έρημο, στον όσιο Ονούφριο, πολύ ενάρετο και χαριτωμένο άνδρα και του ζητούσε να του πει λόγους πνευματικούς. Κάποια φορά, αφού του είπε ό γέροντας για τα σωματικά και ψυχικά πάθη και τον πονηρό πόλεμο των δαιμόνων, πρόσθεσε στην συνέχεια και αυτά:
—Εάν δεν προστατεύει ό Χριστός τον λαό του, δεν μπορεί να σωθεί κανένας από τους αγίους. Άλλα αυτός πού προσπίπτει στον Χριστό με πίστη, αγάπη, ταπείνωση και δάκρυα, αυτός λαμβάνει ανέκφραστες ευλογίες και χαρές, ειρήνη και αγάπη θερμή από τον Θεό. Μάρτυρες αυτής της εργασίας είναι τα ανυπόκριτα δάκρυα πού πηγάζουν από μεγάλη αγάπη, καρδιακή συντριβή και συνεχή ταπείνωση για τον Χριστό, Διότι μόνο με την αγάπη του Χριστού ό άνθρωπος γίνεται απαθής προς τα αγαθά αυτού του κόσμου.

Μετά από τέσσερα χρόνια πνευματικής ασκήσεως στην Μολδαβία, ό ρασοφόρος Πλάτων αναχώρησε για το Άγιο Όρος, για να γλιτώσει από την χειροτονία του σε ιερέα, όπως μόνος του το ομολόγησε αργότερα: «φοβήθηκα μήπως οί πατέρες της Μολδαβίας με αναγκάσουν να δεχθώ την ιεροσύνη.

Σαν έφτασε ό Πλάτων στο Όρος του Άθωνος, περπάτησε σ’ όλα τα μοναστήρια για να βρει έναν έμπειρο πνευματικό οδηγό. ‘Αλλά δεν βρήκε ένα Πνευματικό όπως τον ήθελε. Για αυτό αναχώρησε για την έρημο και ασκήθηκε μόνος του επί τέσσερα χρόνια, με
πολλή σκληραγωγία, στην προσευχή και στην ανάγνωση των Αγίων Πατέρων, στα δάκρυα και στην καθημερινή ολονύκτια αγρυπνία.

Η άσκησης του μακαρίου Πλάτωνος ήταν στην μοναξιά αρκετά δύσκολη και κοπιαστική. Ασχολιόταν αδιάκοπα με την ανάγνωση των Αγίων Γραφών και την ψαλμωδία των ψαλμών. Τροφή ελάμβανε κάθε δεύτερη ημέρα και τότε μόνο με νερό και παξιμάδι,
εκτός από τα Σάββατα, Κυριακές και εορτές. Μα και ή φτώχεια του ήταν πρωτοφανής. Ζούσε μόνο από την ελεημοσύνη. Είχε μόνο ένα ζωστικό και ένα ράσο και αυτά πολύ παλαιά. Πολλές ώρες, λόγω της φτώχειας του, περπατούσε ξυπόλυτος τον χειμώνα, χωρίς υποκάμισο. ‘Αλλά ό ταπεινός Πλάτων χαιρόταν για την ένδεια του, όπως χαίρεται ό πλούσιος με τα πλούτη του. Ουδέποτε κλείδωνε την πόρτα του κελιού του, όταν έφευγε να πάει κάπου, διότι δεν είχε τίποτε μέσα, εκτός μόνο από τα βιβλία των αγίων Πατέρων πού τα είχε φέρει από το μοναστήρι.

Εκείνη την περίοδο, κατά θεία πρόνοια, ήλθε στο Άγιο Όρος ό μεγάλος στάρετς Βασίλειος από την Μεγάλη Ποιάνα. Παρέμεινε μερικές ημέρες στο κελί του μακαρίου Πλάτωνος. Μετά από επίμονες παρακλήσεις ό στάρετς Βασίλειος τον έκειρε μοναχό, δίνοντας του το όνομα Παΐσιος.
Ύστερα ο γέροντας συνεβούλευσε τον μαθητή του ν’ αφήσει την ερημική ζωή και να ακολουθήσει την βασιλική οδό, λέγοντας: Ολόκλήρη ή μοναχική ζωή διαιρείται σε τρία μέρη: πρώτον στην κοινοβιακή ζωή, δεύτερον στην ανά δύο ή τρεις διαβίωση, πού ονομάζεται βασιλική ή μέση οδός και είναι τα πάντα κοινά και τρίτον στην κατά μονάς ερημική άσκηση, πού είναι κατάλληλη μόνο στους τελείους και αγίους άνδρας.
Αυτόν τον καιρό όμως μερικοί μοναχοί ανακάλυψαν και τέταρτο είδος ζωής στο μοναχικό πολίτευμα. Ό καθένας φτιάχνει κελί ό ίδιος, όπου του αρέσει, ζή μόνος του και κυβερνάται κατά την θέληση του. Αυτοί δεν είναι πραγματικοί ερημίτες, αλλά αυθαίρετοι και αυτόκλητοι, διότι εκλέγουν ένα τρόπο ζωής πού είναι στα μέτρα των δυνάμεων των, εγκαταλείποντας την κοινοβιακή υπακοή.
Μερικοί άπ’ αυτούς λέγουν: «Εγώ γι’ αυτό ζω μόνος μου, για να μη στεναχωρώ τον αδελφό μου, ούτε και εγώ να στεναχωριέμαι από άλλους. Επίσης προφυλάγομαι από μάταιες συζητήσεις και διάφορες κατακρίσεις». Γνωρίζεις όμως, φίλε μου, ότι αυτά τα λόγια περισσότερο σε ντροπιάζουν παρά σε δικαιώνουν; Διότι και οί πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι οί νέοι είναι ωφέλιμο για την ψυχή των να απέχουν από την υπερηφάνεια, το θέλημα των, την πονηρία και άλλα παρόμοια ματαιόδοξα έργα ανθρωπινής αλαζονείας.

Πάλι έλεγε ό όσιος Βασίλειος στον μαθητή του Παΐσιο:
—Καλλίτερα είναι να ζεις μαζί μ’ ένα αδελφό, να γνωρίζεις τίς αδυναμίες και τον χαρακτήρα σου, να μετανοείς, να προσεύχεσαι ενώπιον του Κυρίου και να αγιάζεσαι όλη την ημέρα με την Χάρι του Χριστού, παρά να αυξάνη ή αλαζονεία και το θέλημα σου, να τα κρύβεις με πονηρία και να τρέφεσαι πνευματικά μ’ αυτή την ιδιόρρυθμη ζωή. Διότι αυτή ή εγωιστική ζωή προκαλεί όχι λίγες πληγές από τα πάθη.

Πάλι πρόσθεσε ό στάρετς Βασίλειος:
Ή μοναχική κούρα πριν από τον κατάλληλο καιρό γίνεται αιτία υπερηφάνειας, όπως λέγει ό άγιος Βαρσανούφιος. Επομένως, εάν τον αδύνατο ή κούρα τον οδηγεί στην υπερηφάνεια, τότε πού να στηριχθεί αυτός πού αποτολμά αυτόν τον αγώνα με το θέλημα του; Δεν είναι άραγε καλλίτερα να βαδίζει την μέση και βασιλική οδό, κρατώντας την σιωπή με άλλους δύο-τρεις;

Η κοινοβιακή ζωή, κατά την εντολή του Κυρίου, έλεγε ό μεγάλος στάρετς, αυξάνει τον ζήλο στον μοναχό για κάθε έργο, γι’ αυτό και πολεμείται από τον σατανά. Σ’ αυτή την ζωή δεν υπάρχει χώρος για την φιλαυτία και την ατομικότητα, πού εξουσιάζουν συνήθως αυτούς πού ζουν με το δικό των θέλημα.

Αυτοί πού ζουν στην μοναξιά από την αρχή της μοναχικής ζωής των, τους φαίνεται κατόπιν δύσκολη ή ζωή του κοινοβίου. Γι’ αυτό μερικοί άπ’ αυτούς λέγουν: Ή εργασία για εμάς τους ίδιους προξενεί ζήλο και επιμέλεια, ενώ ή εργασία για τους αδελφούς προκαλεί αμέσως οκνηρία και γογγυσμό.

Έλεγε πάλι ό στάρετς Βασίλειος:
—Αυτός πού ζή στο θέλημα του, εργάζεται μόνο για τον εαυτό του, από αγάπη του εαυτού του. Ενώ αυτός πού ζή μέσα στην αδελφότητα, εργάζεται για τον Κύριο, από αγάπη για τον Κύριο. Γι’ αυτό πρέπει εμείς οί αδύνατοι να ακολουθούμε την βασιλική οδό, όπου ζουν πολλοί σ’ ένα τόπο. Μ’ αυτό το είδος της ζωής και τους πειρασμούς θα νικήσουμε και την φιλαυτία μας θα ξεριζώσουμε.

Αρχίζοντας ό μακάριος Παΐσιος να δέχεται κοντά του περισσοτέρους αδελφούς, κατά την συμβουλή του στάρετς Βασιλείου, είχε μεγάλη έλλειψη από ιερέα. Τότε οί αδελφοί παρακάλεσαν με δάκρυα τον Παΐσιο να δεχθεί την ιεροσύνη, αλλά αυτός δεν ήθελε, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο. Τότε μερικοί από τους γέροντας πατέρας του Άθωνος είπαν στον όσιο:
—Πώς μπορείς να διδάσκεις τους αδελφούς να υπακούουν και να κόβουν το θέλημα των, όταν εσύ δεν κάνεις υπακοή και περιφρονείς τα δάκρυα τόσων ανθρώπων; Είναι φανερό ότι αγαπάς το θέλημα σου και έχεις περισσότερη εμπιστοσύνη στα λόγια σου, παρά στα λόγια αυτών, πού είναι παλαιότεροι από εσένα και στα χρόνια και στην πείρα. Άραγε δεν αντιλαμβάνεσαι ότι κάνεις παρακοή; Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ό Παΐσιος, υπήκουσε στην γνώμη των αθωνιτών πατέρων και δέχθηκε την ιεροσύνη.

Έλεγαν για την αδελφότητα του οσίου Παϊσίου στην Σκήτη του Προφήτου Ήλιου (Ρωσική) ότι είχε μεγάλη στέρηση από υλικά αγαθά, αλλά είχε σε τέλειο βαθμό την ειρήνη και τον πνευματικό ζήλο. Έκτος από την συμμετοχή στις καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες ή αδελφότης ασχολείτο και με τίς χειρωνακτικές εργασίες με τέλεια αγάπη, ταπείνωση και σιωπή.

Έλεγαν για τον μακάριο στάρετς ότι και αυτός κοπίαζε την ημέρα στην κατασκευή κουταλιών, ενώ την νύκτα ασχολείτο με την ανάγνωση και αντιγραφή πατερικών βιβλίων, θυσιάζοντας για τον ύπνο μέχρι τρεις ώρες.
Μερικές φορές τον χρόνο ό πατριάρχης Σεραφείμ, ό οποίος ησύχαζε στο μοναστήρι του Παντοκράτορας, καλούσε τον στάρετς Παΐσιο στην μονή για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Και πράγματι, ωφελούντο όλοι να βλέπουν τον Παΐσιο να ιερουργεί στα ελληνικά, χωρίς βιασύνη, με ανέκφραστη ευλάβεια και με το πρόσωπο βρεγμένο από δάκρυα καθ’ όλη την διάρκεια της ακολουθίας.

Ο στάρετς Παΐσιος αγαπούσε πάρα πολύ την ανάγνωση των έργων των Αγίων Πατέρων. Να τι απάντησε στον στάρετς Αθανάσιο, ό οποίος τον κατηγορούσε για ορισμένα πράγματα:
—Να μη λέγεις, πάτερ Αθανάσιε, ότι επαρκούν δύο ή τρία βιβλία για την ψυχική μας σωτηρία. Χωρίς αμφιβολία, ούτε ή μέλισσα συγκεντρώνει το μέλι από ένα μόνο λουλούδι, αλλά από πολλά. Έτσι γίνεται και μ’ αυτόν πού διαβάζει τα Πατερικά βιβλία. Το ένα από αυτά τον διδάσκει ορθά για την πίστη, το άλλο τον διδάσκει να σιωπά και να προσεύχεται, το άλλο του μίλα για την υπακοή, την ταπείνωση και την υπομονή, ενώ άλλο τον συμβουλεύει για την αγάπη του Θεού και του συνανθρώπου. Όποτε χρειάζεται να διαβάζει ό άνθρωπος πολλά Πατερικά βιβλία, για να ζή κατά τον νόμο του Ευαγγελίου.

Έλεγε ό όσιος Παΐσιος:
—Αυτός πού δεν θέλει να δεινοπάθηση με τον Χριστό στην κοινοβιακή ζωή και συγχρόνως υπερηφανεύεται ότι σηκώνει τον σταυρό του Χριστού, εκλέγοντας πρόωρα την ερημική ζωή, γίνεται ένας επαναστάτης και όχι ένας ερημίτης.

Έλεγε πάλι:
Ή κοινοβιακή ζωή και ή εξ αυτής αγία υπακοή, πού είναι ή ρίζα της μοναχικής ζωής, τοποθετεί μέσα στους κόλπους της τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό, πού δίνει σαν παράδειγμα στους ανθρώπους την ζωή του, με τους δώδεκα Αποστόλους, οί όποιοι υποτάχθηκαν καθ’ όλα στις θείες του εντολές.

Κανένα άλλο είδος μοναχικής ζωής δεν οδηγεί τον μοναχό τόσο στην πνευματική πρόοδο και δεν τον λυτρώνει τόσο εύκολα από τα σωματικά και ψυχικά πάθη, όσο ή κοινοβιακή ζωή με την μακαρία υπακοή. Και αυτό οφείλεται στην ταπείνωση πού γεννάται από την υπακοή.

Και για την πνευματική αγάπη έλεγε πάλι:
—Ή ζωή στο κοινόβιο ενώνει τους αδελφούς, χωρίς διακρίσεις γενεών, με την εν Χριστώ αγάπη και έτσι όλοι γίνονται ένα σώμα με μία μόνο κεφαλή —τον Χριστό— μία μόνο ψυχή, μία και μοναδική θέληση και ένα και μοναδικό σκοπό —την διαφυλάξει των εντολών του Χριστού, με το να προτρέπει ό ένας τον άλλο στον καλόν αγώνα, να υπάκουη ό ένας στον άλλον, να μεταφέρει ό ένας το φορτίο του αλλού, να γίνει πατέρας και μαθητής ο ένας για τον άλλον.

Έλεγε πάλι ό στάρετς:
—Ή αγία υπακοή σαν ρίζα και θεμέλιο της μοναχικής ζωής, είναι άρρηκτα δεμένη με την ζωή του κοινοβίου, όπως είναι δεμένη ή ψυχή με το σώμα. Διότι δεν μπορεί να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο.

Στο κοινόβιο μας, έλεγε ό μακάριος Παΐσιος, κανείς δεν έχει τίποτε το προσωπικό του, διότι όλα έχουν διατεθεί σε όλους, έφ’ όσον ή απληστία είναι ή οδός του προδότου Ιούδα. Οποίος έρχεται στο μοναστήρι, είναι υποχρεωμένος να εναπόθεση όλη την περιουσία του, μέχρι και το πιο ελάχιστο αντικείμενο, στα πόδια του ηγουμένου, χαρίζοντας τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του στον Θεό μέχρι θανάτου.

Κατόπιν πρόσθεσε και αυτά:
—Είναι αλήθεια ότι στο κοινόβιο μας δεν φθάνουν όλοι στα ίδια εξ ίσου μέτρα της πνευματικής ηλικίας. Οί περισσότεροι απαρνούνται όλα τα θελήματα των και την γνώμη των, υπακούουν σε όλους τους αδελφούς και υπομένουν με μεγάλη χαρά τίς επιπλήξεις και τους πειρασμούς. Αυτοί είναι πάντοτε κυρίαρχοι του εαυτού των στις κατηγορίες εναντίον των και θεωρούνται από όλους οί πλέον ανάξιοι. Οί άλλοι, πού δεν είναι και λίγοι, πέφτουν και πάλι σηκώνονται, σφάλλουν και πάλι μετανοούν, με δυσκολία υπομένουν τους ελέγχους και τους πειρασμούς, αλλά δεν παραμένουν στα πρώτα και προσεύχονται με θερμότητα στον Θεό να τους αποστείλει βοήθεια. Υπάρχουν ακόμη λίγοι πού δεν μπορούν καθόλου να υπομείνουν τους πειρασμούς και τίς συκοφαντίες. Αυτοί έχουν ανάγκη να τρέφονται με το γάλα της ευσπλαχνίας, της φιλανθρωπίας και της ανοχής, μέχρι να φθάσουν στην κατάλληλη πνευματική ηλικία.

Σε κάποιον από τους φίλους του, έλεγε ό όσιος Παΐσιος τα παρακάτω λόγια:
—Έχω μία ακατάπαυστη θλίψη και πόνο στην καρδιά μου. Άραγε με τι πρόσωπο θα παρουσιασθώ εγώ μπροστά στον φοβερό Κριτή, για να απολογηθώ τόσο για τίς ψυχές των αδελφών μου πού ευρίσκονται στην υπακοή μου, όταν εγώ δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ το μολυσμό της ψυχής μου; ‘Αλλά, αν και είμαι ανάξιος, έχω την ελπίδα της σωτηρίας μου στις προσευχές των αδελφών μου πού ζουν μαζί μου.

Όταν ό στάρετς Παΐσιος εξήλθε με την συνοδεία του από το Όρος του Άθωνος για το μοναστήρι Ντραγκομίρνα, επέβαλε με την ευλογία του μητροπολίτου Μολδαβίας Γαβριήλ τον παρακάτω κανονισμό για την ταξί της μοναχικής ζωής:
—Κανένας κοινοβιάτής αδελφός να μην έχει το παραμικρό αντικείμενο ιδιωτικής περιουσίας, κινητό ή ακίνητο. Ό ηγούμενος του μοναστηρίου θα έχει την φροντίδα να δίνη στον καθένα τα αναγκαία, ανάλογα με την διακονία του.
—Κάθε αδελφός ν’ αγωνίζεται ν’ απόκτηση την τελεία υπακοή, αφού απαρνηθεί όλα τα θελήματα του, τίς σκέψεις και την ελευθερία του.
—Ό ηγούμενος να γνωρίζει καλά την Αγία Γραφή και την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ώστε να γνωρίζει πώς να κατευθύνει τους μοναχούς κατά το θέλημα του Θεού.
—Οί εκκλησιαστικές ακολουθίες και όλη ή κοινοβιακή τάξις να τηρούνται ακριβώς κατά το τυπικό του Αγίου Όρους Άθωνος. —Ό ηγούμενος και όλοι οί αδελφοί είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες με ράσο και κουκούλι. Μόνο οί ασθενείς ή οί σταλμένοι σε διακόνημα μπορούν να απουσιάζουν από την εκκλησία.
—Στην τράπεζα να προσφέρεται το φαγητό κατά το εκκλησιαστικό τυπικό και την ταξί του Αγίου Όρους.
—Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να τρώγει στο κελί του, από τον ηγούμενο μέχρι και τον τελευταίο δόκιμο αδελφό. Μόνο οί ασθενείς και οί γέροντες επιτρέπεται να παίρνουν τροφές για το κελί των. —Στα κελιά οί αδελφοί είναι υποχρεωμένοι περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο έργο να ασκούνται στην καρδιακή προσευχή. Επίσης να διαβάζουν τους ψαλμούς, την Αγία Γραφή και τα βιβλία των Αγίων Πατέρων. Ενώ ή έξοδος από τα κελιά και ή διάθεσης για συζήτηση να αποφεύγονται σαν το δηλητήριο.
—Ό ηγούμενος να τοποθετεί τους αδελφούς σ’ όλα τα διακονήματα της μονής, για να συνηθίζουν στην ταπείνωση και στην εκκοπή του θελήματος των.
—Ό ηγούμενος οφείλει να έχη προς όλους την ίδια αγάπη και φροντίδα, καθώς και οί αδελφοί να έχουν σ’ αυτόν αγάπη καθαρή και ανυπόκριτη.
—Ό ηγούμενος πρέπει να υπομένει με πραότητα όλες τίς αδυναμίες των πνευματικών του τέκνων με την ελπίδα διορθώσεως των. Ενώ αυτοί πού ζουν με το να συμβουλεύονται το λογικό των και αφήνουν την ταξί της υπακοής, μετά από μερικές συμβουλές, να απομακρύνονται από το μοναστήρι.
—Για την καλή διακυβέρνηση της μοναστηριακής περιουσίας και της περιουσίας πού χάρισαν οί αδελφοί στο μοναστήρι, ό ηγούμενος είναι υποχρεωμένος να έχει ένα αδελφό επιτήδειο πού να μπορεί να τα διοικεί όλα καλά.
—Οί αδελφοί πού έρχονται για μοναχοί στο μοναστήρι να φορούν τα ενδύματα των λαϊκών και να δοκιμάζονται από έξι μήνες μέχρι τρία χρόνια. Μετά να εισάγονται στον μοναχισμό ως ρασοφόροι (δόκιμοι) ή μοναχοί με μανδύα. Ενώ αυτοί πού μετά από τρία χρόνια δεν μαθαίνουν την υπακοή και την εκκοπή των θελημάτων των, να αποστέλλονται πάλι στον κόσμο.
—Στο μοναστήρι να υπάρχει μικρό νοσοκομείο για τους ασθενείς αδελφούς και ένας αρμόδιος αδελφός να φροντίζει γι’ αυτούς, προσφέροντας κατάλληλη τροφή, ποτό και ησυχία.
—Στο μοναστήρι να υπάρχουν διάφορα εργαστήρια για τα απαραίτητα της αδελφότητας, στα όποια να εργάζονται ειδικευμένοι μοναχοί, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη να πηγαίνουν οί μοναχοί στους λαϊκούς.
—Να υπάρχουν δύο αρχονταρίκια για τους φιλοξενουμένους• ένα μέσα στο μοναστήρι για τους ευλαβείς λαϊκούς προσκυνητές, πού έρχονται για ψυχική ανάπαυση και το άλλο εκτός του μοναστηριού για τους επισκέπτες χάριν τουρισμού.
—Ό ηγούμενος να διορίζει τους καταλληλότερους μοναχούς για την φιλοξενία και ψυχική ξεκούραση των ξένων. Τους πτωχούς και ασθενείς —ασχέτως από που κατάγονται— να τους οδηγούν είτε στο αρχονταρίκι είτε στο νοσοκομείο και να τους περιποιούνται με καλοσύνη.
—Στο μοναστήρι να είναι απαγορευμένη ή είσοδος των γυναικών, εκτός σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης, όπως σε καιρό πολέμου ή καταδιώξεως.
—Ό ηγούμενος να εκλέγεται από την συνοδεία των μοναχών και μόνο εξ αυτών πού ανήκουν στο μοναστήρι. Να γνωρίζει καλά την Αγία Γραφή και την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και να είναι σ’ όλους παράδειγμα αγάπης, πραότητας και σωφροσύνης.

Το μοναστήρι Ντραγκομίρνα να μην είναι ποτέ και πουθενά υποτεταγμένο, όπως το άφησε με αυστηρή εντολή ό σεβασμιότατος εκείνος κτίτωρ, ό μητροπολίτης Αναστάσιος Κρίμκα. Ό όσιος Παΐσιος συμβούλευε τους αδελφούς να επιτελούν το καθορισμένο διακόνημα των με μεγάλη αγάπη, με τελεία σιωπή και με την προσευχή μυστικά στην καρδιά. Συχνά εξερχόταν και Ο ηγούμενος με τους αδελφούς στις δουλειές και ήταν σε πλους παράδειγμα για όλα.

Το καλοκαίρι πού οί πατέρες εργάζονταν στην πεδιάδα, πήγαινε μαζί των για τίς καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες και ένας Πνευματικός, ό οποίος και τους εξομολογούσε κάθε ημέρα.

Όταν ό στάρετς Παΐσιος δεν μπορούσε να παρακολουθεί επαρκώς τους εργαζομένους στην πεδιάδα αδελφούς, τους έστελνε μία επιστολή γεμάτη από πνευματικές συμβουλές. Να πώς δίδασκε τους αδελφούς σε μία άπ’ αυτές τίς επιστολές:
—Παιδιά μου, φυλαχθήτε από τον φθόνο. όπου υπάρχει ζηλοτυπία, εκεί δεν υπάρχει το Πνεύμα του Θεού.
Να κυριαρχείτε στην γλώσσα σας για να μη εξέλθει λόγος μάταιος.
Όποιος εξουσιάζει την γλώσσα του, φυλάγει την ψυχή του από την λύπη.
Από την γλώσσα πηγάζει ή ζωή και ό θάνατος.
Σ’ όλα να έχετε ταπείνωση, αγάπη και καλοσύνη.
Οπλιστείτε με τον φόβο του Θεού, με την μνήμη θανάτου και των αιωνίων βασάνων, αλλά και με τη νοερά προσευχή, την οποία να επαναλαμβάνετε ακατάπαυστα. Να προσφέρετε την θυσία στον Θεό καθαρή, άμωμη, εις οσμή ευωδιάς, κατά τίς χριστιανικές σας υποσχέσεις. Να προσφέρετε τον αγώνα και τους ίδρωτες του αίματος σας πάντοτε σαν μία φλόγα πυρός. Ό καύσων και το λιοπύρι της ημέρας να είναι για εσάς όπως ή υπομονή των μαρτύρων.


Στα κελιά ζητούσε ό στάρετς Παΐσιος από τους μοναχούς να κάμουν τρεις εργασίες: Να διαβάζουν τους λόγους των Αγίων Πατέρων, να ασκούνται στην νοερά προσευχή και να κάνουν—ανάλογα με τίς δυνάμεις των— συχνά μετάνοιες με δάκρυα.

Την εξαγόρευσι των λογισμών στους Πνευματικούς θεωρούσε ό μεγάλος στάρετς θεμέλιο της πνευματικής ζωής και ελπίδα σωτηρίας για όλους. Γι’ αυτό συνιστούσε στους αδελφούς, κυρίως όσοι ήταν αρχάριοι στα πνευματικά, να εξομολογούνται κάθε βράδυ στον Πνευματικό των. Εάν κανείς από τους μοναχούς λόγω του πειρασμού δεν ήθελε να συγχώρηση τον αδελφό του μέχρι το βράδυ, ο ηγούμενος τον απεμάκρυνε από την συνοδεία, του απαγόρευε να λέγει το «Πάτερ ημών…» και δεν τον άφηνε να σταθεί ούτε στο κατώφλι της εκκλησίας, μέχρι να ταπεινωθεί και να ζήτηση συγχώρηση.

Εάν στην εκτέλεση κάποιας εργασίας παρέβαινε μία θεία εντολή, τον διέταζε ό ηγούμενος να εγκατάλειψη την εργασία αυτή για να καταλάβει λίγο το σφάλμα του δια του θείου φωτισμού.

Έλεγαν για τον στάρετς Παΐσιο ότι διαρκώς ασχολείτο με την αδελφότητα και την πόρτα του κελιού του δεν την έκλεινε μέχρι στις 9 το βράδυ. Άλλοι έβγαιναν και άλλοι έμπαιναν. Άλλους τους παρηγορούσε και με άλλους χαιρόταν.

Έλεγαν ότι ένας από τους μαθητάς του είχε ειπεί: «Δεκατρία χρόνια έζησα εγώ δίπλα σ’ αυτόν και ουδέποτε τον είδα να λυπηθεί για τίς υλικές ανάγκες. Τότε μόνο θλιβόταν πολύ, όταν έβλεπε να εκπίπτει κάποιος από τίς θείες εντολές και μάλιστα με την θέληση του. Και αύτη την ψυχή του θυσίαζε ακόμη για την πιο μικρή εντολή του Δεσπότου». Πολλές φορές έλεγε ό στάρετς: «Να χάσουμε όλα τα πράγματα μας, να χάσουμε και το σώμα μας, αλλά να φυλάξουμε τίς εντολές του Θεού και με αυτές θα σώσουμε τίς ψυχές μας.

Επί δώδεκα χρόνια, όσα δηλαδή έζησε στο μοναστήρι Νταγκομίρνα, ό στάρετς Π αίσιος ασχολείτο κυρίως με την διαποίμανσι της αδελφότητας και την μετάφρασι πατερικών βιβλίων. Αυτό το έργο το έκαμε ό όσιος τίς περισσότερες νύκτες του χειμώνος και άπ’ αυτούς τους κόπους του μοίραζε με χαρά σ’ όλη την αδελφότητα του μοναστηριού.

Έλεγαν για τον στάρετς Παΐσιο, ότι τον χειμώνα, όταν όλη ή αδελφότης συγκεντρωνόταν στο μοναστήρι από τα διάφορα εξωτερικά διακονήματα κάθε βράδυ εκτός Σαββάτου, τους διάβαζε λόγους των Αγίων Πατέρων. Οι αδελφοί συγκεντρώνονταν στην Τράπεζα, άναβαν τα φώτα, καθόταν ό στάρετς στην θέση του, τους διάβαζε λόγους διδακτικούς. Κατόπιν τους εξηγούσε, για να γίνονται κατανοητοί άπ’ όλους.

Μάλιστα έλεγαν γι’ αυτόν, ότι είχε στην Ντραγκομίρνα αδελφούς από τρία έθνη: Ρουμάνους από την Μολδαβία, Σλάβους και Έλληνας. Γι’ αυτό ήταν υποχρεωμένος να διαβάζει το ένα βράδυ στην ρουμανική γλώσσα, ενώ τα επόμενα στην σλαβονική και την ελληνική γλώσσα. Αυτές τίς αναγνώσεις από τον πατερικό θησαυρό τις έκαναν από την αρχή της νηστείας των Χριστουγέννων μέχρι το Σάββατο του αγίου Λαζάρου, οπότε σταματούσαν.

Συχνά ό στάρετς συμβούλευε τους αδελφούς λέγοντας:
— Αδελφοί, πρώτα απ` όλα πρέπει με πίστη δυνατή και θερμή αγάπη να προσέρχεστε στον Κύριο, να απαρνείστε όλες τίς απολαύσεις του παρόντος αιώνος, το κακό σας θέλημα, τους πονηρούς διαλογισμούς της καρδίας σας και να είσθε πτωχοί στο πνεύμα και το σώμα. Μόνο τότε, με την Χάρι του Χριστού, θα ανάψει μέσα σας ό θείος πόθος.

Άλλη φορά έλεγε πάλι ό όσιος:
—Ανάλογα με το μέτρο των προσπαθειών σας θα αποκτήσετε συν τω χρόνω δάκρυα και πραότητα γεμάτη από ελπίδα για την παρηγοριά της ψυχής σας. Θα ανάψει μέσα σας ό θείος έρωτας να ζήσετε κατά τίς εντολές του Κυρίου, θα αποκτήσετε ταπείνωση και υπομονή, συμπάθεια και αγάπη προς όλους και προπαντός στους αδικούμενους, τους ασθενείς και τους γέροντας.

Κατόπιν πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Αδελφοί, κοντά σ’ όλα αυτά πρέπει να υπομένετε καρτερικά κάθε είδους σωματικές ταλαιπωρίες όπως: αδυναμία, βαρείες ασθένειες και περιοδικούς πόνους, τα όποια είναι ωφέλιμα για την αιώνια σωτηρία των ψυχών μας. Μόνον έτσι θα γίνετε άνδρες τέλειοι, κατά το μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού.

Έλεγε πάλι ό μεγάλος στάρετς στους μαθητάς του:
—Εάν μείνετε σταθεροί στους μοναχικούς σας κόπους, θα ευλόγηση και θα μεγαλύνη την αδελφότητα σας ό Θεός. Ενώ εάν παρεκκλίνετε από την πνευματική ζωή και την ανάγνωση των πατερικών βιβλίων, τότε θα εκπέσετε από την ειρήνη του Χριστού, από την αγάπη Του και την εκπλήρωση των εντολών του. Τότε θα έλθει μέσα σας ή ακαταστασία, ή ματαιοδοξία, ή αταξία, ή ψυχική ταραχή, ή αμφιβολία, ή απελπισία, ό γογγυσμός και ή κατηγορία του ενός κατά του αλλού. Τότε θα διαλυθεί ή συνοδεία σας πρώτα πνευματικά και υστέρα σωματικά.

Εδιηγούντο οί μαθηταί του στάρετς Παϊσίου ότι είχε σε τόσο μεγάλο βαθμό το χάρισμα της πειθούς, ώστε μπορούσε να παρηγόρηση και ειρήνευση με τα λόγια του τους πολύ βαρεία λυπημένους και να εμψύχωση και ενδυνάμωση τους απογοητευμένους. όπου χρειαζόταν επέπληττε, προσευχόταν, απεμάκρυνε, μακροθυμούσε και όταν δεν κατόρθωνε τίποτε, τους έδιωχνε από κοντά του.
Μόνο τους υπερβολικά κακοήθεις και σκληροτράχηλους τους έλεγχε φοβερίζοντας τους με την οργή του Θεού. Ενώπιον των έδειχνε σαν σκληρός δικαστής και οργίλος, μέχρις οτου ταπεινωθούν και μετανοήσουν. Τους μάλωνε με δάκρυα και κατόπιν τους παρηγορούσε.

Μία φορά κάποιος από τους αδελφούς του είπε:
—Γέροντα, μου λέγει ο λογισμός ότι με μισείς, επειδή με ελέγχεις συχνά με οργή ενώπιον των αδελφών.
—Αγαπητό μου παιδί, του απάντησε ο όσιος, εάν το Ιερό Ευαγγέλιο προστάζει να αγαπάμε και τους εχθρούς μας και να τους κάνουμε το καλό, τότε πώς εγώ μπορώ να σε μισήσω, πού είσαι πνευματικό μου παιδί; Εάν σας επιπλήξω με αληθινή οργή, τότε θα μεταδώση ό Κύριος και σε σας αυτό το είδος της οργής. Για αυτό είμαι αναγκασμένος να αντιστέκομαι στον χαρακτήρα του καθενός. Σέ μερικούς δηλαδή να δείχνω ότι είμαι οργισμένος, ενώ σε άλλους μπροστά να κλαίω, ώστε και τον ένα και τον άλλο να σας οδηγήσω στην ψυχική ωφέλεια.

Μερικές φορές έλεγε στους μαθητάς του τα εξής:
—Αδελφοί, δεν θέλω να με φοβάσθε σαν τρομερό εξουσιαστή, αλλά να με αγαπάτε σαν πατέρα, όπως και εγώ σας αγαπώ όλους σαν πνευματικά μου παιδιά.

Έλεγαν πάλι για τον μεγάλο στάρετς Παΐσιο ότι, όταν συνέβαινε στην συνοδεία σύγχυσης και δυσαρέσκεια από κάποιον αδελφό και εκείνος πήγαινε στον γέροντα να του ειπεί την στενοχώρια του, αμέσως ό ηγούμενος τον ευλογούσε, τον έπαιρνε κοντά του, μη αφήνοντας έτσι τους αδελφούς να σχολιάζουν εναντίον του.
Έτσι λοιπόν, με τα γλυκά και παρηγορητικά λόγια του οδηγούσε την σκέψη του αδελφού μακριά από την στενοχώρια πού τον διακατείχε. Επίσης στα λόγια του ελάμβανε ύπ’ όψιν του και τον χαρακτήρα των και έτσι τοποθετούσε πνευματικά τον καθένα. Σ’ αυτούς πού καταλάβαιναν τους έλεγε λόγια με πολύ πνευματικό βάθος από την Αγία Γραφή, κατάλληλα στην πνευματική των κατάσταση. Ενώ στους απλούστερους έλεγε λόγια είτε από την πείρα του είτε από την αγία υπακοή, μέχρις ότου οί αδελφοί λησμονήσουν την ψυχική ταραχή και εξέλθουν από το κελί του ηγουμένου χαρούμενοι και ευχαριστώντας τον Θεό.

Άλλοτε έλεγε ό στάρετς και αυτά:
—όταν βλέπω τα πνευματικά μου παιδιά να αγωνίζονται και να κοπιάζουν να εφαρμόσουν τίς εντολές του Θεού με υπακοή και ταπείνωση, έχω στην ψυχή μου τόση πνευματική χαρά, ώστε ούτε στην Βασιλεία των ουρανών δεν νομίζω να έχω μεγαλύτερη χαρά άπ’ αυτή. Ενώ όταν βλέπω μερικούς ράθυμους στις εντολές του Θεού, να κάνουν το θέλημα των και εξωτερικά μόνο την αγία υπακοή, να μεμψιμοιρούν και να ζουν με τεμπελιά και φιλαυτία, τότε καταλαμβάνομαι από τόση ψυχική στενοχώρια, πού μεγαλύτερη δεν μπορεί να υπάρχει, μέχρις ότου τους ιδώ να μετανοήσουν ειλικρινά.

Εδιηγούντο για τον στάρετς Παΐσιο ότι δίδασκε αδιάκοπα τους αδελφούς και τους αφύπνιζε για μεγαλύτερο ζήλο με τα εξής:
—Παιδιά μου, μη σταματάτε να κάνετε’ εμπόριο πνευματικό. Διότι τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, τώρα είναι ημέρα σωτηρίας, καθώς λέγει ό άγιος Παύλος.

Κάποτε ήλθε στον στάρετς ένας αδελφός και του λέγει:
—Πάτερ, έχω δυνατό πόλεμο από τους λογισμούς. Και ό στάρετς του είπε χαμογελώντας:
—Γιατί κάνετε σαν μικρά παιδιά; Να κάνετε και εσείς ότι κάνω και εγώ. Εγώ όλη την ημέρα ομιλώ με εσάς, με μερικούς κλαίω μαζί των και με άλλους χαίρομαι. Και όταν φεύγετε όλοι από το κελλί μου, συγχρόνως με εσάς φεύγουν και από εμένα όλοι οί λογισμοί πού μου είπατε. Κατόπιν παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο και είμαι σαν να βρίσκομαι στην έρημο του Ιορδανού.

Για την πρόοδο στην πνευματική ζωή της αδελφότητας του οσίου Παϊσίου έγραψε αργότερα ό μαθητής του Πλάτων τα παρακάτω λόγια:
—Μπορούσες να βλέπεις τότε στο μοναστήρι Ντραγκομίρνα να ανθίζει ή πνευματική ζωή σαν ένα πρωτοφανές θαύμα. Διότι οί άνθρωποι πού κατοικούσαν εκεί για την αγάπη του Θεού είχαν νεκρωθεί με την θέληση των ως προς τα κοσμικά πράγματα. Και θα μπορούσα να ειπώ γενικά ότι ή μυστική των εργασία ήταν ή εξής: Ή συντριβή της καρδιάς, ή βαθειά ταπείνωσης, ό φόβος του Θεού, ή προσοχή, ή ειρήνη των λογισμών και ή διάχυτη από καρδίας αδιάλειπτη προσευχή, με ανέκφραστη και θερμή αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον. Στους περισσότερους άπ’ αυτούς έτρεχαν ακατάπαυστα τα δάκρυα, όχι μόνο στο κελί των, αλλά και στην εκκλησία και την ώρα του διακονήματος, της αναγνώσεως και της ακροάσεως των πνευματικών λόγων. Ήταν ο καρπός του Αγίου Πνεύματος. Είναι αλήθεια λοιπόν ότι εδώ πραγματοποιούνται οί λόγοι του αγίου Ισαάκ του Σύρου, ό οποίος έλεγε: «Ή σύναξης των ταπεινών είναι αρεστή στον Θεό, όπως και ή σύναξης των Σεραφείμ».

Όσο για την υπεράσπιση της νοεράς προσευχής, την οποίαν όλοι οί μαθηταί του στάρετς Παϊσίου εξασκούσαν, ο όσιος έγραψε μία επιστολή με έξι κεφάλαια, με την οποία καταπολεμά αυτούς πού την δυσφημούν. Να πώς άρχιζε ή επιστολή του:
—Έφθασε μέχρις εδώ ή είδησης ότι μερικά πρόσωπα από τον μοναχικό χώρο έχουν εμπιστοσύνη στη γήινη σοφία των, ώστε τολμούν να κατηγορούν την ιερά προσευχή του Ιησού, ή οποία τελειοποιείται με την αγία εργασία της βυθίσεως του νου στην καρδιά. Αυτούς τους καταπολεμά ό νοητός εχθρός με την γλώσσα των και με διάφορα αλλά όπλα, για να εγκαταλείψουν αυτή την θεία εργασία και με την τύφλωσή του νου να σκοτιστεί ή καρδιά των.

Και προς το τέλος πρόσθεσε:
—Είναι γνωστό ότι αύτη ή ιερά εργασία ήταν ή παντοτινή απασχόλησης των δούλων του Θεού, των παλαιών πατέρων μας, πού διέλαμψαν σε πολλούς έρημους τόπους και στα κοινοβιακά μοναστήρια, στο Όρος Σινά, στις Αιγυπτιακές σκήτες, στο όρος της Νιτρίας, στην Ιερουσαλήμ, στο Άγιο “Όρος του Αθωνος και σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Μ’ αυτή την νοερά εργασία πολλοί μεταξύ των εραστών του Θεού, των αγίων πατέρων μας, διακαείς από το σεραφειμικό πυρ της αγάπης του Θεού και του πλησίον, έγιναν οί φλογερώτεροι έργάται των εντολών του Θεού και αξιώθηκαν να γίνουν εκλεκτά δοχεία του Αγίου Πνεύματος.

Στην συνέχεια έγραφε ό στάρετς Παΐσιος:
—Κανείς μεταξύ των ορθοδόξων δεν τόλμησε να προφέρει βλασφημία εναντίον αυτής της νοερας εργασίας πού διαφυλάττει την καρδιά από κάθε κακία. Αλλά όλοι αντίκριζαν αυτήν με .μεγάλο σεβασμό και ευλάβεια, διότι είναι μία εργασία γεμάτη από μεγάλη πνευματική ωφέλεια.

Και προς τους συκοφάντες του απηύθυνε ό όσιος τα εξής λόγια:
—Προσέχετε, φίλοι μου, εσείς πού τολμάτε να κατηγορείτε την καρδιακή προσευχή, μη γίνετε συνεργοί του αιρετικού Βαρλαάμ του Καλαβρού και των μαθητών του. Δεν συγκλονίζεται άραγε ή ψυχή σας, μήπως καταδικαστείτε όπως αυτοί σε ανάθεμα της Εκκλησίας και χωριστείτε από τον Θεό; Σάς φαίνεται άραγε ανώφελο να επικαλείσθε το όνομα του Ιησού; ‘Αλλά και οσον άφορα την σωτηρία σας, δεν θα σωθείτε με κανένα άλλο τρόπο παρά με το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Κατόπιν πρόσθεσε λέγοντας:
—Εάν ή έπίκλησις του ονόματος του Ιησού είναι σωτήριος και ό νους και ή καρδιά του ανθρώπου είναι έργα των χεριών του Θεού, τότε πώς είναι δυνατόν να αμαρτήσει ό άνθρωπος, ό οποίος από το βάθος της καρδιάς του υψώνει με τον νου την προσευχή του στον γλυκύτατο Ιησού και ζητά άπ’ Αυτόν το έλεος Του;

Σ‘ αυτούς πού ήθελαν να αποκτήσουν την καρδιακή προσευχή ό στάρετς Παΐσιος έλεγε:
—Εάν κάποιος τολμήσει να κάνη αυτή την εργασία με τον δικό του τρόπο, χωρίς να ρωτήσει και συμβουλευθεί τους πεπειραμένους, σύμφωνα με την ταξί των Αγίων Πατέρων, ενώ είναι ακόμη υπερήφανος, εμπαθής και αδύνατος, χωρίς διακόνημα και υπακοή, έστω κι αν ζή στην έρημο και στην ησυχία, αυτός στ’ αλήθεια —το λέγω και εγώ— εύκολα θα πέσει σ’ όλες τίς παγίδες του διαβόλου.

Κατόπιν είπε και αυτά ό όσιος:
—Τέχνη ονομάζουν αύτη την εργασία οί Άγιοι Πατέρες, διότι όπως την τέχνη δεν μπορούν να την διδαχθούν μόνοι των οί άνθρωποι χωρίς την βοήθεια ενός διδασκάλου, έτσι δεν είναι δυνατή ή απόκτησης της νοεράς προσευχής χωρίς ένα ειδικευμένο οδηγό.

Και γι’ αυτούς πού δεν ευρίσκουν εύκολα έμπειρους πνευματικούς οδηγούς, έλεγε ό μεγάλος στάρετς:
—Εάν κάποιος ζήση με υπακοή, αλλά δεν ευρίσκει στους πνευματικούς του πατέρας ένα έμπειρο οδηγό με έργα και πείρα γι’ αυτήν την θεία εργασία —διότι πράγματι στην σημερινή εποχή υπάρχει μεγάλη έλλειψης από αληθινούς διδασκάλους της προσευχής— να μην απελπισθεί. Αλλά να παραμείνει στην υπακοή κοντά στον πνευματικό του πατέρα, να τρέξει στην διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και άπ’ αυτούς να σπουδάσει αυτή την προσευχή.

Και πάλι έλεγε:
—Μόνο ένας δεν θα αισθανθεί θερμή αγάπη για την απόκτηση της νοερός προσευχής, αυτός ό οποίος έχει αιχμαλωτιστεί από τους εμπαθείς λογισμούς της ζωής αυτής και είναι δεμένος με τα δεσμά των σωματικών φροντίδων, οί όποιες απομακρύνουν πολλούς από την Βασιλεία του Θεού.

Ύστερα πρόσθεσε και αυτά:
—Όποιος θέλει να είναι ενωμένος ερωτικά με τον γλυκύτατο Ιησού, αφού αρνηθεί όλες τίς ωραιότητες και απολαύσεις αυτού του κόσμου, καθώς και την σωματική ανάπαυση, να μην επιθυμήσει να έχει τίποτε άλλο σ” αυτή την ζωή, παρά να ασχολείται αδιάκοπα μ’ αυτό το έργο της παραδείσιας προσευχής.

Ο ηγούμενος Παΐσιος ήταν πολύ ελεήμων. Στην περίοδο εισβολής εχθρικού στρατού στην Μπουκοβίνα, χιλιάδες οικογένειες χωρικών κατέφυγαν στα δάση γύρω από το μοναστήρι Ντραγκομίρνα. Τον χειμώνα ό όσιος μετέφερε τους μοναχούς στο μισό τμήμα
του μοναστηρίου, ενώ το υπόλοιπο το έθεσε στην διάθεση των πτωχών λαϊκών, των υπερηλίκων και των μητέρων με τα παιδιά των. Ή μεγάλη και ζεστή τράπεζα προσφερόταν παράλληλα και για τον δυστυχισμένο λαό. Κατόπιν ό όσιος έδινε εντολή στον αποθηκάριο,
στον φούρναρη, στον μάγειρα να δώσουν σε όλους τρόφιμα, όσα ζητούσαν. Έφτιαχναν φαγητό και ζύμωναν ψωμί συνεχώς. Έτσι λοιπόν ό όσιος Παΐσιος έγινε ό πατέρας όλων με τη διάσωσι πολλών ανθρώπων από τον θάνατο.

Μετά την εγκατάσταση του στάρετς Παϊσίου στο μοναστήρι του Σέκου, έγραφε ό ίδιος συχνά λόγους πνευματικής διδασκαλίας στους μαθητάς του πού έμεναν στην Ντραγκομίρνα. Να πώς συμβούλευε τα πνευματικά του παιδιά:
—Παιδιά μου, πάντοτε να γρηγορήτε και κάθε ημέρα να κάνετε αρχή μετανοίας. Να αποφεύγετε τους περιττούς λόγους πού θανατώνουν την ψυχή, μη πηγαίνετε από κελί σε κελί χωρίς την άδεια του Πνευματικού σας, να εξομολογείστε τακτικά τους λογισμούς σας και έτσι θα διαλύονται όλοι οί διαβολικοί πειρασμοί. Ύστερα να διαβάζετε τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων, με τα όποια φωτίζεται ό νους του ανθρώπου και αυξάνεται ό πόθος για την εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Διότι μόνο ή πίστης, χωρίς τα έργα, δεν οδηγεί ποτέ στην σωτηρία.
Κάθε ένας, ανάλογα με τίς δυνάμεις του, να εργάζεται στις δουλειές του κοινοβίου και να μη κάνη συνάξεις στην πύλη του μοναστηρίου για μάταιες συζητήσεις. όπου υπάρχει φιλοπονία, εκεί λάμπει το φως, εκεί φυτεύεται ή ειρήνη, εκεί ό σατανάς δεν ευρίσκει τόπο και από εκεί φυγαδεύονται τα πάθη. Ενώ όπου δεν υπάρχει ζήλος, όλα έρχονται ανάποδα: Στόν καλό τόπο γίνεται το κακό, στον τόπο του φωτός ξεχύνεται το σκοτάδι, στον τόπο του Χριστού μπαίνει και κατοικεί ό διάβολος.

Έλεγαν για τον στάρετς Παΐσιο ότι καθημερινά δεχόταν στο κελί του τους μοναχούς οποιαδήποτε ώρα και μάθαινε τους πνευματικούς και σωματικούς των αγώνας. Μ’ αυτή την ευκαιρία ό στάρετς τους έλεγε:
—Εάν κάποιος από σας κάνη κάποια πνευματική ή σωματική άσκηση και εξ αιτίας αυτής κυριεύεται από λογισμούς, στενοχωρείται και παρ’ όλα αυτά δεν έρχεται σε μένα να εξομολογηθεί, εγώ γι’ αυτήν την άσκηση και ανοησία του δεν έχω να δώσω καμία απολογία ενώπιον του Θεού.

Εδιηγούντο πάλι για τον μεγάλο στάρετς, ότι στο μοναστήρι Νεάμτς οί πνευματικές και θεολογικές συγγραφικές ασχολίες του είχαν φθάσει σε μεγάλη άνθιση. Εδώ θεμελίωσε μία ολόκληρη σχολή για την κατάρτιση διορθωτών και μεταφραστών των βιβλίων.
Τα Πατερικά χειρόγραφα γέμισαν την βιβλιοθήκη του μοναστηρίου Νεάμτς και διαδόθηκαν σε αρκετά μοναστήρια της χώρας, μέχρι και τα σύνορα. Έτσι το Νεάμτς έγινε κέντρο και λαμπάδα του ορθοδόξου μοναχισμού, φροντιστήριο της ησυχαστικής ζωής και έδρασε πνευματικά σ’ όλη την ορθόδοξο Ανατολή.

Ιδιαίτερη φροντίδα είχε ό όσιος για τους ασθενείς. Στο μοναστήρι Νεάμτς ‘ίδρυσε νοσοκομείο και ξενώνα για τους επισκέπτες. Τους υπερήλικας και ασθενείς τους έβαλε στο νοσοκομείο και τους εμπιστεύθηκε στον αδελφό Ονώσιο, πού ήταν νοσοκόμος της μονής. Παράλληλα ζητούσε από τους διακονητάς να φροντίζουν τους ασθενείς σαν να ήταν ό ίδιος ό Χριστός, να τους δίνουν τις καλλίτερες τροφές, λευκό ψωμί, κρασί, να τους πλένουν κάθε εβδομάδα και να τους υπηρετούν γενικά με υποδειγματική καθαριότητα στο νοσοκομείο. Ό στάρετς δεχόταν στο νοσοκομείο και λαϊκούς αδελφούς πού υπέφεραν από διάφορες ασθένειες και δεν είχαν που να κλίνουν την κεφαλή. Αυτοί έμεναν σε απομακρυσμένα δωμάτια, έτρωγαν από το κοινό φαγητό και ζούσαν εκεί όσο καιρό ήθελαν, μερικοί μάλιστα μέχρι θανάτου.

Κάποτε ό στάρετς, όταν έμπαινε για το μοναστήρι, είδε ένα αδελφό να δίνη με τα χεριά ελεημοσύνη και να κοιτάζει εδώ και εκεί. Τότε ο όσιος κάλεσε τον Πνευματικό του αδελφού και του είπε:
—Αυτά διδάσκεις στους μαθητάς σου; Κοίταξε πώς παραβαίνεις τον μοναχικό κανονισμό και σκανδαλίζεις τους αδελφούς! Κατόπιν έδωσε και στους δύο κανόνα (επιτίμιο) να κάνουν επί τρεις ημέρες μετάνοιες την ώρα του φαγητού στην τράπεζα, για να διδαχθούν και όλοι οι άλλοι από το σφάλμα των.

Έλεγαν οί μαθηταί του ότι συχνά έβλεπαν τον όσιο να ξενυκτά με καρδιακό πόνο δίπλα στα κρεβάτια των αδελφών πού ήταν άρρωστοι. Συνέπασχε, συστέναζε, τους έδινε παρηγοριά με την ελπίδα της θεραπείας των. Έτσι δεν ήταν λίγη ή ανακούφισης πού αισθάνονταν οι ασθενείς στην σκληρή των δοκιμασία.

Έλεγαν πάλι για τον όσιο Παΐσιο ότι μία φορά τον χρόνο, στην Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πήγαινε στο μοναστήρι του Σέκου, όπου αγωνίζονταν εκεί εκατό περίπου αδελφοί. Έμενε δύο εβδομάδες, κήρυττε διδακτικούς λόγους στην εκκλησία, παρηγορούσε τους αδελφούς και μετά την εορτή της Απότομης της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου τους ευλογούσε όλους και επέστρεφε πάλι στο Νεάμτς, οπού τον περίμενε όλη ή συνοδεία.

Να τί έγραφε για την πνευματική ζωή του μοναστηριού Νεάμτς ένας προσκυνητής μοναχός ονόματι Θεοφάνης:
—Ή εκούσια ακτημοσύνη των είχε φθάσει σε τέλειο βαθμό. Στα κελιά, εκτός από εικόνες, βιβλία και εργαλεία για τα εργόχειρα δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Οί μοναχοί διακρίνονταν προπαντός για την ταπείνωση των και αποστρέφονταν με βδελυγμία την υπερηφάνεια. Μίσος και φθόνο δεν γνώριζαν. Εάν συνέβαινε σε κάποιον από έξαψη ή καταφρόνηση να προσβάλει κάποιον, αμέσως έσπευδε να συμφιλιωθεί. Αυτός πού δεν ήθελε να συγχώρηση τον αδελφό πού του έφταιξε, απομακρυνόταν από το μοναστήρι. Το βάδισμα των μοναχών ήταν σεμνό. όταν συναντούσε ό ένας τον άλλο, καθένας έβαζε πρόθυμα εδαφιαία προσκύνηση (μετάνοια). Στην εκκλησία καθένας στεκόταν σε ένα καθορισμένο τόπο. Ή ματαιολογία είχε τελείως εξαφανισθεί, τόσο στην εκκλησία και στα κελιά όσο και εκτός.

73) Αυτός ό ίδιος ό προσκυνητής Θεοφάνης έγραψε και για τα διακονήματα των μοναχών του μοναστηρίου Νεάμτς.
—Στο κοινόβιο του οσίου Παϊσίου ζούσαν 800 αδελφοί και όταν πήγαιναν στις μεγάλες δουλειές (παγκοινιές) από εκατό έως πεντακόσιοι αδελφοί, τότε ό ένας άπ’ αυτούς διάβαζε ψυχωφελείς λόγους από ένα διδακτικό βιβλίο ή έλεγε λόγια εποικοδομητικά της ψυχής. Εάν κανείς άρχιζε την φλυαρία, αμέσως τον σταματούσαν.

Ακολούθως, για την ζωή των μοναχών στα κελιά ό ίδιος Ο Θεοφάνης έγραφε:
—Στά κελιά μερικοί έγραφαν βιβλία, άλλοι έπλεκαν, άλλοι ύφαιναν λινά, άλλοι έκοβαν καλυμμαύχια και σκουφιά, έφτιαχναν κομποσχοίνια, ύφαιναν ύφασμα για ράσα και μανδύες, σκάλιζαν σταυρούς και κουτάλια ή ασχολούντο με άλλες χειρωνακτικές εργασίες. Όλοι ήταν κάτω από την πνευματική επαγρύπνηση των Πνευματικών των, στους οποίους εξομολογοΰντο τους λογισμούς και τα αμαρτήματα των δύο φορές την ημέρα. Το πρωί έλεγαν αυτά πού τους συνέβαιναν από τον πόλεμο του σατανά την νύκτα, ενώ το βράδυ αυτά πού τους συνέβαιναν την ημέρα. Χωρίς την ευλογία των Πνευματικών δεν τολμούσε κανείς να κάνη κάτι, ούτε καν ένα φρούτο να φάει.

Ήταν συνήθεια κατά την εορτή του μοναστηρίου Νεάμτς, της Αναλήψεως του Χριστού, να συγκεντρώνεται πολύς κόσμος από την Μολδαβία, Βλαχία και από άλλες περιοχές. Τότε ό όσιος Παΐσιος δεν είχε καιρό για ανάπαυση επί τέσσαρες ήμερες. Από το
πρωί μέχρι το βράδυ οί πόρτες ήταν ανοικτές για όλους και τους πλουσίους και τους πτωχούς. Προς όλους τους προσκυνητάς εξεδήλωνε μία πρωτοφανή αγάπη σαν δεύτερος Αβραάμ, τους αποχαιρετούσε με αγάπη και τους ευχαριστούσε για την υπομονή πού είχαν
να υποβληθούν σε τόσο κόπο και σε τέτοια οδοιπορία. Μετά τους ευχόταν να τους βοηθάει ό Κύριος και ή Θεοτόκος ψυχικά και σωματικά και τους έστελνε στον ξενώνα των προσκυνητών.

Έλεγαν για τον όσιο Παΐσιο ότι κοπίαζε πάρα πολύ για την μετάφραση Πατερικών βιβλίων από την αρχαία ελληνική γλώσσα στην σερβική και την ρουμανική, προκειμένου να βοηθήσει και να ωφελήσει ψυχικά αυτούς πού θα επιθυμήσουν να διδαχθούν τίς διδασκαλίες των θεραπόντων του Θεού, των αγίων πατέρων μας.

Ήταν άξιο θαυμασμού, έλεγε ό μαθητής του Πλάτων, το πώς μπορούσε να γραφή τόσα βιβλία. Διότι ήταν υπερβολικά αδύνατος και σ’ όλη την δεξιά πλευρά είχε πληγές. Και το κρεβάτι όπου κοιμόταν, ήταν περικυκλωμένο από βιβλία, αρκετά λεξικά, την
Βίβλο στα ελληνικά και σλαβονικά, γραμματική ελληνική και σλαβονική, βιβλία πού μετέφραζε και στο μέσον αυτών το φως της λάμπας. Ενώ αυτός σαν ένα μικρό βρέφος καθόταν σκυφτός σχεδόν όλη την νύκτα, λησμονώντας την σωματική του αδυναμία και το βάρος των πόνων και κακοπαθειών του.

Ύστερα πρόσθεσε ό μαθητής του:
—”Ω απαθέστατε και άγιε Γέροντα! “Ω ψυχή καθαρά και με τον Θεό ενωμένη! Ολοσχερώς ενωμένος με τον Θεό και πλημμυρισμένος κυριολεκτικά από αγάπη για τον πλησίον. Ό λόγος του δυνατός, ικανός να πείσει, πλήρης χάριτος. Είχε την δύναμη να ξεριζώνει τα πάθη και να φυτεύει τίς αρετές στις ψυχές αυτών πού του έκαναν υπακοή με εμπιστοσύνη και αγάπη.

Έλεγαν οί μαθηταί του στάρετς Παϊσίου ότι αυτός μετέφρασε στα ρουμανικά λίγα βιβλία, όπως τους λόγους του αγίου Νείλου του Σόρσκυ, επειδή ήταν περισσότεροι οί μολδαβοί μοναχοί πού μετέφραζαν από τα ελληνικά παρά οί σλάβοι. Στην σλαβονική γλώσσα μετέφραζαν μόνο ό όσιος Παΐσιος μαζί με τον μαθητή του ιερομόναχο Δωρόθεο. Ενώ στην ρουμανική γλώσσα μετέφρασαν πάρα πολλοί ελληνομαθείς μολδαβοί, όπως:

1) Ό αρχιμανδρίτης Μακάριος, μεγάλος πρωτοψάλτης, μετέφρασε τίς ομιλίες του αγίου Μακαρίου, τους λόγους του αγίου Ισαάκ του Σύρου και άλλα.

2) Ό Ιερομόναχος Ιλαρίων μετέφρασε τους λόγους του αγίου Καλλίστου Καταφυγιώτου, την Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου και άλλα.

3) Ό όσιος μοναχός Γερόντιος μετέφρασε πολλά βιβλία, όπως:
α) Την Μικρή συλλογή Κανόνων.
β) Το Κυριακοδρόμιο, με λόγους των Ευαγγελίων όλων των Κυριακών του έτους, τυπωμένο στο Βουκουρέστι.
γ) Την ερμηνεία των Ευαγγελίων του αγίου Θεοφύλακτου, τυπωμένο στο Ιάσιο.
δ) Το Θεολογικόν (Δογματική) του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, τυπωμένο στο Ιάσιο.
ε) Το Κεκραγάριον του αγίου Αυγουστίνου (μονόλογοι), τυπωμένο στο μοναστήρι Νεάμτς και αλλά.

4) Ό όσιος ιεροδιάκονος Στέφανος μετέφρασε την ζωή των αγίων όλου του έτους από την σλαβονική γλώσσα, τυπωμένο στο μοναστήρι Νεάμτς κατά τα έτη 1807-1815.

5) Ό όσιος μεγαλόσχημος μοναχός Ισαάκ ό διδάσκαλος, μετέφρασε από την ελληνική γλώσσα:
Α) Το βιβλίο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος και β) Την Παράκληση της Θεοτόκου, ή οποία τυπώθηκε στο μοναστήρι Νεάμτς, ενώ από τα σλαβονικά μετέφρασε το τυπικό του αγίου Σάββα, το όποιο τυπώθηκε στο Ιάσιο το έτος 1816.
Β) Ό μητροπολίτης Γρηγόριος ό διδάσκαλος, μαθητής του στάρετς Παϊσίου από το μοναστήρι Νεάμτς, μετέφρασε και αυτός Ικανό αριθμό βιβλίων από την ελληνική γλώσσα, όπως το Γεροντικό και αλλά, τα οποία τυπώθηκαν στο Βουκουρέστι, όταν έγινε μητροπολίτης της Ρουμανικής Χώρας (1823-1834).

Ένας έλληνας προσκυνητής του μοναστηρίου Νεάμτς, ονόματι Κωνσταντίνος Καράγιας, περιέγραφε ως εξής το πλήρες αγίου Πνεύματος πρόσωπο του μεγάλου στάρετς Παϊσίου:
—Για πρώτη φορά στην ζωή μου είδα με τα μάτια μου ζωντανή και ανυπόκριτη αγιότητα. Με κατέπληξε το ωχρό και φωτεινό πρόσωπο του, χωρίς σταγόνα αίμα, μία μεγάλη και λευκή γενειάδα πού έλαμπε σαν ασήμι και μία ασυνήθιστη καθαριότητα στα ρούχα και στο κελί του. Ό λόγος του ήρεμος και ειλικρινής. Μου άρεσε αυτός ό άνθρωπος, διότι ήταν ολοκληρωτικά χωρισμένος από τα γήινα.

Ο μαθητής του Πλάτων έλεγε τα εξής για τον όσιο Παΐσιο:
—Αυτός ό ηγούμενος είχε φλογερή αγάπη, διότι από την νεότητα του αγάπησε τον Θεό με όλη την ψυχή του. Όλους τους αγαπούσε και τους θέρμαινε με την αγάπη και την στοργή του. Για τον καθένα αισθανόταν πόνο. Συνάμα τα πνευματικά του παιδιά τα αγκάλιαζε με πνευματική αγάπη περισσότερο από την ψυχή του. Κάθε άνθρωπος πού ερχόταν σ’ αυτόν για ψυχική ή πνευματική βοήθεια δεν έφευγε με αδειανά τα χέρια. Ουδέποτε στράφηκε εναντίον κάποιου ή λύπησε κανέναν.

Ο ίδιος ό μαθητής του συνέχιζε:
—Ήταν σ’ αυτόν ενωμένες ή παντοτινή υπομονή και ή πραότητα, ενώ το μίσος και ή οργή δεν εκδηλώνονταν σ’ αυτόν, παρά μονό στην παράβαση των θείων εντολών. Ήλεγχε και εξέταζε με πραότητα, επέπληττε και δίδασκε με αγάπη, ευσπλαχνιζόταν και μακροθυμούσε με την ελπίδα βελτιώσεως.

Επίσης και αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήταν καταστόλιστα με την Θεία Χάρι, συνέχιζε ό μαθητής του. Το πρόσωπο του λευκό, θείο και αγγελικό, ή ματιά του γλυκεία, ό λόγος του ταπεινός, απαρρησίαστος, ξεχειλισμένος από ευσπλαχνία και όλους τους τραβούσε κοντά του. Ό νους του διαρκώς ενωμένος με τον Θεό δια της αγάπης. Απόδειξης τρανή τα πολλά του δάκρυα.

Έλεγε ένας από τους μαθητάς του οσίου Παϊσίου ότι τόσο είχε αποκτήσει το δώρο της καθοράς προσευχής, ώστε το πρόσωπο του έλαμπε, τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα από τον φόβο του Θεού πού είχε φυτευτή στην καρδιά του. Κάποτε, πρόσθεσε ό μαθητής, όταν ήμασταν στην Ντραγκομίρνα, ήλθα στον ηγούμενο και βλέποντας την πόρτα ανοικτή, κτύπησα και μπήκα μέσα. Το πρόσωπο του έλαμπε σαν φλόγα. Είπα τον χαιρετισμό: Ευλόγησαν Γέροντα! Δεν μου απάντησε. Επανέλαβα το ίδιο δεύτερη φορά. Καμία απάντησης. Τότε κυριεύθηκα από φόβο. Κατάλαβα ότι είχε αρπαγή κατά την ώρα της προσευχής. Περίμενα ακόμη λίγο και μετά βγήκα από το κελί του.

Ο όσιος Παϊσιος είχε και το προορατικό χάρισμα. Πολλές φορές έβλεπε στο Όνειρό του ένα σπαθί κρεμασμένο από μία κλωστή πάνω από το κεφάλι του Μολδαβού ηγεμόνος Γρηγορίου Γκίκα. Μετά από λίγες ημέρες οι τούρκοι του έκοψαν το κεφάλι του κατ’ εντολή του Σουλτάνου. Πολύ πικράθηκε ό ηγούμενος Παΐσιος γι’ αυτό.

Έλεγαν πάλι ότι συχνά στέναζε και θρηνούσε ό στάρετς για κάποιον αδελφό της αδελφότητας του, τον όποιο συμβούλευε να διορθωθεί, αλλά ό αδελφός δεν άκουγε. Ύστερα από τρεις ημέρες Ο αδελφός αυτός απαγχονίστηκε.

Για ένα άλλον αδελφό προσευχόταν πάλι ό στάρετς να μη αναχώρηση από το μοναστήρι.
—Αδελφέ, του έλεγε, άκουσε με, διότι δεν θα δής τον τόπο αυτό πού θέλής να μεταβής. Πράγματι, ό αδελφός δεν τον άκουσε και μετά από τέσσαρες ήμερες απέθανε.

Αναρίθμητες και θεοφώτιστες ήταν οι επιστολές του στάρετς Παϊσίου προς διαφόρους φίλους του, λαϊκούς, ιερείς, μοναχούς και ηγουμένους. Να τί γράφει προς τους μοναχούς της Σκήτης Ρομπάϊα του νομού Αρντζες, οί όποιοι του ζητούσαν ένα Ιερέα.
—Στην επιθυμία σας να σας στείλουμε ένα ιερέα για να διοργάνωση την κοινοβιακή ζωή σας, δεν γνωρίζουμε τί να σας απαντήσουμε. Και εμείς οί ίδιοι είμεθα στην αρχή και έχουμε ανάγκη από συμβουλές. Το μόνον πού μπορώ να ειπώ είναι ότι κατά την ταξί των Αγίων Πατέρων μπορείτε μόνοι σας να διοργανώσετε την πνευματική σας ζωή. Κατ’ αρχήν απαιτείται ό ηγούμενος να γνωρίζει την Αγία Γραφή, για να γνωρίζει να διδάσκει και τους μαθητάς του. Να έχει προς αυτούς αληθινή και ανυπόκριτη αγάπη, να είναι πράος, ταπεινός, υπομονετικός, ανεξίκακος, αφιλοχρήματος, απαλλαγμένος από την υπερηφάνεια, την λαιμαργία και από όλα τα άλλα πάθη. Συνάμα οί μαθηταί του να είναι στα χέρια του ηγουμένου όπως ό πηλός στα χέρια του αγγειοπλάστου. Να μη κάνουν τίποτε χωρίς την ευλογία του, να μη έχουν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά τα πάντα και τα βιβλία και το κρεβάτι και όλα τα αλλά να έχουν δοθεί με την ευλογία του ηγουμένου. Κατόπιν ή σκήτη σας, οπουδήποτε βρίσκεται, να μην εξαρτάται από άλλο μοναστήρι, αλλά να κυβερνάται μόνη της, ώστε οί αδελφοί να σωθούν από τον γέροντα των, ενώ ό ηγούμενος από τον Κύριο.

Επίσης προς τους μοναχούς της σκήτης Μεγάλη Ποϊάνα έγραφε:
—Μη ταράζεστε για την ακακία και ταπείνωση του πατρός Αλεξίου, του νέου ηγουμένου σας. Διότι κατά τους αγίους Πατέρας, ό ηγούμενος πρέπει να είναι προς τους αδελφούς ταπεινός, ειρηνικός, πράος, άκακος, σε θέσι να υποφέρει όλους τους πειρασμούς και να μπορεί να δίνη στους αδελφούς το παράδειγμα της υπομονής. Μην ανησυχείτε, διότι αυτός είναι αδύνατος στο σώμα, πλην όμως είναι υγιής στο πνεύμα και συνετός στο νου. Άλλα εσείς πού γνωρίζετε την αδυναμία της φύσεως του, μη ζητάτε άπ’ αυτόν σωματικές κακοπάθειες υπεράνω των δυνάμεων του. Άλλα να τον συμπονάτε, για να μη χαθεί πριν από την κανονική του ώρα και ζημιωθούν οί αδελφοί. Είναι αρκετό σ’ αυτόν να παραμένει στο κελί του, να προστατεύει την υγεία του, να διαβάζει ψυχωφελή βιβλία, για να είναι έτοιμος στον κατάλληλο καιρό να δώσει στους αδελφούς τίς ωφέλιμες συμβουλές για την σωτηρία των. Να ταπεινώνεστε ό ένας ενώπιον του άλλου και να υπακούετε ό ένας στον άλλον, να έχετε την αγάπη του Θεού μεταξύ σας και να είσθε μία ψυχή, μία καρδιά, με την Χάρι του Θεού.

Κάποιος ιερεύς ερώτησε τον Όσιο Παΐσιο:
—Μπορεί άραγε ό ιερεύς να συγχώρηση κάποιον πού μετανοεί με αληθινή μετάνοια και να του δώσει τα άγια Μυστήρια χωρίς επιτίμιο (κανόνα) λόγω αδυναμίας του;
—Εάν ή ασθένεια του είναι σωματικής φύσεως, απάντησε ό όσιος και πλησιάζει προς τον θάνατο και δεν έχει καιρό να κάνη κανόνα, τότε και αν ακόμη έχει κάνει μεγάλες αμαρτίες και μετανοήσει, ό ιερεύς πρέπει να τον συγχωρεί και να του δίνη τα αγία Μυστήρια. Εάν όμως μπορεί να κάνη κανόνα, ό ιερεύς να μη τον λύνει, μέχρι να τελείωση τον κανόνα του διότι ό κανόνας είναι το ένα τρίτο της μετανοίας.

Κατόπιν πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Σας λέγω και αυτό: εγώ ανεζήτησα με πόθο να βρω στον εαυτό μου κάποιο έπιτίμιο ανεκτέλεστο, πού θα με απομάκρυνε από την Θεία Κοινωνία, αλλά δεν μπόρεσα να βρω. Είναι όμως φοβερά τρομακτική και φρικιαστική ή καταδίκη των ιερέων πού τολμούν να κοινωνούν αυτούς πού εμποδίζονται με επιτίμιο. Και τους δύο ή Εκκλησία τους παρομοιάζει με τον Ιούδα τον προδότη.

Ελεγε πάλι ό μεγάλος στάρετς:
—Μιμηθήτε την πραότητα του Χριστού, για να αντιστέκεστε μέχρις αίματος στο πάθος του μίσους και να ειρηνεύετε με ολους. Αυτό είναι το πλέον απαραίτητο, όπως ό ίδιος ό Χριστός λέγει στους μαθητάς του «Ειρήνη υμίν». «Ειρήνην την έμήν δίδωμι υμιν». όπου υπάρχει ή ειρήνη του Χριστού, έκεϊ κατοικεί ό Χριστός. Ενώ στην ψυχή πού δεν υπάρχει ή ειρήνη του Χριστού, ούτε ό Χριστός εκεί υπάρχει.

Και πάλι έλεγε:
—Ή υπομονή είναι και αυτή τόσο απαραίτητη για την σωτηρία μας, ώστε ό Χριστός έλεγε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών». Και το κέρδος της ψυχής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή σωτηρία της. Υπομονή ακόμη πρέπει να έχετε όχι μόνο για ένα ώρισμένο χρονικό διάστημα, αλλά μέχρι θανάτου, διότι «ό υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται».

Όσον αφορά την ταπείνωση έλεγε ό όσιος Παϊσιος:
Ή ταπείνωσης είναι το θεμέλιο όλων των ευαγγελικών αρετών. Είναι τόσο αναγκαία για την σωτηρία όσο ή αναπνοή για την ζωή των ανθρώπων. Ολοι οι άγιοι με πολλούς κόπους και τρόπους σώθηκαν, αλλά χωρίς ταπείνωση κανείς δεν σώζεται και δεν μπορεί να σώσει τους άλλους. Γι’ αυτό καθένας πού θέλει να σωθεί, πρέπει ολόψυχα και απέναντι του Θεοΰ να αισθάνεται πώς για ό,τιδήποτε συμβαίνει στους άλλους ανθρώπους και για οποιαδήποτε αμαρτία, είναι ένοχος μόνον ό εαυτός του και όχι οί άλλοι

Ό όσιος Αρχιμανδρίτης Γεώργιος μεγάλος ηγούμενος του μοναστηρίου Τσερνίκα (1806)

Α) Ή ζωή του
Ό όσιος ηγούμενος Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη του Φαγκάρας τίς πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος. Επιθυμώντας να υπηρέτηση τον Χριστό από την νεότητα του, βρήκε για καταφύγιο της ψυχής του τα μοναστήρια της Τρανσυλβανίας. Άλλα μη μπορώντας να υπομείνει τίς θρησκευτικές διώξεις, κατά τίς οποίες αναγκάζονταν οί άνθρωποι να γίνουν ουνίτες, ό νεαρός Γεώργιος ήλθε στα Καρπάθια στην Ρουμανική Χώρα.

Στον δρόμο προς το Όρος του Άθωνος, έγινε προσωρινός μαθητής ενός Έλληνος αρχιερέως, ό οποίος κατοικούσε στο Βουκουρέστι. Αφού έγινε ρασοφόρος και διάκονος, αναχώρησαν μαζί με τον αρχιερέα γέροντα του για την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος κατά τα μέσα του 18ου αιώνος. Όταν απέθανε εκεί ό γέροντας του, ό ιεροδιάκονος Γεώργιος έγινε μαθητής του στάρετς Παϊσίου στην σκήτη του Προφήτου Ήλιου στον Άθωνα. Το έτος 1752 ό όσιος Παΐσιος τον έκειρε μοναχό, ενώ το 1754 τον χειροτόνησε ιερέα για το κοινόβιο του. Σ’ αυτή την σκήτη ασκήτευσε ό μεγαλόσχημος ιερομόναχος Γεώργιος δέκα χρόνια. Το έτος 1763 επέστρεψε στην Μολδαβία, στο μοναστήρι Ντραγκομίρνα μαζί με τους 64 μαθητάς του στάρετς Παϊσίου.

Στην Ντραγκομίρνα ό όσιος Γεώργιος πέρασε 12 χρόνια ακόμη σαν ιερεύς, Πνευματικός και οικονόμος σε 350 μοναχούς και αδελφούς. Κατόπιν μετώκησε στο μοναστήρι του Σέκου κατά το 1775 με 200 μοναχούς. Εδώ έζησε μόνο δύο χρόνια κοντά στον όσιο Παΐσιο και κατόπιν ήλθε πάλι στην σκήτη του Προφήτου Ήλιου στον Άθωνα.

Την άνοιξη του έτους 1781 ήλθε στην Μολδαβία να ίδή τον ηγούμενο και τους αδελφούς του μοναστηρίου Νεάμτς. Πριν ακόμη προλάβει να επιστρέψη, εξελέγη από τον μητροπολίτη Γρηγόριο της Ούγγροβλαχίας ηγούμενος της σκήτης της Τσερνίκας, ή οποία ήταν εγκαταλελειμμένη για πολλά χρόνια. Σε τέσσερα χρόνια διοργάνωσε καλά την σκήτη και προσείλκυσε γύρω του 54 αδελφούς. Κατόπιν, επειδή αρρώστησε, άφησε ως παρακαταθήκη την γραπτή διαθήκη του στους μαθητάς του για το πώς θα ζήσουν στο μέλλον στο μοναστήρι Τσερνίκας. Ή διαθήκη αυτή έχει μεγάλη πνευματική σπουδαιότητα. Το ίδιο έτος ό στάρετς Γεώργιος έγινε πάλι υγιής και έζησε ακόμη 22 χρόνια. Επειδή αυξήθηκαν οι αδελφοί γύρω του, ό μητροπολίτης Γρηγόριος του έδωσε υπό την ποιμαντική του φροντίδα το έτος 1793 και το μοναστήρι Καλνταρουσάνι. Ως ηγούμενος αυτών των δύο μοναστηριών, ό όσιος Γεώργιος μοίρασε την συνοδεία του σε δύο μέρη, τοποθετώντας σε κάθε μοναστήρι και από ένα ικανό οικονόμο. Επέβαλε στην εκκλησία την καθημερινή εκκλησιαστική ακολουθία, την συχνή εξομολόγηση, την υπακοή και την κοινοβιακή τράπεζα, κατά την παράδοση του Άθωνος και συμφώνα με την γραπτή διαθήκη του.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1806 ό μεγάλος στάρετς Γεώργιος εξεδήμησε για την αιώνια ανάπαυση, αφήνοντας μεγάλο αριθμό μαθητών και στα δύο μοναστήρια του. Λόγω της σοφίας του, με την οποία διηύθυνε και διοικούσε επί 25 χρόνια τα δύο μεγάλα κοινοβιακά μοναστήρια με 200 περίπου μαθητάς, ό ηγούμενος Γεώργιος θεωρείται μεγάλος πνευματικός πατήρ και αναστηλωτής του Ρουμανικού μοναχισμού. Και για την όσιακή ζωή του κατατάχθηκε στην χορεία των οσίων ρουμάνων

Β) Έργα και λόγια διδασκαλίας

1) Τον καιρό πού έμενε στην Ρουμανική Χώρα παρά την θέληση του κοντά στον μητροπολίτη Γρηγόριο, ό όσιος Γεώργιος είχε μεγάλη στενοχώρια. Νήστευσε λοιπόν μερικές ημέρες και παρακάλεσε την Θεοτόκο και τον άγιο ιεράρχη Νικόλαο να τον συμβουλεύσουν τι πρέπει να κάνη. Κατόπιν αποκοιμήθηκε λίγο λόγω κοπώσεως και
του φάνηκε πώς είδε τον άγιο Νικόλαο και τον διέταξε τα εξής: Μείνε εδώ να καθαρίσεις τον οίκο μου από τα εξαγριωμένα θηρία. Αφού σηκώθηκε γεμάτος χαρά, ξεκίνησε προς αναζήτηση του Οίκου του αγίου ιεράρχου Νικολάου. Και πράγματι βρήκε την εκκλησία του στο νησί της Τσερνίκας έρημη, γεμάτη φίδια. Από εκείνη την ώρα παρέμεινε στην σκήτη της Τσερνίκας με τους δύο μαθητάς του, Αθανάσιο και Σεραφείμ, πού προέρχονταν από το μοναστήρι Νεάμτς.

2) Έλεγαν οι μαθηταί του οσίου Γεωργίου ότι όταν έφθασαν στο νησί και αναπαύθηκαν στην εκκλησία, είδαν στο Άγιο Βήμα ένα πελώριο φίδι. Τότε Ο ηγούμενος το σφράγισε με το σημείο του σταυρού και του είπε με ήρεμη φωνή:
—Αγαπητό μου, μέχρι τώρα κατοικούσες εσύ εδώ. Τώρα, φύγε από τον τόπο αυτόν, να κατοικήσουμε εμείς.
Το φίδι υπάκουσε στην εντολή του στάρετς. Βγήκε αμέσως έξω από την εκκλησία και από το νησί και εξαφανίσθηκε στα γειτονικά δάση.

3) Διηγούντο οι μαθηταί του οσίου ότι στην αρχή υπέμειναν πολύ παντός είδους ελλείψεις και στερήσεις μαζί με τον γέροντα των. Ή εκκλησία είχε εγκαταλειφθεί για πολλά χρόνια. Δεν είχε πόρτες, ούτε παράθυρα, μήτε τα άλλα αναγκαια. Όλα τα παλαιά κελιά ήταν ερείπια, ενώ το νησί σκεπαζόταν εξ ολοκλήρου από δάση, βάτα και αγκάθια. Την ημέρα έκοβαν με το τσεκούρι τα δένδρα και τα αγκάθια για ν’ άνοιξη ό τόπος και το βράδυ συγκεντρώνονταν όλοι μαζί σ’ ένα ερειπωμένο υπόγειο, έτρωγαν παξιμάδι και λίγα λαχανικά και κοιμόνταν στο έδαφος μερικές ώρες. Το μεσονύκτιο σηκώνονταν, διάβαζαν τον όρθρο και δόξαζαν τον Θεό. Μετά ο στάρετς ανέπαυε τους μαθητάς του με ωραία διδακτικά λόγια. Στην συνέχεια κοιμόνταν πάλι μέχρι τα χαράματα, οπότε σηκώνονταν, έκαναν την διατεταγμένη προσευχή και αναχωρούσαν για το κόψιμο των δένδρων του δάσους.

4) Ή ειδήσεις για την αγιότητα της ζωής του οσίου Γεωργίου ξαπλώθηκε γρήγορα σ’ Όλα τα μέρη και έρχονταν πολλοί να περάσουν λίγο κοντά του, ενώ άλλοι τους μετέφεραν υλικές βοήθειες για να ανακαινίσουν την εκκλησία και τα κελιά. Τους πρώτους έξι μήνες προσήλθαν γύρω από τον όσιο έξι αδελφοί. Μετά από ένα έτος έγιναν 16 και στα τρία χρόνια ό αριθμός των μοναχών έφθασε τους 33, ενώ το επόμενο έτος ήταν 54 ψυχές στο νησί. Το έτος 1786 το κοινόβιο της Τσερνίκας είχε αποκτήσει 103 αδελφούς.

5) Την άνοιξη του έτους 1784 ό στάρετς Γεώργιος ήθελε να κάνη μοναχούς τους 33 μαθητάς του, αλλά δεν είχε ενδύματα και τα υπόλοιπα αναγκαια γι’ αυτούς. Σαν το έμαθαν κάποιοι πιστοί χριστιανοί από το Βουκουρέστι, αγόρασαν ενδύματα για όλους τους αδελφούς και τα έφεραν στον όσιο. Την Μεγάλη Εβδομάδα ό στάρετς Γεώργιος τους έκειρε όλους μοναχούς, αφού δόξασε τον Θεό και ευχαρίστησε τον άγιο Ιεράρχη Νικόλαο.

6) Το έτος 1788, ό στάρετς Γεώργιος έκτισε μία μικρή εκκλησία στο μικρό νησί προς τιμήν του αγίου μεγαλομάρτυρας Γεωργίου. Δίπλα έφτιαξε πολλά κελιά από πλίνθους και σ’ αυτά έστελνε τους μαθητάς του με την σειρά να ησυχάζουν. Οί πατέρες αγωνίζονταν στο μικρό νησί όλη την εβδομάδα και το Σάββατο έρχονταν στο μεγάλο νησί. Εδώ εξομολογούντο, ελάμβαναν τα Αγια Μυστήρια, έμεναν στην αδελφότητα την Κυριακή, άκουγαν τίς διδασκαλίες του κάλου Γέροντα των, πού ήταν γλυκύτερες κι από το μέλι, και μετά επέστρεφαν πάλι στην ησυχία των στο μικρό νησί.

7) Διηγούντο οί μαθηταί του οσίου Γεωργίου ότι ό Γέροντας των στόλισε με πολλά κειμήλια την εκκλησία του αγίου Νικολάου. Κατόπιν χειροτόνησε τρεις Ιερείς και τρεις διακόνους και καθόρισε να γίνεται καθημερινά ή Θεία Λειτουργία και οί επτά εκκλησιαστικές ακολουθίες της ημέρας. Εφάρμοσε ακριβώς την ταξί και τους κανόνας της εκκλησίας κατά το τυπικό του αγίου Σάββα και τα προσάρμοσε σύμφωνα με τίς τοπικές συνήθειες, διότι Πριν άπ’ αυτόν δεν είχαν καθορισθεί σε κανένα μέρος της χώρας, αλλά ακολουθούσε ό καθένας ότι ήθελε.

8) Έλεγαν πάλι οί ίδιοι μαθηταί του ότι μέχρι τον ερχομό αυτού του οσίου δεν υπήρχαν κοινόβια και κοινοβιακή τάξις σ’ αυτή την χώρα, σύμφωνα με τίς μαρτυρίες των περισσοτέρων ηγεμονικών χρυσόβουλων, τα όποια γράφουν τα εξής: «Εμείς οί ίδιοι είδαμε την ζωή των μακαρίων ερημιτών της Τσερνίκας και χαρήκαμε διότι έχουμε στην ηγεμονία μας ένα τέτοιο μοναστήρι με την κατά Θεόν ζωή…».

9) Ό στάρετς Γεώργιος συμβούλευε πάντοτε τους μαθητάς του να ζουν με τελειότητα την αγάπη ό ένας προς τον άλλον. Στην αρχή του έτους 1785 αρρώστησε τόσο σοβαρά, ώστε νόμισε ότι θα φυγή άπ’ αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό έδωσε εντολή να χτυπήσουν την μεγάλη καμπάνα, να συγκεντρωθούν όλοι οί αδελφοί στην εκκλησία, όπου τους διάβασε την συγχωρητική ευχή και τους είπε δακρυσμένος:
—Παιδιά μου, να έχετε αγάπη μεταξύ σας, διότι μόνο ό Θεός γνωρίζει αν θα ιδωθούμε πάλι.

10) Μαζεύτηκαν τότε οί αδελφοί γύρω από τον όσιο Γεώργιο πού ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και άρχισαν να τον παρακαλούν με δάκρυα:
—Ω γλυκύτατε πατέρα μας, μίλησε μας να σ’ ακούσομε όλοι, ποιόν τώρα θα έχουμε κυβερνήτη και τι τάξη να κρατήσουμε μετά τον θάνατο σου; Διότι εμείς μέχρι σήμερα, και όταν κοιμόμασταν και Όταν σηκωνόμασταν, μόνο εσένα είχαμε προνοητή κατά Θεόν, ανυπόκριτο και άδολο αρχηγό σ’ όλη την ζωή, άκακο και ευσυμπάθητο γι’ αυτούς πού σε λύπησαν πολύ.

11) Όταν είδε ό γέροντας την λύπη των μαθητών του, τους συμβούλευε ως εξής:
—Αφήστε, παιδιά μου, την σκέψη σας να την εξέταση ή αδέκαστος κρίσης του Θεού! Αφήστε την λεγεώνα της πλάνης πού έχετε μέσα σας, αν θέλετε να μάθετε πώς ονομάζεται αυτός πού θα είναι αρχηγός σας. Αφήστε αυτούς τους λογισμούς της νεότητας, με τους οποίους νομίζετε ότι ή απουσία μου θα γίνη αφορμή διαλύσεως του κοινοβίου ή μειώσεως του αριθμού των μοναχών της.
Όλοι μαζί με εμένα να λέγετε: «Μη ημίν Κύριε, μη ημίν, άλλ’ ή τω ονόματι σου δός δόξαν!» (Ψαλμ. 113, 9). Λοιπόν να υποτάσσεσθε στον Χριστό, να εκπληρώνετε όλες τίς εντολές του• και όλες οί ευλογίες θα έλθουν σε εσάς.

12) Έτσι λοιπόν, ό πράος στάρετς άφησε στους μαθητές του μία μόνιμη πνευματική διαθήκη για το πώς να βαδίζει ή ταπεινή αδελφότης της Τσερνίκας μετά τον θάνατο του, προσθέτοντας και αυτά τα λόγια:
—Μολονότι δεν συμπεραίνω ότι θα βαδίσετε τον δρόμο της παρακοής ή θα ζητήσετε αυτά πού υπερβαίνουν το μέτρο των δυνάμεων σας, παρ’ όλα αυτά με αληθινή πίστη σας προτρέπω να παραμείνετε υποτεταγμένοι σ’ αυτά τα πατερικά όρια.

13) Είπε ό στάρετς στους μαθήτάς του και τα παρακάτω:
—Πολύ παράξενο πράγμα είναι για τους μοναχούς και Ιερομόναχους να ετοιμάζουν μόνοι των τιμητικό τόπο για τον ενταφιασμό των, μάλιστα αυτοί πού διακρίνονται για την πνευματικότητα των. Να ορίζουν μόνοι των την νεκρώσιμη ακολουθία και τα συνηθισμένα μνημόσυνα, τα όποια βγάζουν από την κόλαση των ψυχικών παθών των. Τέτοια πράγματα να μην κάνετε ούτε σεις ούτε κανείς χριστιανός.

14) Στην ερώτηση των μαθητών του που να θάψουν το σώμα του μετά τον θάνατο του, τους είπε:
— Όσο για το σκωληκόβρωτο σώμα μου, δεν χρειάζονται τιμές, διότι είναι επιθυμίες επιβλαβείς για την ταπείνωση. Άλλα είναι καλλίτερα να δεχθείτε να το βγάλετε έξω από το νησί για τροφή των θηρίων, διότι ίσως έτσι να μετριαστή το πλήθος των αμαρτιών μου. Ενώ, εάν δεν θελήσετε, θα αποσύρω τίς εντολές της ελεεινότητας μου από σας. Τουλάχιστον να το βάλετε δίπλα στην πόρτα του νάρθηκος, όπου γίνεται ή Λιτή για τους κεκοιμημένους, ώστε οί αδελφοί, Όταν μπαίνουν και βγαίνουν, με ταπείνωση να εύχονται τα εξής: «Άνάπαυσον Κύριε, μετά των δικαιων τον δούλον σου», κάνοντας μέχρι την τεσσαρακοστή ημέρα και από 12 μετάνοιες κάθε ημέρα.

15) Κατόπιν πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Παιδιά μου, έχετε ύπ’ όψιν σας ότι μετά τον θάνατο μου θα παραμείνει από έμενα λίγος χρυσός ή άργυρος• σας παρακαλώ, προσέχετε μη μολυνθεί ό νους σας με παρόμοιες σκέψεις, ούτε να θελήσετε να δοκιμάσει μεγάλο πειρασμό ή μυστική σας εργασία. Άλλα να αγιάζεστε, έχοντας ενώπιον σας τον άγρυπνο φύλακα, ό οποίος με ενισχύει να σας έχω αληθινή εμπιστοσύνη τώρα πού γράφω προς όλους σας όλα οσα πηγάζουν από την καρδιά μου.

16) Έλεγε ό στάρετς Γεώργιος:
—Παιδιά μου, μην επιθυμητέ να αλλάξει ή γνώμη του γέροντα σας σε μερικά επίγεια και φθαρτά πράγματα, κατά τον λόγο του ψαλμού, πού λέγει: «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν» . (ψαλμ. 61, Π).

17) Έλεγε πάλι στους μαθήτάς του:
—Αδελφοί μου, εν ονόματι του Πατρός, παράδειγμα έγινα σε εσάς με τους καρπούς της αγάπης, καθόσον σας αγάπησα όλους εξ ίσου. Εν ονόματι του Υιού, υποτάχθηκα με καλή θέληση κάτω από τους πόδας όλων σας, για να μπορώ να θηρεύω με υπομονή και την ψυχή σας. Εν ονόματι του Αγίου Πνεύματος, δεν άφησα τίς αισθήσεις να πετάξουν έξω από τα φυσικά όρια, καθόσον έγινα για εσάς θυσία, για να θερμάνω πρώτα την χαρά της καρδίας σας και να σας καθοδηγήσω στο λιμάνι της σωτηρίας.

18) Κατόπιν πάλι τους είπε:
—Λέγω, παιδιά μου, σε σας τους πτωχούς τω πνεύματι ότι εδώ στην γη σας χρειάζεται πρώτα ό αιώνιος πλούτος και τα ακατανίκητα όπλα, για να πολεμήσετε σαν γενναίοι στρατιώτες τους διαβόλους της κολάσεως και να αγωνισθείτε μέχρις αίματος προς δόξαν του Σταυρωθέντος Ιησού Χριστού.

19) Και πάλι με πνεύμα πραότητας είπε ό γέροντας:
—Αφήνω ακόμα μερικές εντολές σε σας, τα πνευματικά μου παιδιά πού σηκώνετε τον σταυρό του Χριστού: να ζείτε σαν άγγελοι στο σώμα, να μη υποκύπτετε στις κούφιες ματαιότητες, ούτε στις ξέφρενες απολαύσεις και τους άσκοπους μετεωρισμούς του πνεύματος σας, σύμφωνα με τον λόγο πού λέγει το «σκεύος της εκλογής»: Πάντα μοι έξεστιν, αλλ ου πάντα συμφέρει» (Α’ Κοριν. 6, 18).

20) Ή καλή πνευματική σας τάξις πού είναι το στολίδι για το πρόσωπο σας, να αποβλέπει μόνο στον αγιασμό σας κατά το υπόλοιπο της ζωής σας, ώστε να ομοιάσετε με τους νέους στην ηλικία αγίους, πού είχαν την ίδια ηλικία και την ίδια ανθρωπινή φύση με εσάς. Παράδειγμα μακαριάς υπομονής να παίρνετε από τον Ακάκιο, τον ισότιμο με τους μάρτυρας. Παράδειγμα αληθινής υπακοής να παίρνετε από τον Δοσίθεο, πού έκανε υπακοή σε όλους και σε όλα, εκτός από τα έργα της κακίας. Ενώ παράδειγμα συνετής ταπεινοφροσύνης να παίρνετε από τον Ζαχαρία, τον μεγάλο αμαρτωλό.

21) Πάλι δίδασκε τα πνευματικά του παιδιά:
—Παιδιά μου, «δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και άγαλλιάσθε αύτω εν τρόμω» (ψαλμ. 2, 11). Εάν ζήσετε όλες τίς ήμερες σας με προσοχή του εαυτού σας, τότε πράγματι δεν θα σας αιχμαλώτιση καμία διαβολική παγίδα.

22) Σε μερικούς από τους μαθητάς του έλεγε:
— Να γνωρίζετε παιδιά μου, ότι ό φθόνος, το πείσμα, ή λαθροφαγία, ή πονηρία, ή οργή, ή μερική φιλία και ή αλαζονεία, όλα αυτά δεν ξέρουν να τιμούν αυτούς πού αγωνίζονται να ευαρεστήσουν τον Θεό με την πνευματική των πρόοδο. Τα πάθη αυτά είναι σαν σαΐτες και υπάρχουν από εκείνη την πρώτη κατάρα της παρακοής των
πρωτοπλάστων.

23) Άλλοτε πρόσθεσε ό στάρετς και αυτά:
—Στον αγώνα σας, αδελφοί, να δοξάζετε τον φιλάνθρωπο Θεό και θα κληρονομήσετε την ειρήνη, ή οποία έρχεται πάλι άπ’ αυτή την Πηγή της δόξης σ` αυτούς πού ζουν με καθαρό νου. Να γίνετε ένας καθαρότατος καθρέπτης αληθινής ζωής και να χαίρεσθε μέσα στο φως αυτής της ζωής.

24) Είπε πάλι ό στάρετς Γεώργιος:
25) — Παιδιά μου, όσο καιρό έζησα μαζί σας, δεν είχα άλλη φροντίδα παρά πώς να σας προστατεύσω από κάθε είδους ψυχικά τραύματα• σαν μικρά βρέφη σας σκέπασα με την ξενιτιά και σας ξυπνούσα να επιδιώκετε πάντοτε την πνευματική τελειότητα. Παιδιά μου, έλεγε ό όσιος, ή βασικότερη εντολή πού είναι ότι ακριβώς ή αναπνοή μας για το σώμα, στην οποία στηρίζεται ή αρχή της σωτηρίας των μοναχών, είναι να τιμάτε με υπακοή ό ένας τον άλλον. Μην ενδιαφέρεσθε για κάτι πού είναι έξω από την ευλογία του Θεού, αλλά μόνο για την ωφέλεια του πλησίον και έτσι θα εκπληρώνετε την καθορισμένη από τον νόμο αγάπη. Και εγώ ό ανάξιος σας συμβουλεύω, παιδιά μου, για να μη απορείτε την ημέρα της Κρίσεως, διότι τότε δεν θα μείνετε ανεξέταστοι. Και όταν θλίβεται ή ψυχή σας από τίς παρακοές των άλλων, τότε να ετοιμάζεστε να πείτε τα κατάλληλα λόγια με ειρηνικό τρόπο στους υιούς της απείθειας, όταν αυτοί είναι εκτός εργασίας.

26) Ύστερα πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Μετά τον θάνατο μου να μην τολμήσετε να βγείτε από τον ζυγό του Κυρίου, ούτε να απομακρυνθείτε ζητώντας άλλη ζωή, αλλά να είσθε ευχαριστημένοι μ’ αυτό το ελαφρό φορτίο, το όποιο σηκώνετε και είσθε καλεσμένοι από το ίδιο Άγιο Πνεύμα. Να έχετε ανεπαίσχυντο παράδειγμα από αυτά τα 24 χρόνια, τα έργα της υπακοής μου, τότε πού ήμουνα υπό την καθοδήγηση του ενάρετου γέροντος Κυρ-Παϊσίου, του μεγάλου κοινοβιάτου ηγουμένου.

27) Συνάμα για τους αδελφούς πού έρχονταν πρόσφατα έλεγε:
— Έχει συμβεί μερικοί από τους αδελφούς πού ήλθαν τελευταία στην μοναχική ζωή να προκαλούν έριδες. Ταράζονται από τίς κοσμικές συνήθειες και προκαλούν σκάνδαλα σ` όλη την συνοδεία. Δημιουργούν μερική φιλία, τρώνε κρυφά, υποκρίνονται στην εξομολόγηση, αιχμαλωτίζονται στο πάθος της αχαλίνωτης λαιμαργίας, και με ένα λόγο, εμπαίζουν το αγγελικό Σχήμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις να τους ετοιμάζετε από την αρχή τα τρόφιμα για το ταξίδι της επιστροφής. Στην συνεχεία, χωρίς κανένα επιτίμιο, να τους αφήνετε να πηγαίνουν οπού θέλουν, κατά τον λόγο του Κυρίου πού λέγει: «ότι πολλοί είσιν οί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. 20, 16). Εάν μερικοί από αυτούς επιστρέψουν με αληθινή μετάνοια, να τους προσλαμβάνετε πάλι με την πρώτη τιμή, χωρίς να τους κατηγορείτε για το παρελθόν των.

28) Στους μοναχούς και κληρικούς πού φιλονικούσαν, ήταν άστατοι και συνεχώς μεμψίμοιροι, ό μεγάλος στάρετς τους συμβούλευε να διαλέξουν ένα άπ’ αυτά τα τρία:
—Η αναγνωρίζοντας την αδυναμία σας, να δείξετε αμέσως μετάνοια και να βάλετε καλή αρχή, ή παίρνοντας ευλογία από τον ποιμένα της αδελφότητας να βρείτε άλλο τόπο πού σας αρέσει όπου θα σωθείτε με λιγότερους κόπους, ή —το καλλίτερο— να κάνετε παράπονα στον ηγεμόνα της Χώρας.

29) Ό μεγάλος στάρετς άρχιμ. Γεώργιος φρονούσε ότι ή σωτηρία των μοναχών της κοινοβιακής ζωής εξαρτάται από την σταθερή εφαρμογή των επομένων πέντε εντολών πού σημειώνονται με το σημείο του Σταυρού.

1. όλα με ευλογία

2. όλα στη εξομολόγηση.

3. όλα με διάκριση.

4. Εσωτερική ταπείνωση.

5. Συχνή Θεια Κοινωνία.

30) Έλεγε ό όσιος ότι εάν οπλίζονται οι μοναχοί μ’ αυτά τα τέσσερα όπλα, δηλαδή εάν πρώτα κάνουν τα πάντα με ευλογία, υστέρα εξομολογούνται συχνά, κατόπιν έχουν το μέτρο της διακρίσεως και τέλος έχουν ταπείνωση και σωφροσύνη, τότε θα μπορούν να φονεύουν τα πάθη της γλώσσης, της καρδίας και των αισθήσεων, μετέχοντας πάντοτε επάξια στη Θεία Κοινωνία.

31) Περί των ιδίων εντολών έλεγε ό στάρετς στους μαθητές του:
—Σε καμία περίπτωση, χωρίς την ευλογία του γέροντα της αδελφότητας, μη τολμάτε να κάνετε το παραμικρό έργο. Αυτό άλλωστε αντίκειται και στην νομοθεσία των Αγίων Πατέρων. όλες οι εργασίες να γνωστοποιούνται σ’ αυτόν και τότε πράγματι θα είναι ευπρόσδεκτες στον Θεό. Αν όμως παραλλάξετε την εντολή του, να ξέρετε πώς δεν θα παραμείνη κατόπιν καμία ψυχική ωφέλεια μέσα στην καρδιά σας. Διότι «και ην αν βουλήν βουλεύσησθε, διασκεδάσει Κύριος» (Ησαϊου 8, 10).

32) Για την εξομολόγηση έλεγε στα πνευματικά του παιδιά: — Σας παρακαλώ, μη ξεχνάτε αυτή την μεγάλη εντολή, κατά την οποίαν όλοι σας, μέχρι του τελευταίου, πρέπει να πηγαίνετε τρεις φορές την εβδομάδα στους διορισμένους Πνευματικούς της αδελφότητας. Καθένας να πηγαίνει στον Πνευματικό πού έχει ταχθεί από την αρχή και σ’ αυτόν να εξομολογείται τους απόκρυφους λογισμούς και τα πταίσματα του να στενάζει εκ βάθους καρδίας, να ζήτα συγχωρήσει με τη σκέψη ότι είναι παρών ό ίδιος ο καρδιογνώστης Θεός. Εάν όμως δεν κάνετε έτσι, να ξέρετε ότι θα υποστείτε φοβερές πτώσεις και να μη περιμένετε καμία πνευματική πρόοδο.

33) Για την τρίτη εντολή της διακρίσεως έλεγε: — Εάν αισθάνεστε ότι κάπου – κάπου ενοχλήστε σε κάποιο έργο από μεσημβρινό δαιμόνιο, το όποιο σας ψιθυρίζει ότι μόνο εσείς είσθε οί καλλίτεροι μπροστά στον Θεό μεταξύ των άλλων ή αγιότεροι και ευλαβέστεροι, τότε αμέσως να τρέχετε στον ηγούμενο και να τον παρακαλείται να σας απαλλάξει από τα τιμητικά διακονήματα πού έχετε και να σας βάλει σε απλούστερα έως ότου λυτρωθείτε από την σκλαβιά του υπερήφανου λογισμού και έτσι αποκτήσετε την αληθινή ιδέα για τον εαυτό σας. Αν όμως δεν κάνετε έτσι πού σας λέγω, θα χάσετε τους καρπούς της δικαιοσύνης.

34) Παράλληλα για την σώφρονα ταπείνωση δίδασκε τα παρακάτω:
— Σας δίνω αυτή την εντολή με πολύ πόθο, σαν να την έχω τετραπλασιάσει, να την φυλάγετε, όπως φυλάγετε την κεφαλή της πίστεως με σοφία πνευματική, για να μη συντριβείτε από το ακάθαρτο πνεύμα της καταραμένης συκοφαντίας το όποιο πολλούς από τους μοναχούς πού το δέχθηκαν, για να δείξουν ότι είναι πολύ έξυπνοι, τους έριξε στην απελπισία και τους συνέτριψε τα κόκαλα Στον παρόντα κόσμο. Ένας τέτοιος μοναχός, εάν θέλει αληθινά να ντροπιάσει τούτο το δαιμόνιο, ας απομακρύνει με αηδία την καρδιά του από τέτοιου είδους σκέψεις και να προσέρχεται και αυτός με τους άλλους αδελφούς στο αντίδωρο, στον ασπασμό των εικόνων και σε ό,τιδήποτε ήθελε τον προστάξει ό ηγούμενος. Μα εάν δεν κάνη έτσι, θα τον βασανίζει μέχρι θανάτου αυτό το κακό πνεύμα, το όποιο θέλει να τον ρίξει στην απελπισία.

35) Όσο για την Θεία Κοινωνία, έλεγε τα εξής ο όσιος Γεώργιος στους μαθητάς του:
— Πατέρες, σας συμβουλεύω να μη πέραση μήνας χωρίς την Κοινωνία των Θείων Μυστηρίων. Όλοι οί πατέρες του κοινοβίου μας να προετοιμάζεστε για να κοινωνείτε συχνά, εκτός από τίς δικαιολογημένες περιπτώσεις. Εγώ σας συμβουλεύω, αγαπητά μου εν Κυρίω τέκνα, να μη λοξοδρομήσετε στο θέμα αυτό, βαδίζοντας σύμφωνα με την δική σας γνώμη• ούτε να νομίσετε μ’ αυτά πού σας λέγω ότι είσθε πάντοτε άξιοι της Θείας Μεταλήψεως. Άλλα όπως πολλές φορές σας είπα, να εφαρμόζετε την μέση και βασιλική οδό, κάνοντας ανάλογα με τίς δυνάμεις σας αυτήν την πνευματική προετοιμασία. Είναι ευλογημένο να νηστεύετε πριν και μετά να πλησιάζετε με ευλάβεια στους αγίους ιερείς για να παίρνετε τα Άχραντα Μυστήρια.

36) Έλεγε πάλι ό όσιος Γεώργιος:
—Φυλαχθήτε, παιδιά μου, μη γελασθήτε και δεχθείτε λογικούς λύκους μέσα στο ταπεινό μας ποίμνιο. Εννοώ τα παρακάτω πέντε είδη ανθρώπων, πού είναι διαποτισμένοι με ξένες πνευματικές καταστάσεις: Τον μοναχό πού έρχεται από άλλο μέρος και είναι μόνο ρασοφόρος, τον μεγαλόσχημο πού είναι ανώτερος από το μοναχικό τάγμα σας, αυτόν πού είναι από μεγάλο γένος, αυτόν πού είναι πολύ μορφωμένος και ανυπότακτος και αυτόν πού είναι διανοητικά εκ φύσεως καθυστερημένος. Όσοι έχουν αυτές τίς σχετικά δύσκολες καταστάσεις, δεν είναι ωφέλιμο να παραμείνουν μαζί σας. Άλλα πάλι με πνεύμα πραότητας σας δίνω εντολή, όταν τους βλέπετε να έχουν μετάνοια και αληθινή ταπείνωση, να τους συναριθμείτε με τους πρώτους ενάρετους από εσάς, κατά τον λόγο του Κυρίου πού είπε: «Τον ερχόμενο προς με ου μη εκβάλλω έξω».

37) Έλεγε ό στάρετς και αυτά τα λόγια:
—Ό μοναχός πού έρχεται από ένδοξο και τιμημένο γένος, είτε πολλά είτε λίγα μεταφέρει μαζί του, να τα διάθεση στην αδελφότητα για την παρηγοριά όλων, δανείζοντας τα στον άγιο ιεράρχη Νικόλαο. Διότι με την απάρνηση όλων των επιγείων πραγμάτων του αντιπροσφέρεται ό Θεός με τα έργα της μετανοίας.

38) Έλεγε πάλι: Από τον μοναχό πού κατάγεται από περιφανές γένος, να ζητάτε μόνο τούτο το μικρό έργο, δηλ. να μη νομίζει με το μυαλό του ότι είναι ανώτερος από εκείνον πού τον κυβερνάει. Άλλα όπως αμέσως εγκαταλείπει τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο να κόβει και το θέλημα του. Και με αυτή την εκκοπή θα επιτύχει κάθε δικαιοσύνη.

39) Συνάμα προς τον οικονόμο της αδελφότητας έλεγε τα εξής ό μεγάλος στάρετς:
— Ω πολυαγάπητο μου παιδί οικονόμε, τίς εύκολες υποθέσεις του οικονομείου θα τίς επιλύεις με δίκαιο και ασφαλή τρόπο, κατά τον όποιον θα σε φωτίζει ό προστάτης μας άγιος Νικόλαος. Ενώ στις δύσκολες εργασίες πού χρειάζονται περισσότερη προσοχή, να μη βγάζεις συμπεράσματα μόνος σου, αλλά να ρωτάς και τους Πνευματικούς και τότε θα σφάλεις λιγότερο.

40) Έλεγε πάλι:
—Σ’ όλα τα διακονήματα να φροντίζεις να μη γίνεται καμία ζημιά ή απρογραμμάτιστη δαπάνη ή βλάβη —ψυχική ή σωματική— στους βοηθούς του διακονήματός σου. Σε κάθε εργασία να τοποθετείς από τρεις αδελφούς, πού θα βοηθούν ό ένας τον άλλον.

41) Να έχεις και αυτό ύπ’ όψιν σου, παιδί μου, έλεγε ό γέροντας, να μη σκυθρωπάζεις και οργίζεσαι ποτέ στην δουλειά σου, όταν υπάρχουν σ’ αυτή δυσκολίες, διότι οπωσδήποτε θα ντροπιαστείς.

42) Ύστερα πρόσθεσε ό γέροντας και αυτά τα πατρικά λόγια:
—Παιδί μου οικονόμε, με πολλή διάκριση να διανέμεις το βάρος της εργασίας στους αδελφούς. Να μη τους ελέγχεις με σκληρότητα και εμπάθεια, αλλά πάνω άπ’ όλα να τους συμπεριφέρεσαι με πολλή εν πνεύματι ευσπλαχνία. Διότι λέγει ό Χριστός• «Έλεος θέλω και ου θυσίαν» (Ματθ. 19, 3).

43) Είπε πάλι:
—Οί αδελφοί, ως άνθρωποι με αδυναμίας, θα σου προξενούν ίσως πολλούς πειρασμούς και διάφορες ταλαιπωρίες λόγω αχαριστίας. Άλλα εσύ, παιδί μου, μην τους κατακρίνεις εμπαθώς, μην τους τιμωρείς με τους συνηθισμένους τρόπους, διότι έτσι θα υποχώρησης στον αγώνα της αρετής και αργότερα θα βρίσκεσαι —όσον αφορά την σωτηρία σου— πιο χαμηλά άπ’ αυτούς πού πάντοτε έπεφταν και σηκώνονταν.

44) Έλεγε πάλι στον οικονόμο:
—Να είσαι ευδιάθετος στους άλλους αδελφούς και να τους αγαπάς όλους πάρα πολύ. Θα υποφέρεις ίσως, όπως ακριβώς ό δίκαιος Ιώβ, αλλά να μην υποχωρείς κατηγορώντας αδελφούς ή διαμαρτυρόμενος κατά του Δημιουργού των όλων. Διότι θα είναι αρκετό, εάν διαφυλάττεις σαν θησαυρό και αναπαύεις τίς ψυχές των.

45) Έλεγε πάλι στον ίδιο:
—Να γνωρίζεις, πολυαγάπητο μου παιδί, ότι και ή καλή διοίκησης του οικονομείου για την εσωτερική κατάσταση της ψυχής είναι πολύτιμο δώρο πού δεν βρίσκεται εύκολα και υπερβαίνει στην τιμή όλα τα σωματικά αγωνίσματα. Γι’ αυτό, να μη πληγώνονται οί αδελφοί πού διακονούν μαζί σου, αλλά να ωφελούνται. ούτε συ να αισθάνεσαι πόνο, όταν στενοχωρείσαι για κάτι. Μόνο με την χάρι αυτή πού παραμένει μυστική στους ύπουλους λογισμούς, γρήγορα θα γέμισης τίς αποθήκες με τα απαραίτητα πράγματα, χορταίνοντας όσο είναι δυνατό, την αδελφότητα του κοινοβίου.

46) Στην συνέχεια πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Να είσαι σαν πατέρας πού αγαπάς τα παιδιά σου και χαίρεσαι για την πρόοδο των και τότε και αυτά θα φανερώνουν τίς αδυναμίες των.

47) Έλεγε ό στάρετς στους μαθητάς του:
—Παιδιά μου, κρατήστε την ταξί του γέροντα μου κύρ-Παϊσίου, πού μπορεί και στις ήμερες μας πολύ να μας ωφελήσει, επειδή το τυπικό του αγίου αυτού ανδρός είναι θεμελιωμένο και στερεωμένο σε επτά ακλόνητους στύλους, τίς επτά εκκλησιαστικές ακολουθίες της Μητέρας μας Εκκλησίας.

48) Έλεγε πάλι:
—Πρέπει να μη σας αποκρύψω, παιδιά μου, ότι έχω τη γνώμη πώς τα τρία ιδιαίτερα βλαστάρια των αρετών του γέροντα μου, δεν θα μπορέσετε να τα δείτε γρήγορα να καρποφορούν εδώ, ούτε θα τα κερδίσετε με εύκολο τρόπο και σε λίγο καιρό. Εννοώ βέβαια τη νοερά προσευχή, την πνευματική χειραγώγηση πολλών μοναχών και την ειρηνική διαβίωση μοναχών από διάφορα έθνη.

49) Το πρώτο από τα βλαστάρια είναι ή νοερά εργασία, δηλ. ή ασβέστη φλόγα της συντετριμμένης καρδιάς, ή οποία οδηγεί τον άνθρωπο στον λογικό παράδεισο και τον κάνει να φθάση στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Αυτή ή εργασία βρίσκεται μακριά από μερικούς εμπαθείς σαν εμάς. Αδελφοί, δεν θα βγάλω μαχαίρι κρεοπωλείου, για να ερευνήσω σε ποιους υπάρχει αυτή ή μυστική εργασία, μέχρις ότου αποκτήσετε βιβλία βοηθητικά για την εκμάθηση αυτής της τέχνης. Διότι δεν είσθε ακόμη καταρτισμένοι και μη τυχόν σας συμβεί τίποτε χειρότερο και γίνετε περίγελος των έχθρων δαιμόνων. Διότι με πολλή δυσκολία βρίσκουν αυτόν τον δρόμο εκείνοι πού ασχολούνται με τίς υλικές ανάγκες του σώματος, όπως λέγει και το χωρίο της Γραφής ότι «Δεν θα κατοίκηση το Πνεύμα του Θεού σε ανθρώπους αυτού του καιρού πού είναι ακόμη στην ύλη και μόνο τα μάταια επιζητούν» (Γεν. 6, 3).

51) Έλεγε πάλι στους μαθητάς του:
—Το δεύτερο βλαστάρι είναι να μη δεχθείτε καθόλου στην αδελφότητα περισσότερους από 103 αδελφούς. Έστω και να έρχεται σε σας οποιοδήποτε πρόσωπο πού να έχη όλες τίς αρετές του κόσμου, εσείς να μη παραβείτε τον κανόνα πού σας όρισα, διότι τότε θα φυτρώσουν μεταξύ σας ή ραθυμία, ή συκοφαντία, θα πέσετε σε μεγαλύτερους πειρασμούς και δεν θα έχετε παρηγοριά από κανέναν. Μόνον όταν εκδημήσουν μερικοί προς τον Κύριο, να συμπληρώνετε τίς κενές θέσεις και τον αριθμό.

52) Το τρίτο βλαστάρι, αδελφοί, είναι να μη ζήτα προτεραιότητα κανείς από τους μοναχούς ή αδελφούς πού δέχεσθε στην αδελφότητα και είναι από αλλά κράτη. Το καλλίτερο είναι ό καθένας να ρωτά τον εαυτό του τι υποσχέθηκε ενώπιον του αγίου Νικολάου, γιατί ήλθε στο μοναστήρι, να αρκείται στην τιμή πού θα απόλαυση
ανάμεσα στους μακάριους πατέρας της υπακοής και έτσι θα αριθμηθεί με τους οικείους του ελέους του Θεού.

53) Έλεγε ό όσιος στάρετς:
—Ή χάρις αυτών των τριών αρετών, δηλ. ή νοερά εργασία της προσευχής, ή διακυβέρνησης των ψυχών πολλών ανθρώπων και ή από κοινού διαβίωσης αλλοεθνών αδελφών δεν δόθηκε σε πολλούς από τον Θεό.

54) Άλλοτε πάλι με πολλή επιμέλεια συμβούλευε τους αδελφούς:
—Πατέρες, σας παρακαλώ εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, να μη κάνη υπακοή αυτό το ταπεινό κοινόβιο της Τσερνίκας σε αλλά πιο προοδευμένα έθνη, όσον καιρό θα κατοικεί έστω και μία ψυχή ρουμάνου μοναχού μέσα σ’ αυτό. Άλλα είτε είναι έλληνες είτε από αλλά έθνη, να μη τολμήσει κανείς να καταφρόνηση την τύχη των ρουμάνων, ούτε να πάρη τα πρωτεία στις εσωτερικές υποθέσεις της εκκλησίας ή τίς εξωτερικές οικονομικές απασχολήσεις. Μόνο με την ευλογία της αδελφότητας μπορεί να είναι σαν ένα δυνατό δεξί χέρι στους ρουμάνους, προκειμένου να βοηθήσει στις δυσκολίες της ζωής.

55) Εξ άλλου τους ρουμάνους μοναχούς συμβούλευε ως εξής Ο σοφώτατος γέροντας:
—Κανέναν από τους μεταξύ σας ρουμάνους μοναχούς να μη διώχνετε, επειδή βρίσκονται μερικοί καλλίτεροι από τους άλλους και διαπληκτίζεστε, λέγοντας ότι εγώ είμαι ντόπιος, ενώ αυτός είναι μολδαβός ή αυτός είναι τρανσυλβανός. Διότι δεν πρέπει να μας χωρίζουν οί διάλεκτοι της ρουμανικής γλώσσης, αλλά μάλλον να ζητάμε τα έργα της πίστεως. Λοιπόν, εάν δεν τηρήσετε τον λόγο πού παρακλητικά σας ζήτησα, να ξέρετε, παιδιά μου, ότι πολλά δάκρυα θα αντικαταστήσουν τον τόπο της ειρήνης. Για αυτό λοιπόν να μη καταπατήσετε την εντολή μου, διότι όλοι σύντομα θα πεθάνουμε και μόνο τον τάφο μας θα εξουσιάζουμε.

56) Για τίς αγρυπνίες του έτους δίδασκε τα εξής ό όσιος γέροντας τα πνευματικά του παιδιά:
—Αγαπητοί μου, στηριχθείτε στην υπομονή και με αγάπη να λατρεύετε τον Θεό. Κατά την διάρκεια ενός έτους να κάνετε από μία αγρυπνία, ανάλογα με τον αριθμό των αδελφών πού θα είσθε συγκεντρωμένοι εδώ εκείνο τον καιρό.

57) Έλεγε πάλι:
—Σε κάθε έργο, καλό είναι να εφαρμόζει καθένας την μέση και βασιλική οδό, τόσο για την αποφυγή της κενοδοξίας, Όσο και για να λυτρώνεται από τα ανθρώπινα παραπτώματα πού γεννιόνται από την ακηδία. Έτσι δεν θα ταλαιπωρείται ή καρδιά σας με εφάμαρτες καταστάσεις, όπως λέγει και ό ψαλμός: «Ύπνωσαν και εν τω ύπνο αυτών ούχ εύρον ουδένα». Άλλα να ενδύσετε την ψυχήν σας με την προσευχή, ή οποία σπεύδει πάντοτε να μας σκεπάζει την νύκτα και έτσι θα αποκτήσετε την Θεία Χάρι, πού είναι το πλουσιότατο εξ ουρανού έλεος του Θεού.

58) Κατόπιν πρόσθεσε και αυτά ό στάρετς:
—Για τίς αγρυπνίες να ισχύει ό παρακάτω κανονισμός: Να κάνετε 40 αγρυπνίες τον χρόνο για τους μεγαλύτερους αγίους, τελώντας κάθε ολονύκτια αγρυπνία με συμφωνία και συμμετοχή όλης της αδελφότητας επί πέντε ώρες. Επτά αγρυπνίες επί επτά ώρες ή κάθε μία να αφιερώνονται με ταπείνωση και ευλάβεια στην Θεομήτορα, οί λεγόμενες Θεομητορικές εορτές, πού τελούνται προς τιμήν και δόξαν της αειπαρθενίας Της. Δώδεκα αγρυπνίες, οί λεγόμενες Δεσποτικές εορτές, για τον ίδιο Δημιουργό και Σωτήρα μας, οί οποίες θα τελούνται κάθε μία επί εννέα ώρες, όσος είναι και ό αριθμός των εννέα αγγελικών ταγμάτων πού τον δοξάζουν ακατάπαυστο. Τρεις ολονύκτιες αγρυπνίες, κάθε μία επί δώδεκα ώρες, εκ των οποίων: Ή πρώτη την 1η Σεπτεμβρίου, για την νίκη και ενθρόνιση του υψηλοτάτου άρχοντος ημών, ή δεύτερη την 1η Μαρτίου υπέρ υγείας όλων και πνευματικής προόδου της αγιωτάτης ημών Μητροπόλεως και ή τρίτη στις 6 Δεκεμβρίου, ως ημέρα πανηγυρικής εορτής, προς τιμήν και μνήμην του αγίου Ίεράρχου Νικολάου.

59) Στην συνέχεια πρόσθεσε και αυτά τα λόγια ό στάρετς:
—Να τα κάνετε όλα με ευταξία, παιδιά μου. Να φροντίζετε να μη απουσιάζει κανείς από την ευλογία των αγρυπνιών, για να μη μείνετε έξω και κτυπάτε την πύλη της ευσπλαχνίας του Θεού. Ιδιαίτερα εσείς οί κληρικοί να συμμετέχετε με μεγάλη επιμέλεια, χωρίς να θεωρείτε ότι είναι μικρή ζημία το να αφαιρεθεί ένα γιώτα από τον Νόμο της Κ. Διαθήκης, διότι λέει το γραφικό: «Εάν δε και άθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως άθληση» (Β’ Τιμ. 2, 5).

60) Για τον κανόνα και τα άλλα πνευματικά καθήκοντα στα κελιά, ό στάρετς Γεώργιος, ό γέροντας, δίδασκε τα εξής στα πνευματικά του παιδιά:
—Σας έδωσα εντολή να κάνετε και λίγο πνευματικό κανόνα στα κελιά σας, ανάλογα με τίς δυνάμεις πού διαθέτει ό καθένας σας. Προσέχετε, παιδιά μου, πάνω από όλα να μην έχετε μνησικακία ό ένας κατά του άλλου, «και ό ήλιος μη έπιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών» (Έφεσ. 4, 26).

61) Κατόπιν πρόσθεσε λέγοντας:
—Όσοι γνωρίζετε γράμματα, το βράδυ πριν κοιμηθείτε, διαλέξτε να διαβάσετε ή τίς προσευχές του ύπνου ή τον κανόνα του φύλάκος αγγέλου. Ενώ όταν ξυπνάτε, να διαβάζετε πάλι ή τον Ακάθιστο Ύμνο ή τις πρωινές προσευχές.

62) Έλεγε πάλι ό στάρετς:
—στις μετάνοιες δίνουμε άδεια να κάνετε ή 300 προσκυνητές ή 100 εδαφιαίες. Επίσης κατεβάζουμε το όριο επιεικείας σ’ αυτούς πού είναι δυνατοί και αγράμματοι. Αυτοί λοιπόν να κάνουν ή 700 μετάνοιες προσκυνητές ή 300 μεγάλες, φυλάγοντας αυτόν τον κανόνα έως θανάτου, εκτός Σαββάτου Κυριακής και πανηγύρεως, διότι τότε δεν γίνονται μεγάλες μετάνοιες.

63) Είπε πάλι:
—Υπάρχει κανείς πού με πολύ πόθο επιθυμεί να τα κάνη αυτά κάθε ημέρα; Αυτός από εμάς είναι ελεύθερος να τα κάνη και ευλογημένος. Όμως ό λόγος μου απευθύνεται σε όλους γενικώς τους μοναχούς της αδελφότητας και, παρακαλώ, να τον έχετε πάντοτε στην μνήμη σας. Δηλαδή πάντοτε, όταν ξαπλώνετε ή όταν σηκώνεστε, να λέγετε την ευχή: «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό».

64) Έλεγε ένας μεγάλος φιλόσοφος ότι όσοι έχουν λίγες γνώσεις χρειάζεται να εφαρμόζουν όλα αυτά. Και εσείς, παιδιά μου, πού διαβάζετε πολλά βιβλία, εύχομαι να παραμείνετε πάντοτε μαθηταί. Μη φθονείται αυτούς πού ζουν με μεγάλη μετάνοια, διότι θα γίνετε φαύλοι λόγω της κακής προαιρέσεως σας, αλλά όσον έχετε καιρό, επιμεληθείτε την σωτηρία σας, όσο μπορείτε ό καθένας σας.

65) Για την διάρκεια του ύπνου, έλεγε ό μεγάλος στάρετς στους μαθητάς του:
—Παιδιά μου, να σας μιλήσω λίγο και για την ανάγκη του ύπνου, πού ονομάζεται και θάνατος της ψυχής, για να γνωρίζετε το μέτρο και την ποσότητα αναπαύσεως. όπως από τα τέσσερα στοιχεία είναι κατασκευασμένος ό κόσμος από τον Παντοδύναμο Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει και στην περίπτωση του ύπνου να χωρίζουμε τον χρόνο και δίκαια να τον μοιράζουμε, προσφέροντας για ανάπαυση το ένα τέταρτο του 24ώρου. Δηλ. τον χειμώνα να κοιμάστε την νύκτα έξι ώρες. Ενώ το καλοκαιρι τέσσαρες ώρες την νύκτα και δύο την ημέρα. Και μόνο τόσο. Παρ’ όλα αυτά, δεν εξυπηρετεί ή ακρίβεια των λόγων μου την φύση μερικών αδελφών λόγω αδυναμίας των. Για αυτό, ας αφήνετε το θέλημα σας στον ηγούμενο της αδελφότητας να σας κάνη κάποια αύξηση των ωρών αναπαύσεως, όσες εκείνος νομίζει.

66) Έλεγε πάλι στα πνευματικά του παιδιά:
— όπως θέσπισα να εφαρμόζετε τον κανονισμό για τίς αγρυπνίες, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει και τίς άλλες ήμερες να μην απουσιάζει κανένας αδελφός από τίς επτά καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, σύμφωνα με τον λόγο του Δαβίδ πού λέγει: «Επτάκις της ημέρας ήνεσά σε, Κύριε» (Ψαλμ. 118, 64).

67) Όταν έρχεται ή ώρα για την νυκτερινή ακολουθία, ό υπεύθυνος επί της τάξεως να μην απουσιάζει από τον νάρθηκα, αλλά με προσοχή να καταγραφή αυτούς πού μπαίνουν στην εκκλησία και σε ποια στιγμή. Στο τέλος να φέρνει το σημείωμα στον ηγούμενο. Όσοι άργησαν στην προσευχή της εκκλησίας να κανονίζονται με επιτίμιο. Δηλαδή ή να κάνουν μετάνοιες ή να εμποδίζονται από το φαγητό της τραπέζης εκείνη την ημέρα κ.λ.π.

68) Στην συνέχεια πρόσθεσε ό όσιος και αυτά:
—Να μη συνηθίσετε, αδελφοί, να πηγαίνετε από τόπο σε τόπο, δέρνοντας τον αέρα και αναπαυόμενοι στην σκιά των ακαθάρτων λογισμών. Άλλα να ενισχύετε ό ένας τον άλλον, για να κάνετε καρπούς άξιους μετανοίας. Εάν εγκαταλείψετε τον τόπο σας αυτόν, θα είσθε υπό το βάρος επιτιμίου ότι είσθε ανάξιοι να ζείτε με τους εκλεκτούς.

69) στις 3 Δεκεμβρίου του έτους 1806 ό στάρετς Γεώργιος αρρώστησε βαρεία. Προσκάλεσε λοιπόν όλους κοντά του και τους είπε:
—Παιδιά μου, την αγάπη να έχετε μεταξύ σας! Να γνωρίζετε ότι ή Τσερνίκα θα πηγαίνει καλά μέχρι του τετάρτου ηγουμένου. Ύστερα μόνον ό Θεός γνωρίζει. Κατόπιν παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου και ετάφη στον πρόναο της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου, πού είναι στο μικρό νησί.

Ο μητροπολίτης Βενιαμίν, από την μητρόπολη ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ και Σουτσεάβας

(1768-1846)

Α) Ή ζωή του

Ό μεγάλος μητροπολίτης Βενιαμίν Κωστάκε ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ιεράρχες της Ορθόδοξου Ρουμανικής Εκκλησίας. Αυτός ποίμανε την επαρχία Μολδαβίας με τα σπάνια χαρίσματα του επί μισό αιώνα. Πολύ μορφωμένος, θαρραλέος ιεράρχης, ακαταπόνητος μεταφραστής των βιβλίων, κτίτωρ εκκλησιών και σχολείων, πνευματικός πατήρ της Μολδαβίας, εκλεκτός λειτουργός της Εκκλησίας του Χριστού, διδάσκαλος, έμπειρος χειραγωγός των ψυχών και αφοσιωμένος μοναχός.

Ό μητροπολίτης Βενιαμίν γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1768 στο χωριό Ροσιέστ περιοχής Φαλτσίου από καλό γένος και πιστούς γονείς, τον Γρηγόριο Κωστάκε και την Μαρία Κατακουζηνού. Από τα πέντε παιδιά των τα τέσσερα ήταν αφιερωμένα στον μοναχικό βίο. Απ’ αυτά ό Ματθαίος ήταν μεγάλος νηστευτής. Ό δεύτερος αδελφός, ό Κωνσταντίνος, έγινε μοναχός με το όνομα Καισάριος. Ό τρίτος αδελφός, ό Βασίλειος, έγινε ονομαστός μητροπολίτης της Μολδαβίας. Το τέταρτο παιδί, ή μεγαλόσχημη μοναχή Ελισάβετ, χρημάτισε ηγουμένη του μοναστηρίου Αγαπία επί 32 χρόνια. Ό τελευταίος αδελφός, ό Σερμπανος, ήταν σύμβουλος του μητροπολίτου Βενιαμίν και εκάρη μοναχός με το όνομα Σωφρόνιος.

Από μικρός ό νεαρός Βασίλειος δόθηκε από τους γονείς του να σπουδάσει στο γενικής μορφώσεως σχολείο του μοναστηρίου των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου. Σε ηλικία 15 ετών προσελήφθη από τον επίσκοπο Ιακώβ Σταμάτη ως υποτακτικός στην Επισκοπή του Χους. Μετά από ένα χρόνο εκάρη μοναχός με το όνομα Βενιαμίν. Το έτος 1788 χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρετούσε στον καθεδρικό ναό του Ιασίου. Ύστερα ακόμη από ένα χρόνο έγινε Ιερεύς και ονομάστηκε μέγας εκκλησιάρχης. Ήταν τότε μόνο 20 ετών. Το ίδιο έτος 1789 εξελέγη ηγούμενος στο μοναστήρι του αγίου Σπυρίδωνος του Ιασίου.

Το έτος 1793 ό αρχιμανδρίτης Βενιαμίν εξελέγη και χειροτονήθηκε επίσκοπος στο Χους από τον Πνευματικό του, τον πατέρα Ιακώβ Σταμάτη. Ήταν μόνο 24 ετών όταν έλαβε τον βαθμό του αρχιερέως και από την αρχή αναδείχθηκε πολύ συνετός και αληθινός ποιμήν του ποιμνίου του Χριστού. Τον Νοέμβριο του 1794 εστάλη ως αντιπρόσωπος του Μητροπολίτου στην κηδεία του οσίου Παϊσίου από το μοναστήρι Νεάμτς.

Την 1η Ιουνίου 1796, μετά από τέσσερα χρόνια ποιμαντορίας στο Χους, ό νεαρός επίσκοπος Βενιαμίν μετετέθη στην Επισκοπή Ρομάν, την οποίαν ποίμανε επί επτά χρόνια. Εδώ ίδρυσε ένα νοσοκομείο, ένα φαρμακείο και πλήρωνε από τα χρήματα της Επισκοπής ένα γιατρό για τους ασθενείς του νοσοκομείου. Ταυτόχρονα δημιούργησε μια αξιοζήλευτη πνευματικότητα στην τάξη του ιερατείου της Εκκλησίας.

Στις 10 Μαρτίου, ό μητροπολίτης Ιακώβ Σταμάτης, ό σεβαστός του πνευματικός πατήρ, μετώκησε προς την αιωνιότητα. Μετά από λίγες ήμερες ό Βενιαμίν Κωστάκε εξελέγη Μητροπολίτης Μολδαβίας. Πολλά και δύσκολα ήταν τα προβλήματα πού ανεφύοντο μπροστά στον μεγάλο μητροπολίτη, αλλά περισσότερα και αξιομνημόνευτα ήταν τα επιτεύγματα του, τόσο στον πνευματικό και εκκλησιαστικό χώρο, όσο και στον δημόσιο, κοινωνικό και εθνικό. Το φθινόπωρο του έτους 1803 ίδρυσε το σεμινάριο στο μοναστήρι Σοκόλα, το πρώτο ιερατικό σεμινάριο στη Ρουμανία. Επίσης τότε απέστειλε δύο παιδιά ενός ιερέως, τον Πέτρο και Γεώργιο Άσάκη, να σπουδάσουν στην Ευρώπη. Διοργάνωσε πολλά μοναστήρια και σκήτες της επαρχίας, έκτισε εκ θεμελίων δέκα εκκλησίες στις πόλεις και στα χωριά, επέβαλε νέο μοναχικό κανονισμό για τα μεγάλα μοναστήρια Νεάμτς, Σέκου, Άγαπία και Βαράτεκ, χειροτόνησε στην επαρχία τους τελειοφοίτους πού ήταν για ιερείς και έδωσε εντολή το βάπτισμα να γίνεται με κατάδυση και όχι με ραντισμό, όπως γινόταν μέχρι τότε.

Το έτος 1833 άρχισε ή κατασκευή του μεγαλοπρεπούς Μητροπολιτικού ναού του Ιασίου. Συγχρόνως συνέβαλε άμεσα στην ίδρυση της Μηχαηλιδείου Ακαδημίας στην πρωτεύουσα της Μολδαβίας και στα περισσότερα δημόσια σχολεία καθιέρωσε τίς παραδόσεις στην ρουμανική γλώσσα. Επισκεπτόταν πολύ συχνά τίς εκκλησίες, τα μοναστήρια, τα σχολεία και προπαντός τα σεμινάρια.

Άλλα ή μεγαλύτερη αξιομνημόνευτη δραστηριότης του μητροπολίτου Βενιαμίν ήταν ή μετάφρασης και εκτύπωσης πατερικών και λειτουργικών βιβλίων. Όσον άφορα αύτη την δράση, παραμένει μοναδικός στην Ιστορία της Μολδαβικής Εκκλησίας.

Μεταξύ των ετών 1808-1812 ό μητροπολίτης Βενιαμίν αναχώρησε από τον θρόνο για το μοναστήρι Νεάμτς, όπου ασχολήθηκε με την εκτύπωση βιβλίων.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1846 απεδήμησε άπ’ αυτή την ζωή σε ηλικία 78 ετών και ενταφιάσθηκε ως απλός μοναχός στο μοναστήρι Σλάτινα. Μετά από 40 χρόνια τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Ιάσιο και τοποθετήθηκαν στον καθεδρικό ναό, πού ιδρύθηκε άπ’ τον ίδιο και τελειοποιήθηκε από τον μητροπολίτη Ιωσήφ Νανιέσκου.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας

1) Ή πρώτη φροντίδα του μητροπολίτου Βενιαμίν, όταν ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο του Ρομάν (1796), ήταν να επιβάλει πειθαρχία στις ενορίες και να ανύψωση την πνευματική ζωή των ιερέων της επαρχίας του. Για ‘αυτό τον σκοπό έδωσε ένα ποιμαντικό βιβλίο στους ιερείς, πού αποτελείτο από οκτώ κεφάλαια, τα όποια αναφέρονταν στην τελεία αγάπη του Χριστού, στην φιλοπονία για τα εκκλησιαστικά πράγματα και στην ακούραστη φροντίδα για την σωτηρία των πιστών.

2) Όταν έφθασε ό Μητροπολίτης στο Ιάσιο το 1803, πρώτη φροντίδα του ήταν ή ίδρυσης ενός σεμιναρίου για την κατάρτιση ενός φωτισμένου Κλήρου της Μολδαβίας. Ως εκ τούτου το ίδιο έτος ίδρυσε το πρώτο σεμινάριο της χώρας στα κελιά του μοναστηρίου Σοκόλα, πού είναι στην άκρη της πόλεως, το όποιο ανέδειξε ολοκληρωμένες προσωπικότητες από μορφωμένους ιερείς, διδασκάλους και ενάρετους ιεράρχες.

3) Ή αγάπη του Μητροπολίτου για την διαφώτιση του λαού τον προέτρεψε να ανεγείρει και άλλα σχολεία στις πόλεις της Μολδαβίας, καθώς και τυπογραφεία για την εκτύπωση βιβλίων στην ρουμανική γλώσσα. Τα σπουδαιότερα σχολεία πού ιδρύθηκαν με την προτροπή και την βοήθεια του ήταν:
—Το σεμινάριο στο μοναστήρι Σοκόλα, το έτος 1803.
—Σχολή εκκλησιαστικής Μουσικής στο Ιάσιο, το έτος 1805—Σχολή οικοκυρικής στο μοναστήρι Άγαπία, το 1805. —Σχολή αρχαρίων, δηλ. σχολείο δημοτικό και γυμνάσιο στο μοναστήρι των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου, το 1828.
—Ή Μιχαηλίδειος Ακαδημία του Ιασίου, το έτος 1834.
—Δημόσιο Σχολείο για τα κορίτσια της πόλεως του Ιασίου, το 1834.
—Δημόσια σχολεία σ’ όλες τίς πόλεις της Μολδαβίας, κατά το έτος 1834.
—Πρότυπος σχολή τεχνών και επαγγελμάτων στην Μολδαβία, το 1841.

4) Κατά το μακρό διάστημα της ποιμαντορίας του ό μητροπολίτης Βενιαμίν έκτισε εκ θεμελίων και εγκαινίασε δέκα μοναστηριακές εκκλησίες και πάρα πολλές ενοριακές στα χωριά και τίς πόλεις. Ανάμεσα στις μοναστηριακές εκκλησίες πού κτίσθηκαν με την βοήθεια του μπορούμε να μνημονεύσουμε:
Την εκκλησία του μοναστηρίου Βαράτεκ, την εκκλησία του μοναστηριού Συχαστρία, του μοναστηριού Βορόνα, του μοναστηριού Χώραιτσα, των Σκητών Ντουράου, Ραράου και άλλες. Ακόμη ένα από τα μεγαλύτερα έργα πού πρέπει πρώτα να μνημονεύσουμε, είναι ό καθεδρικός Μητροπολιτικός ναός του Ιασίου πού άρχισε το 1833, αλλά παρέμεινε ατελείωτος.

5) Για την εδραίωση της πειθαρχίας στα μοναστήρια ό Μητροπολίτης Βενιαμίν καθιέρωσε νέο μοναστηριακό τυπικό, διόρισε ηγουμένους τους πλέον πνευματικούς, έβαλε στα σχολεία πού ίδρυσε καλούς διδασκάλους και βελτίωσε τα δύο τυπογραφεία του Ιασίου και του μοναστηρίου Νεάμτς. Σε αυτά τα δύο τυπογραφεία τυπώνονταν βιβλία για την ωφέλεια και τον φωτισμό του λαού. Μέχρι το τέλος της ζωής του Μητροπολίτου τυπώθηκαν περίπου 130 είδη εκκλησιαστικών βιβλίων και πνευματικής διδασκαλίας. Οι πρόλογοι αυτών των βιβλίων είναι πραγματικές επιστολές πνευματικής οικοδομής.

6) Να τι δίδασκε ό Μητροπολίτης για την σπουδαιότητα των Βίων των Αγίων στον πρόλογο των τυπωμένων βιβλίων:
—Ας μη άμαρτάνη κανείς, ούτε να είναι μακριά από την αλήθεια, αλλά ας διαβάζει τα βιβλία πού περιέχουν τους βίους των Αγίων των 12 μηνών του έτους, για να στολίζεται με όλα τα είδη των δένδρων πού έχουν ωραίους και γλυκούς καρπούς θαυμαστής ζωής Είναι κήπος με όλα τα είδη των ευωδιαστών λουλουδιών, είναι θεραπευτικά για όλες τίς ασθένειες και αδυναμίες.

7) Έλεγε πάλι:
—Όπως τα δένδρα και τα αρωματικά βότανα τέρπουν τίς αισθήσεις, χαροποιούν τα μάτια, γλυκαινουν την γεύση και κάνουν την ψυχή του θεατού χαρούμενη, έτσι και τα βιβλία με τους βίους των Αγίων δυναμώνουν τον απελπισμένο, παρηγορούν τον λυπημένο, φέρνουν τον αμαρτωλό σε μετάνοια, μαλακώνουν τον σκληρόψυχο και του χαρίζουν την ταπείνωση, επιστρέφουν τον πλανεμένο, κατανύσσουν τον υπερήφανο, γλυκαίνουν τον πικραμένο άπ’ την αμαρτία και κάνουν νέο τον παλαιό λόγω της αμαρτίας άνθρωπο, τον βγάζουν από τον θάνατο, από τον ύπνο της αναισθησίας και της ακηδίας, τον ξυπνούν και τον παροτρύνουν προς την εργασία των καλών έργων, τον φλογίζουν προς τα ίχνη των αγίων και τον κατευθύνουν προς την οδό πού οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών.

8) Έλεγε και αυτά ό μεγάλος ιεράρχης:
—Οι Βίοι και ή δόξα των αγίων ομοιάζουν με τα λαμπερά αστέρια. Διότι όπως τα αστέρια είναι τοποθετημένα και στερεωμένα στον ουρανό και φωτίζουν όλα αυτά πού είναι κάτω από τον ουρανό —φωτίζουν το έδαφος, λαμπυρίζουν στη θάλασσα πού ταξιδεύουν τα καράβια, μα τα ονόματα τους δεν τα γνωρίζουμε λόγω του πλήθους των, αλλά θαυμάζουμε την λαμπρότητα των— τέτοιου είδους είναι και ή λάμψης της ζωής των αγίων. Φωτίζουν τον νου και χαλιναγωγούν το σώμα με την σωφροσύνη και την ειρήνη.

9) Έλεγε πάλι ό μητροπολίτης Βενιαμίν:
Όπως «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» έτσι και οι Βίοι των Αγίων ό ένας διαφέρει από τον άλλον στην λαμπρότητα και στην δόξα, στην ωραιότητα, στον ψυχικό πλούτο και την διάκριση.

10) Ενώ αντιθέτως, σ’ εκείνους πού δεν διάβαζαν τα άγια αυτά βιβλία, κατά τον λόγο του μακαρίου Συμεών του Μεταφραστού, έλεγε:
—Το κακό είναι το ίδιο και όταν μιλάς για τα άπρεπα και όταν σιωπάς για τα ευσεβή και ωφέλιμα. Διότι όπως τα απατηλά και άτιμα ψέματα πληγώνουν τους ανθρώπους, έτσι και αυτός πού παρασιωπά τα καλά έργα των αγίων αποστερεί τους χριστιανούς από την ψυχική ωφέλεια.

11) Ύστερα πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Μην υποτιμάτε αυτά πού είναι για την ωφέλεια της ψυχής, για την ενδυμασία, για το στόλισμα και την τροφή της. Διότι όπως τρέφεται αυτό το φθαρτό και θνητό σώμα από τίς υλικές τροφές, έτσι τρέφεται και ή ψυχή με τον λόγο του Θεού, με τίς άγιες Ιστορίες και με τους βίους των αγίων.

12) Όπως το σώμα, όταν δεν τρώγει τίς κατάλληλες τροφές για μια περίοδο, δεν μπορεί πλέον να ζήση, άλλά πεθαίνει, έτσι και ή ψυχή πού δεν τρέφεται με την ανάγνωση των θείων Γραφών, με τους βίους των αγίων και με τον λόγο του Θεού, δεν μπορεί καθόλου να ζήση, αλλά νεκρώνεται.

13) Άλλοτε πάλι δίδασκε τον λαό λέγοντας:
Ω άνθρωπε, όταν δεν επιθυμείς ούτε αγαπάς να διαβάζεις τους λόγους διδασκαλίας περί θείων έργων, ή ψυχή σου δεν έχει ευλάβεια, δεν ταπεινώνεται, δεν μεταμελείται για τίς αμαρτίες της. Όταν δεν εγκαταλείπεις τίς κακίες, όταν δεν συμπαθής τους ασθενείς, δεν ελεείς τον πτωχό με ό,τι έχεις να δώσεις, δεν αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, αλλά φθονείς την πρόοδο του και αντί να βοηθήσεις, αρπάζεις από τον πτωχό, τότε ή ψυχή σου είναι νεκρή για τα καλά έργα, τα όποια με την ανάγνωση των θείων Γραφών κατορθώνονται και δημιουργούνται και πολλαπλασιάζονται.

14) Ενώ για τους οκνηρούς πού δεν διαβάζουν τα ιερά βιβλία, τους προέτρεπε λέγοντας:
—Γι’ αυτό σας παρακαλώ και σας συμβουλεύω, αγκαλιάστε τους βίους των Αγίων και διαβάστε τους, όχι μια φορά, ούτε δύο, αλλά πολλές φορές. Μη λέγετε ότι εμείς τα διαβάζουμε μια φορά ή δύο και μας είναι αρκετό, διότι ή σωτηρία της ψυχής επιτυγχάνεται με πολλές συμβουλές, καθώς λέγει ό Εκκλησιαστής.

15) Κατόπιν έλεγε:
—Εάν διαβάζετε πολλές φορές τους βίους των Αγίων με αληθινή πίστη, με ευλάβεια και με προσοχή, ή ψυχή σας θα διεγερθεί προς τα καλά των έργα, ό νους θα φωτισθεί, ενώ τα μάτια σας θα γίνουν δύο ποταμοί ή μάλλον πηγές δακρύων. Τότε θα γνωρίσετε το έλεος του Θεού, την αγαθότητα Του, την αγαθοεργία Του προς τον πλησίον. Τότε θα καταλάβετε πόση αγάπη έδειξαν οί άγιοι στον Θεό, τον Δημιουργό μας, ώστε πολλοί και το σώμα των και όλα τα έδωσαν με σκοπό να εργασθούν για την αγάπη Του, ενώ άλλοι με νηστεία εξήλειψαν όλα τα αμαρτήματα των.

16) Στη συνέχεια των διδασκαλιών του ό μητροπολίτης Βενιαμίν πρόσθεσε και τα παρακάτω λόγια:
Τα χρήματα πού ξοδεύετε κακότροπα στα χαρτοπαίγνια, στις διασκεδάσεις και σε άλλα ανώφελα πράγματα προς απώλεια των ψυχών σας —για τα όποια τι απολογία θα δώσετε την ήμερα της Κρίσεως!— δώστε τα στην αγορά βιβλίων και θα έχετε μισθό από τον Θεό και δόξα, διότι δεν τα σπαταλήσατε άσκοπα. Ενώ τον καιρό πού τον δαπανάτε στα τυχερά παιγνίδια και στις άλλες ματαιοδοξίες, είναι καλλίτερα να τον εκμεταλλευθείτε με την ανάγνωση των βιβλίων των αγίων Πατέρων και θα απαλλαγείτε από το πλήθος των ματαίων συζητήσεων και απασχολιών, για τα όποια θα δώσετε λόγο ενώπιον του φοβερού Κριτού, ό οποίος είπε ότι και για κάθε μάταιο λόγο θα κριθούν οι άνθρωποι την ήμερα της Κρίσεως.

17) Για αυτό —συνεχίζει ό μητροπολίτης Βενιαμίν— θα προσευχώμεθα και θα επιθυμούμε και θα συμβουλεύουμε όλους σας να εγκαταλείψετε αυτές τίς ψυχοβλαβείς και άσκοπες απασχολήσεις και με την ανάγνωση των ιερών Βιβλίων να μιμείσθε τον ζήλο και την ζωή των αγίων, ώστε μαζί μ’ αυτούς να φιλοξενηθείτε αιώνια στην Βασιλεία των Ουρανών.

18) Έλεγε πάλι προς τα πνευματικά του παιδιά:
—Για τον κάθε άνθρωπο χρειάζεται ή θεία βοήθεια, με την οποία φωτίζεται, εγείρεται από τον ύπνο της ραθυμίας, προβαίνει στην πραγματοποιήσει των καλών έργων, με τα όποια οδηγείται στην σωτηρία και ατενίζει με ελπίδα τον ουρανό. Αυτή ή βοήθεια προσφέρεται και με την ανάγνωση των θείων Γραφών πού προκαλούν και την άπειρη αγάπη του Θεού.

19) Είπε πάλι:
—Τα λόγια του Κυρίου είναι λόγια αγνά, αργύριο στην φωτιά δοκιμασμένο (Ψαλμ. 11,7) ένδυμα χρυσό κατεργασμένο από το λευκότατο λινό του Αμνού του Θεού, του αίροντας την άμαρτίαν του κόσμου, δέρματα της Σκηνής του Μαρτυρίου πού ενδύουν την νεκρωμένη πνευματική μας φύση εκ της παραβάσεως των θείων εντολών και μας στολίζουν σαν μια αγία σκηνή και αγία εκκλησία και μας φιλοξενούν στην άπειρη μακαριότητα του Θεού.

20) Άλλα για τίς αρχιερατικές δυσκολίες πού συναντούσε, έλεγε τα εξής ό ταπεινός ποιμήν της Εκκλησίας του Χριστού:
—Κατάλαβα λοιπόν ότι τώρα οι καιροί χειροτέρεψαν, τα πράγματα έγιναν ανώμαλα, ή ζωή του κόσμου σύντομη, οί αμαρτίες πολλές, ό θάνατος πλησιάζει, το σχοινί της ζωής ήμερα με την ήμερα όλο και σφίγγεται στην βελανιδιά, τα βάσανα της κολάσεως πολλά φρικιαστικά και ατερμάτιστα, ή εστία της Γεέννης φλογισμένη και τρομερή, ό τάρταρος τόσο παγερός, ώστε και ό διάβολος ταράζεται άπ’ αυτόν, οί βασανιζόμενοι ανελέητοι και ό Κριτής αδέκαστος.
Με τέτοιες σκέψεις αισθάνομαι ότι δεν είμαι δυνατός σαν εκείνον τον Ιακώβ, για να κατρακυλήσω την πέτρα από το στόμιο του φρέατος και να ποτίσω τα πρόβατα του ποιμνίου μου μ’ αυτές τίς διδασκαλίες, ούτε σαν τον Μωϋσή, αφού δεν μετέτρεψα τη ράβδο σε φίδι, ούτε το νερό σε αίμα, για να αποδειχθεί ή ικανότης μου ότι θα βγάλω τον νέο Ισραήλ από την αμαρτία και θα τον οδηγήσω στην Βασιλεία των Ουρανών. Αλίμονο σε μένα τον ανόητο! Με τι ψυχή, με τι καρδιά τόλμησα ό απερίσκεπτος να πάρω επάνω μου αυτή την διακονία που έχω;

21) Άλλοτε πάλι εξομολογείτο ό μητροπολίτης Βενιαμίν:
—Αλίμονο μου! Πώς τόλμησα εγώ ό θρασύς και φορτώθηκα ένα τόσο βαρύ φορτίο; Άραγε έλαβα και εγώ καμιά αποκάλυψη, ώστε να δεχθώ επάνω μου μία υπηρεσία τόσο μεγάλη σαν αυτή; Άκουσα και εγώ, όπως ό Μωυσής: «Έλα και θα σε αποστείλω;» (Εξοδ. 3, 10). Υπολόγισα πρώτα την αναξιότητά μου; Είπα ότι είμαι ισχνός στην φωνή και βραδύς στην γλώσσα λόγω της αθλιότητας μου και της αμάθειας μου; Δεν είμαι άξιος, Κύριε, όπως ήταν τότε ό Μωυσής. Προσεύχομαι όπως εκείνος; Σε παρακαλώ, Κύριε, βάλε άλλον πού θα είναι άξιος, για να τον αποστείλεις (“Εξοδ. 4, 13). Αχ, πολύ βαρύ αξίωμα φορτώθηκα ό άχρηστος, ξεγελάσθηκα, ακολούθησα τίς συμβουλές των ανθρώπων και δεν άνοιξα τα νοερά μάτια μου, για να ιδώ και να μετρήσω την ελεεινότητά μου!

22) Στην συνέχεια πρόσθεσε και αυτά:
Ό Άρχιερεύς του Νέου Νόμου είναι υπέρτερος από τον Αρχιερέα του παλαιού Νόμου. Διότι εκεί ήταν ή έξοδος από την Αίγυπτο, ενώ εδώ ή απομάκρυνσης από την αμαρτία, εκεί ή σωτηρία από την μανία του Φαραώ, εδώ ή σωτηρία της ψυχής από την μανία του διαβόλου.

23) Τόσο πολύ τιμούσε ό μεγάλος Ιεράρχης το βιβλίο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ώστε το συνιστούσε σ’ όλους λέγοντας: Όπως το ψωμί είναι άπ’ όλα τα φαγητά το αναγκαιότερο στο σώμα, έτσι είναι και αυτό το βιβλίο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, το όποιο μας κατευθύνει για την σωτηρία μας καλλίτερα από τα άλλα πατερικά βιβλία. Και καθώς ή σελήνη ξεπερνάει τα άστρα, έτσι και αυτό τα άλλα βιβλία. Και όπως από τίς άλλες αισθήσεις του σώματος του ανθρώπου ή αναγκαιότερη είναι ή δράσης, έτσι και το βιβλίο αυτό είναι το σπουδαιότερο από τα άλλα για την σωτηρία του άνθρωπου. Επειδή αυτό αναφέρεται ολόκληρο στο πώς να δοξάζεται το Πανάγιο όνομα του Θεού, είναι κατά πολύ θαυμαστώτερο και πνευματικώτερο από τα άλλα.

24) Ή Κλίμαξ του αγίου Ιωάννου, συνεχίζει ό καλός ποιμήν, δεν είναι μόνο για τους μοναχούς, αλλά και για τους λαϊκούς κατάλληλος οδηγός και κανών, ό όποιος συμβουλεύει όλους λεπτομερώς για την απόκτηση της αγιότητας. Με τις σοφές διδαχές του οδηγεί τους αναγνώστες στην ταπείνωση και στην πραότητα, ή οποία είναι καθαρότης άπ’ όλους τους μολυσμούς σαρκός και πνεύματος. Δεν είναι δυνατόν να διηγηθεί κανείς επάξια τα θαυμαστά προτερήματα αυτού του βιβλίου, πού ανταμείβει τους αναγνώστες και εραστές του.

25) Κατόπιν πρόσθεσε και αυτά τα λόγια:
—Πάρτε αυτό το βιβλίο με πόθο, αγαπητοί αναγνώστες και διαβάστε το συχνά και με προσοχή• οπωσδήποτε αυτό θα είναι κάποια ράβδος του Μωϋσέως, με την οποία θα μπορέσετε να περάσετε την θάλασσα αυτής της ζωής, πού είναι φουρτουνιασμένη από τα φοβερά πάθη. Έτσι τον Φαραώ λογισμό, δηλ. τον διάβολο, θα τον δείτε βυθισμένο στον πυθμένα, όπως οί Ισραηλίται το πλήθος των Αιγυπτίων.

26) Και πάλι έλεγε:
—Το βιβλίο αυτό είναι το μάννα πού γλυκαινει τίς πνευματικές αισθήσεις από την πικράδα των παθών και τα κύματα αυτής της ζωής. Είναι λιμάνι, πού λυτρώνει με την ανάγνωση όσους κινδυνεύουν, τους ελευθερώνει από τον βυθό των πολλών αμαρτιών πού είναι μπλεγμένοι και τους κάνει να αισθάνονται ασφαλείς μέσα στο νερό αυτής της πολυτάραχης θαλάσσης της ζωής.

27) Έλεγε πάλι:
Ή Κλίμαξ του οσίου Ιωάννου είναι ή Κλίμαξ πού είδε ό Ιακώβ τον παλαιό καιρό, της οποίας ή κορυφή έφθανε μέχρι τον ουρανό, οπού είναι ό θρόνος του Θεού και άπ’ όπου οί άγγελοι κατεβαίνουν ως λειτουργικά πνεύματα σ’ αυτούς πού θα κληρονομήσουν την σωτηρία. Συγχρόνως ανεβάζουν ψηλά τίς ψυχές πού σώζονται και ό Θεός τίς αναπαύει στην Βασιλεία του.

28) Στην συνέχεια πρόσθεσε ό μητροπολίτης Βενιαμίν:
—Αυτός πού διψάει για σωτηρία, να τρέχει σ’ αυτό τον γλυκύτατο ποταμό και πράγματι θα ευφραίνεται και θα χαροποιείται. Διότι τα ορμήματα αυτού του ποταμού ευφραίνουν πράγματι την πόλη του Θεού (Ψαλμ. 45, 3) δηλ. τίς ψυχές των πιστών. Το βιβλίο αυτό με φωνή τρανή κράζει προς αυτούς: «Ελατέ, πλησιάστε όλοι όσοι επιθυμείτε να χορτάσετε από τους καρπούς μου πού χαρίζουν αιώνια ζωή».

29) Για την ταξί των εκκλησιαστικών ακολουθιών δίδασκε ο μητροπολίτης Βενιαμίν τα πνευματικά του παιδιά ως εξής:
Με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να μεταφράζουμε σωστά και με τους χαρακτήρας της γλώσσης μας, για να είναι ευκατάληπτα στον αναγνώστη, διότι είναι γνωστό ότι μερικοί φιλαναγνώστες της χώρας μας είναι σχεδόν ανίκανοι για ανάγνωση και δεν καταλαβαίνουν τα νοήματα. Άλλα όχι λόγω αυτής της ακαταληψίας να παραμένει κάτι από τίς ιερές ακολουθίες χωρίς να διαβαστεί ή να ψάλει και να αμαρτάνουμε ενώπιον του Θεού ή της Παναγίας Θεοτόκου και των αγίων, στους οποίους ψάλετε ή ακολουθία. Διότι τότε, αντί για ευλογία και συγχώρηση των αμαρτιών μας, θα επισύρομε επάνω μας την οργή και την κατάρα.

30) Έλεγε πάλι:
—Με όση επιμέλεια, αγάπη και ευλάβεια ψάλλουμε κάτι στον Θεό, στην Θεοτόκο ή στους αγίους, άλλο τόσο ευχαριστείται ό Θεός, ή Παναγία Θεοτόκος και οί άγιοι, οί όποιοι παρακαλούν και ικετεύουν τον Θεό υπέρ ημών, να μας χαρίσει συγχώρηση των αμαρτιών μας.

31) Ύστερα πρόσθεσε και αυτά:
—Αυτός πού ευχαριστεί τον Θεό, ευχαριστεί και την Παναγία Παρθένο και τους αγίους Του. Ομοίως, αυτός πού ευχαριστεί τους αγίους Του, ευχαριστεί την Παναγία και τον Θεό.

32) Για την χρήση του τυπικού έλεγε:
—Το τυπικό και το ευρετήριο των ακολουθιών να τα εφαρμόζετε με επιμέλεια. Επίσης να βαδίζετε στην Εκκλησία του Θεού με ευλάβεια και σεμνοπρέπεια, να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού, να διαβάζετε με προσοχή και με ευταξία τα λόγια των αγίων Πατέρων, διότι και τους εαυτούς σας θα ωφελείτε και τους ακροατές στην οδό της σωτηρίας θα οδηγείτε.

33) Ή εκκλησιαστική τάξις, έλεγε ό μητροπολίτης Βενιαμίν, σας διδάσκει με πόση σπουδή οφείλετε να ευρίσκεστε στις ιερές ακολουθίες του Θεού, της Παναγίας Θεοτόκου και των αγίων Του την οποία σπουδή πρέπει να την εχη κάθε χριστιανός, ιδιαίτερα οί Ιερείς και οί διάκονοι, οί όποιοι έχουν χρέος να είναι φώτα και να γίνουν τύπος και παράδειγμα αγαθών έργων στους ενορίτες των.

34) Εάν λοιπόν επιμεληθείτε, πρόσθεσε ό Μητροπολίτης, να διαβάζετε το τυπικό και να γνωρίζετε τις διατάξεις του, εάν συνηθίσετε και εξασκείσθε στους κανόνας του, τότε και τίς ακολουθίες των αγίων θα τίς επιτελείται σωστά. Εάν είσθε φιλόπονοι προς τα πνευματικά και αγαπάτε την ευταξία των αγίων ακολουθιών, των εκκλησιαστικών τελετών και την μακαριά ζωή των αγίων, τότε θα γίνετε κληρονόμοι της ουρανίου Βασιλείας. Διότι αυτός είναι και ο σκοπός της μεταφράσεως του εκκλησιαστικού τυπικού.

35) Για την ωφέλεια της αναγνώσεως των Αγίων Γραφών δίδασκε τα έξης ό μεγάλος Μητροπολίτης:
—τι πιο γλυκό, τι πιο ευχάριστο στην ζωή από το να πλησιάζει ό άνθρωπος νοερά τον Θεό και να μιλάει μαζί του με νου καθαρό και αθόλωτο δια μέσου της αναγνώσεως των θείων λόγων; Αυτά γνώριζε και ό προφήτης και βασιλεύς Δαβίδ, ώστε να λέει: «Ως γλυκέα τω λαρύγγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι και κηρίον» (Ψαλμ. 118, 11).

36) Άλλες φορές προέτρεπε πατρικά λέγοντας:
—Να ασχολείστε ήμερα και νύκτα στην ανάγνωση των Αγίων Γραφών και να είσθε πράγματι σαν το ξύλο πού έχει φυτευτή στις πήγες των υδάτων, ώστε να αποδώσετε στον κατάλληλο καιρό τον καρπό της ζωής• και τότε τα φύλλα των καλών σας έργων δεν θα πέσουν (ψαλμ. 1, 3).

37) Για την σπουδαιότητα του Ωρολογίου δίδασκε τα παρακάτω:
Δεν θα σφάλει κανείς, ούτε θα αστοχήσει στην αλήθεια, εάν επονομάσει το βιβλίο αυτό χρυσή λυχνία με επτά λαμπάδες, κατά την οπτασία του προφήτου Ζαχαρίου, διότι απεικονίζει αυτές τίς επτά Δοξολογίες της Αγίας Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. ούτε πάλι θα κάνη λάθος, εάν το ειπεί ουρανό. Διότι όπως ό ουρανός περιέχει μέσα του τα αστέρια και τους επτά πλανήτες, έτσι ολόκληρο το Ωρολόγιο περιέχει τίς επτά εκκλησιαστικές ακολουθίες και το πλήθος των αγίων πού περιλαμβάνεται στους 12 μήνας.

38) Έλεγε πάλι:
αγκαλιάστε τίς Δοξολογίες αυτές (τίς επτά ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας) με ψυχική ευφροσύνη, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, χωρίς οκνηρία, προσφέροντας αυτές στον Θεό όλες τίς ήμερες της ζωής σας. Σκεφθείτε τα Πάθη του Κυρίου, τα όποια εκούσια υπέμεινε, αναμένοντας με αγαθή ελπίδα την ήμερα της μελλούσης Κρίσεως του Χριστού. Διότι θα έλθη και θα έχη τα έπαθλα μαζί του, για να ανταμείψει τον καθένα κατά τα έργα του. Και να πιστεύετε χωρίς αμφιβολία ότι θα πληρωθείτε για τους κόπους σας.

39) Για την ωφέλεια των διδαχών έλεγε πάλι:
—Όσο ή διδασκαλία εξυψώνει και μεγαλύνει τον άνθρωπο, άλλο τόσο ή αμάθεια τον ταπεινώνει και τον εκμηδενίζει περισσότερο από τίς άλογες υπάρξεις.

40) Έλεγε ό μητροπολίτης Βενιαμίν και αυτά:
—Ό άνθρωπος προικίσθηκε από τον Θεό με το τάλαντο της ομιλίας, με νου επιδεκτικό της γνώσεως και κανένα είδος γνώσεως ή τέχνης δεν είναι απρόσιτο προς εκμάθηση. Όποτε όταν περιφρονεί το τάλαντο του, δεν μπορεί να θεωρηθεί άξιος άλλης ονομασίας παρά μόνο ότι είναι πονηρός δούλος και οκνηρός. ούτε πάλι είναι άξιος άλλης αμοιβής παρά μόνο να ριφθή στο σκότος το εξώτερον, όπου υπάρχει αιώνιος κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων (Ματθ. 15, 30).

41) Όσο για τους γονείς πού δεν επέτρεπαν στα παιδιά των να σπουδάσουν έλεγε:
Φονιάδες των παιδιών θα ονόμαζα όντως τους γονείς πού δεν φροντίζουν να δώσουν ούτε ένα είδος διδασκαλίας στα παιδιά των. Και το χειρότερο άπ’ αυτό είναι το εξής, καθώς βεβαιώνει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος:
«Οι φονιάδες των παιδιών μόνο το σώμα χωρίζουν από την ψυχή, ενώ αυτοί πού δεν δίνουν καλή αγωγή και διδασκαλία στα παιδιά των και το σώμα χωρίζουν από την ψυχή και την ψυχή από τον Θεό». Αλίμονο λοιπόν και τρισαλίμονο σε εσάς τους γονείς του κόσμου, αλλά περισσότερο Αλίμονο και τρισαλίμονο σ’ αυτούς πού θα γίνουν τέτοιοι.

42) Κάθε γνώσης ή τέχνη αποκτάται με την θεωρία και πράξη. Αυτό ακριβώς γίνεται και με την χριστιανική διδασκαλία. Για να γίνει κανείς τέλειος χριστιανός, πρέπει πρώτα να έχει την θεωρία της πίστεως, δηλαδή να γνωρίζει την Θεία Γραφή και διδασκαλία. Ύστερα να έχει την πράξη, δηλ. να έχει έργα πίστεως, διότι «πίστης χωρίς τα έργα είναι νεκρά» (Ίακ. 2, 20)

43) Πρόσθεσε υστέρα και αυτά τα λόγια:
Ή Εκκλησία στους παλαιοτέρους αιώνας τόσο πολύ φρόντισε για την διδασκαλία της πίστεως, ώστε άπ’ το βαθμό των επισκόπων, άπ’ όλο τον κλήρο, μέχρι και τους αναγνώστες, ανελάμβαναν να κατηχήσουν τον λαό. Είχαν ακόμη και διακόνισσες διορισμένες για την κατήχηση των γυναικών. Στην αρχή γινόταν ή Θεία Λειτουργία και μετά διδασκόταν εκτενώς ή διδασκαλία της πίστεως.

44) στις ήμερες μας τώρα, συνέχιζε ό μητροπολίτης Βενιαμίν, επειδή ελαττώθηκε ή διδασκαλία της πίστεως, πολύ εύκολα μειώθηκε και ή πίστης. Επομένως, επειδή ελαττώνεται ή πίστης, οπωσδήποτε ελαττώνονται και τα σημεία της, ώστε οί μαρτυρίες των Αγίων Γραφών για τα σημεία και παράδοξα πού γίνονταν πριν, να φαίνονται σήμερα παραμύθια σ’ αυτούς κυρίως πού ευρίσκονται στο σκοτάδι της αγνωσίας των θείων Γραφών. Ενώ αυτά τα ελάχιστα και πολύ σπάνια σημεία ή θαύματα πού ακόμη και τώρα συμβαίνουν, τα θεωρούν ότι γίνονται κατά σύμπτωση.

45) Ύστερα έρωτα με λύπη ό σεβαστός Μητροπολίτης:
— Ποιος στις ήμερες μας ασχολείται με την ανάγνωση των θείων Γραφών, για να μπόρεση να μάθη τι είναι Θεός, τι είναι κόσμος, τι είναι άνθρωπος; Ποιος γονεύς επιμελείται να οικοδόμηση τίς καρδιές των παιδιών του με την γνώση του Θεού, την διδασκαλία των δογμάτων της πίστεως και τίς εντολές του Νόμου; Αλήθεια πολύ λίγοι είναι σαν αυτούς και τα γεγονότα το δείχνουν ότι όλη σχεδόν ή νεολαία αυτού του αιώνος στερείται γενικά από την γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας, διότι εξετράπη στην ασυδοσία, στις παράλογες αναζητήσεις, σε κάθε είδους ματαιότητα, από την οποία προέρχεται όλή ή απόρριψης του νόμου και ή περιφρόνησης των εντολών. Άνθρωποι σε διάφορα μέρη της Ευρώπης διέπραξαν όλα τα παραπάνω και γκρέμισαν πολύ εύκολα τον πύργο της πίστεως, διότι τα θεμέλια του δεν τοποθετήθηκαν στην βάση των ορθοδόξων δογμάτων.

46) Άλλα και οί ορθόδοξοι, πρόσθεσε ό μητροπολίτης, κατά τον ίδιο τρόπο βαδίζουν και περιπλανώνται. Διότι υπερηφανεύονται άπ’ αυτά και καθένας θεωρεί τον εαυτό του φιλόσοφο και διδάσκαλο. Δεν ανέχεται πλέον να καθοδηγείται από το χαλινάρι της πίστεως, διότι τον εμποδίζει να κάνη τα θελήματα του. Ό ίδιος επινοεί μόνος του κανόνας και νόμους για λογαριασμό του

47) Έλεγε πάλι ό καλός ποιμήν:
—Βλέπω ασφαλώς εγώ ό ανάξιος ότι παίρνω στους ώμους μου το φορτίο της διαποιμάνσεως αυτής της χώρας. Αν λοιπόν δεν επιμεληθώ να διαφυλάξω το λογικό μου ποίμνιο από κάτι πτώσεις σαν αυτές, ό Δίκαιος Κριτής θα με επιτίμηση πιο φοβερά γι’ αυτά, παρά για τα ίδια τα αμαρτήματα μου. Αγωνίσθηκα με συμβουλές και με πολλούς κόπους και δαπάνες μετέφρασα και εξέδωσα βιβλία για την ψυχική ωφέλεια των πιστών. Είθε ό Κύριος να ευλόγηση τους κόπους μου και να ελεήσει την αμαρτωλή ψυχή μου.

48) Για την ωφέλεια των βιβλίων έλεγε ό μητροπολίτης Βενιαμίν:
Ή ελπίδα την οποία έτρεφα και τρέφω στην ψυχή μου, είναι να πολλαπλασιάσω τα βιβλία και τίς γνώσεις στην γλώσσα της πατρίδος μας, αν όχι εγώ, τουλάχιστον οί διάδοχοι μου. Θέλω να μπορέσουν να ωφελήσουν τον κλήρο και να τον βοηθήσουν να σπουδάσει, για να απόκτηση ό λαός το φως της χριστιανικής διδασκαλίας. Αυτή ή ελπίδα με κρατάει άγρυπνο και ακούραστο στην μετάφραση των Ιερών βιβλίων, εκ των οποίων πολλά παραμένουν ατύπωτα λόγω δυσκολιών.

49) Ύστερα προέτρεπε τους αναγνώστες λέγοντας:
—Να είσθε, αγαπητοί μου, προσεκτικοί στην ανάγνωση των βιβλίων. Να μην τα περνάτε όλα με μια ματιά, διότι τότε δεν θα παραμένει τίποτε στο νου ή πολύ λίγα άπ’ όσα διαβάσατε.

50) Όσον άφορα το πώς πρέπει να διαβάζει ό χριστιανός τα βιβλία, δίδασκε τα εξής:
—Ό νους είναι ακριβώς όπως και το στομάχι. Όπως το στομάχι δεν μπορεί να χώνεψη την υπέρ του δέοντος ποσότητα της τροφής, έτσι συμβαίνει και με τον νου. Όταν κανείς «φορτώνεται» με πολλή ανάγνωση, κλείνοντας το βιβλίο έχει ξεχάσει και όλα σα διάβασε. Και μετά από λίγη ώρα, λόγω της κοπώσεως, ο νους λησμονεί και αυτά πού γνώριζε προηγουμένως.
Συνεπώς αυτός πού θέλει να ωφεληθεί από τίς αναγνώσεις, πρέπει να ακόλουθη οπωσδήποτε αυτή την τακτική, δηλ. αφού διάβαση με ησυχία και πολλή προσοχή την ενότητα μιας παραγράφου, να κλίνει το βιβλίο και να έρωτα τον εαυτό του τι διάβασε. Και αφού επαναλάβει Ο λα αυτά στον νου του, να επανέρχεται πάλι στα προηγούμενα, έως ότου διαπίστωση ότι μπόρεσε να τα αφομοίωση ό νους. Μ’ αυτό τον τρόπο ωφελείται πράγματι, διότι όλα τοποθετούνται με καλή τάξη στον νου του και οπότε θέλει μπορεί να μεταδώσει και στους άλλους από τίς γνώσεις του. Άλλα και ό νους του εργάζεται σωστά, αφού διατηρεί σε καλή κατάσταση τα όσα άκουσε ή διάβασε.

51) Έλεγε ο μητροπολίτης Βενιαμίν στους ποιμένας – ιερείς του:
—Τέκνα μου, εύχεστε και για μένα, διότι αυτό πού πάντοτε και περισσότερο εκτιμώ είναι ή ωφέλεια της εν Χριστώ αδελφότητας, παρά ή αναπνοή πού με κρατάει στην ζωή. Όλες οι πνευματικές και σωματικές δυνάμεις είναι αρμονικές σαν τεντωμένες χορδές, οί όποιες όποτε χτυπηθούν κατάλληλα από τα δάκτυλα της αδελφότητας, θα αποδώσουν αμέσως τον ήχο της φωνής πού είναι ευχάριστος στην αγάπη όλων.

52) Άλλη φορά πάλι τους συμβούλευε:
—Δεχθείτε με αγάπη τους κόπους μου, αγαπητοί, μαζί με την ανάγνωση αυτών των βιβλίων, τα όποια εξωτερικά φαίνονται μικρά, αλλά προσφέρουν στον νου υψηλά νοήματα. Μιμηθείτε ακόμη την μετάνοια του ταπεινού χριστιανού, ό όποιος με όλη του την καρδιά μεταμελείται και με πικρούς στεναγμούς κλαίει για τα αμαρτήματα του ενώπιον του Θεού.

53) Έλεγε πάλι:
—Κτυπήστε αδιάκοπα την πόρτα του θείου ελέους, μέχρις ότου ό Χριστός σας ακούσει και σφράγιση με τα Αγια Πάθη Του τίς καρδιές σας. Μη χάνετε μάταια τον καιρό πού ό Θεός σας έδωσε για μετάνοια, περιμένοντας την επιστροφή σας. Διότι δεν θα είναι μακροχρόνια ή υπομονή του, αλλά θα καταφθάσει να δικάσει• και τότε δεν θα είναι Λυτρωτής, αλλά Κριτής.

54) Ύστερα πρόσθεσε και αυτά:
—Αποβάλλετε όλη την πανουργία, το πείσμα και την κακία από τίς καρδιές σας, όλη την ακαθαρσία, την φιλονικία, την συκοφαντία από τίς ψυχές σας και θα σας πάρει ό Θεός εν μετάνοια. Να είσθε πράοι, ευσεβείς, ευλαβείς, φιλόθεοι, φιλάδελφοι και θα περνάτε σ’ αυτή την ζωή ευτυχισμένες ημέρες και μετά το τέλος της ζωής σας θα πάτε στον Ουρανό με αγαθές ελπίδες σωτηρίας. Σ’ αυτούς πού σας ευεργετούν να είσθε ευγνώμονες και να προσεύχεσθε για μένα πού ικετεύω τον Θεό για την αγάπη σας.

55) Έλεγε πάλι:
—Να μην περιορίζετε τίς αγίες Γραφές μόνο στις αναγνώσεις αλλά προπαντός με όσα διαβάζετε να συμβουλεύετε στις υποθέσεις σας ό ένας τον άλλον για οποιοδήποτε ωφέλιμο έργο κάνετε. Περισσότερο τα παιδιά και όλη την νεολαία, να τους συμβουλεύετε σε όλα τα θεάρεστα έργα, σε όλες τίς χριστιανικές διδασκαλίες πού είναι ευχάριστες και ωφέλιμες, σύμφωνα με το χάρισμα πού λάβατε, διότι πρώτα αυτούς τους νέους έχετε καθήκον να οδηγήσετε στον Θεό.

56) Στον πρόλογο του Πεντηκοσταρίου έλεγε ό μητροπολίτης Βενιαμίν τα παρακάτω πνευματικά λόγια, γεμάτα ευφροσύνη:
—”Ω χρυσό βιβλίο! Όταν ανατέλλεις, σκορπίζεις κάθε λύπη άπ’ την ψυχή και ή Εκκλησία του Χριστού φωτίζεται και λαμπρύνεται. Τώρα πού εκδίδεσαι, διώχνεις όλη την σκυθρωπότητα των προσώπων, ή οποία προέρχεται από την θλίψη των καρδιών πού θλίβονται από τα δάκρυα και τον πόνο. Εσύ συγκαλείς όλους τους πιστούς να χαίρονται σαν μια αδελφότητα. Εσύ σπέρνεις σε όλο τον κόσμο την καλή ελπίδα της σωτηρίας. Εσύ καλείς και τους δικαιους και τους αμαρτωλούς, τους νηστεύοντας και μη νηστεύοντας, ώστε όλοι μαζί να χαρούν και να ευφρανθούν.

57) Έλεγε ό καλός ποιμήν και αυτές τίς πατρικές συμβουλές:
—Ελάτε να ευχαριστήσουμε τον Κύριο πού μας έχει στην ζωή και μας τρέφει και μας δίνει όλες τίς καλοσύνες Του, υπομένει όλα τα αμαρτήματα μας και τίς ανομίες μας και ως καλός και φιλάνθρωπος πού είναι δεν μας τιμωρεί. Πάντοτε μακροθυμεί, περιμένει να μετανοήσουμε, να μας συγχώρηση, να μας εναγκαλιστεί και να μας κάνει μετόχους της Αναστάσεως και της Βασιλείας Του.

58) Έλεγε πάλι:
—Να μη τεμπελιάζουμε περνώντας τον καιρό μας με αδιαφορία, ενώ μας τον έδωσε ό Θεός για μετάνοια. Πρέπει στο κάθε λεπτό να είμεθα σε ψυχική εγρήγορση, διότι έρχεται ή ήμερα του Κυρίου ή μεγάλη και φρικτή, πού ό καθένας θα λαβή τον μισθό του με τον τρόπο πού εργάσθηκε στην ζωή.

59) Το Ωρολόγιο, έλεγε ό μητροπολίτης Βενιαμίν, είναι βιβλίο των προσευχών πού τρέφει την ψυχή με μεγάλες πνευματικές ευλογίες και πλουτίζει με την ταπείνωση την αγία προσευχή, με την οποία οί ενάρετες ψυχές φλογίζονται λίγο-λίγο από θείο ερωτά και κράζουν με τον προφήτη: «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, Κύριε».

60) Στον πρόλογο του «Χρονικού» του έλεγε ό καλός ποιμήν της Μολδαβίας:
— Έχω το αξίωμα της αρχιεροσύνης και φροντίζω από καθήκον τα βοσκοτόπια των λογικών μου προβάτων. Γι’ αυτό έβαλα τα δυνατά μου και προς ωφέλεια δική μου και των άλλων, να μεταφράσω τα λόγια του Θεού από διαφορετικές γλώσσες και βιβλία για την σωτηρία του πιστού χριστιανικού λάου του ρουμάνικου έθνους.

61) Έλεγε πάλι:
—Από δύο ηθικές βοήθειες έχουμε κυρίως ανάγκη, για να μπορέσουμε να επιτύχουμε την σωτηρία: Εννοώ την γνώση και την πίστη. Και Όπως ή πίστης ανασταίνεται με τα καλά έργα, διότι αλλιώς είναι νεκρά, έτσι και ή γνώσις γεννά την πίστη, ή οποία αξιοποιείται και τελειοποιείται με την διδασκαλία των θείων Γραφών. Γι’ αυτό και ό Σωτήρ, Όταν απέστειλε τους μαθήτάς Του στον κόσμο, τους είπε: «Πορευθέντες εις τον κόσμον απαντά, κηρύξατε το εύαγγέλιον πάση τη κτίσει». (Μαρκ. 16, 15).

62) Στον πρόλογο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, έλεγε ό μεγάλος Μητροπολίτης:
—Μόνο ή Εκκλησία μετέβαλε τους υιούς του Ισραήλ από θηρία σε εκλεκτό και καλοπροαίρετο λαό, φιλόπονο εργάτη της γης, υπάκουο δούλο του Κυρίου, πατέρα στοργικό της οικογενείας, φλογερό μέλος του κράτους και μ’ ένα λόγο ωφέλιμο πολίτη της κοινωνίας.

63) Ύστερα συνέχισε λέγοντας:
Όταν διαβάζει κανείς την Εκκλησιαστική Ιστορία, θα διαπίστωση ότι το άσυλο των επιστημών και των γραμμάτων στον καιρό των μεγάλων διωγμών ήταν ή Εκκλησία. Και ακόμη το φως της σοφίας διαφυλάχθηκε με αγιοσύνη μέσα στην μυστική φλόγα του Βήματος. Συγχρόνως οι φύλακες της αξίας παρακαταθήκης του πολιτισμού ήταν οι κληρικοί, οί γνήσιοι διδάσκαλοι του ήθους.

64) Άλλη φορά έλεγε με πόνο ό μητροπολίτης Βενιαμίν:
—Θα τρέξω σαν τον Ιερεμία τον θρηνωδό της Ιερουσαλήμ, ζητώντας να μάθω αυτόν πού κάνει δικαστήριο και εξετάζει την πίστη. Διότι από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο όλοι έκαναν παρανομίες, από τον ιερέα και μέχρι τον ψευδοπροφήτη (εννοεί τον Πάπα) πού θέλει να θεραπεύσει την διχόνοια του λάου με ψεύτικη φωνή, λέγοντας: Ειρήνη! Κι όμως ή ειρήνη απουσιάζει τελείως από την καρδιά του. τι να πούμε γι’ αυτούς τους παραβάτες του Θεού και των ανθρώπων πού εγκατέλειψαν την Πηγή του Ζώντος ύδατος και έσκαψαν τα ακάθαρτα πηγάδια των, στα όποια βούλιαξαν αυτοί με τόσους άλλους!

65) Έλεγε πάλι:
—Εάν καθένας από εμάς κάνη ότι μπορεί για το καλό της Εκκλησίας, της πατρίδος και των ανθρώπων, δεν θα χαθεί ή πολιτεία μας.

66) Ύστερα πάλι έλεγε:
—Οί υιοί αυτού του αιώνος φοβούνται τον θάνατο και επιθυμούν την ζωή, για να ακολουθήσουν τον χαμένο κόσμο και να κολυμβήσουν στον ωκεανό των παθών των. «Άλλα τίς δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ και τοις οφθαλμοίς μου πηγάς δακρύων» έλεγε ό προφήτης Ιερεμίας, για να κλάψω αυτόν τον λαό και αυτούς πού τον τραυμάτισαν ήμερα και νύκτα; (Ίερεμ. 1, 16).

67) Έλεγε ό μεγάλος ιεράρχης και αυτά:
—Μόνο ή ζωή πού συνοδεύεται από χριστιανικούς νόμους και σκοπούς, οΐ όποιοι ωφελούν τον κόσμο, μπορεί να ονομάζεται ζωή. Συνεπώς το σώμα, πάνω στο όποιο συσσωρεύεται ή στάκτή των παθών, καταντά πλέον δίχως άλλο μια φυλακή για τον άνθρωπο, στο σκοτάδι της οποίας επικάθηνται με την μετάνοια οί θείες δωρεές.

68) Έλεγε πάλι ό Μητροπολίτης:
—Αγαπητά μου τέκνα και αδελφοί, εάν ή αληθινή δόξα και ευτυχία υπάρχουν στην αρετή, για να γίνουμε μεγάλοι άνδρες και να βασιλεύσουμε στον κόσμο και στους αιώνας, δεν έχουμε ανάγκη από θρόνους, δεν μας χρειάζονται διαδήματα, δεν έχουμε ανάγκη από σκήπτρα, παρά μόνο πρέπει να εργαζόμεθα την αρετή της ζωής του Κυρίου και να ποθούμε την δικαιοσύνη. Κατόπιν, Όταν ενωθούμε με την ευαγγελική αρετή της αγάπης, θα βαδίζουμε με μια ψυχή και καρδιά στον Οίκο του Κυρίου.

69) Κατόπιν συνέχισε τα εξής:
—Δεν υπάρχει τίποτε, αγαπητοί, μεγαλύτερο, ισχυρότερο, λαμπρότερο και ωφελιμότερο κάτω από τον ήλιο παρά μόνο ή απόκτησης των αρετών. Με πίστη και αρετή και όχι με όπλα και ανθρώπινες δυνάμεις νίκήσαν τίς τρομερές βασιλείες του σκότους οί άγιοι και θεμελίωσαν την Βασιλεία του Ευαγγελίου.
Μετά από 50 χρόνια θυσίας, κακοπαθείας και καρποφόρου αρχιερατικής διακονίας στην Εκκλησία του Χριστού (1792-1842) ό μητροπολίτης Βενιαμίν Κωστάκε αποσύρθηκε στο μοναστήρι Σλάτινα, όπου έζησε ακόμη τέσσερα χρόνια ως απλός μοναχός, μεταφράζοντας συνεχώς ψυχωφελή βιβλία από την αρχαία ελληνική γλώσσα για τον φωτισμό του ορθοδόξου ρουμάνικου λάου.

70) Με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, ό πνευματικός πατήρ της Μολδαβίας πριν από το μακάριο τέλος του διαμοίρασε ότι είχε αποκτήσει με οικονομίες στα μοναστήρια και στους πτωχούς. Απηύθυνε προς όλους τα επόμενα λόγια και τέλος ζήτησε συγχώρηση και ευλογία:
«Κύριε, σε ικετεύω και σε παρακαλώ εξ όλης καρδίας και εξ όλης ψυχής μου, άφες, συγχώρησαν και Ευλόγησον τους χριστιανούς αδελφούς μου πού με μίσησαν και με αδίκησαν, πού έστησαν παγίδες στον δρόμο μου ή διέπραξαν καθετί ορατό ή αόρατο εναντίον μου. Σε τον Ελεήμονα Θεό, παρακαλώ, μη δικάσεις τα έργα των, αλλά να τους συγχώρησης με την ευσπλαχνία Σου, καθώς και εγώ τους συγχώρησα.

71) Όσο για τον ενταφιασμό του ό μεγάλος ιεράρχης έγραψε στην ίδια διαθήκη:
Αναθέτω στον εν πνεύματι υιό μου Μελέτιο όπως, για την αγάπη του Κυρίου, τακτοποίηση την κηδεία μου κατά την εντολή πού του έδωσα, χωρίς αρχιερέα, με απλότητα, χωρίς πομπές και περιττά έξοδα.

Ό Γέρος Γεώργιος Λαζάρ Μοναστήρι Βαράτεκ (1846-1916)

Α) Ή ζωή του

Ό πιστός λαϊκός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ είναι το πρότυπο του αληθινού ρουμάνου προσκυνητού. Ή ενάρετη γενικά ζωή του τον αναδεικνύει ένα μοναδικό φαινόμενο στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας κατά την τελευταία αυτή εκατονταετηρίδα. Ό γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, όπως λέγεται μέχρι σήμερα, γεννήθηκε στην κοινότητα Σουγκάγκ της επαρχίας Αλμπα το έτος 1846. Όταν ήταν 24 ετών, οι γονείς του τον νύμφευσαν και τον άφησαν κληρονόμο της περιουσίας των. Και έζησε με την γυναίκα του περίπου 20 χρόνια, αφού ευλογήθηκε από τον Θεό με πέντε παιδιά. Ζούσε αγία χριστιανική ζωή, με ευσυνειδησία στην εργασία, με προσευχή, με νηστεία και ελεημοσύνη. Ή ενασχόληση του ήταν ή απόκτηση των αρετών.

Το έτος 1884 μετέβη να προσκύνηση τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και παρέμεινε στα μοναστήρια της έρημου του Ιορδανού και του Σινά επί ένα χρόνο. Ύστερα ασκήθηκε επί ενάμισι χρόνο στον Άθωνα και επέστρεψε στην πατρίδα του. Ακόμη έζησε πολλά χρόνια με την οικογένεια του και τακτοποίησε τα παιδιά του, ενώ το έτος 1890 αναχώρησε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια της Μολδαβίας.

Αφού προσκύνησε όλους τους ιερούς Τόπους, εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς. Εκεί κατοίκησε ό γέρο-Γεώργιος Λαζάρ σαν ένας αληθινός ερημίτης στο κωδωνοστάσιο του Μεγάλου Στεφάνου, πού είναι στο μέσο της πόλεως, επί 26 χρόνια δηλ. μέχρι την μακαριά κοίμηση του. Εκεί περνούσε μόνος του με νηστεία και προσευχή, αψηφώντας τίς διάφορες καιρικές συνθήκες.

Έτσι λοιπόν, δοξάζοντας με ευγνωμοσύνη τον Θεό, προεγνώρισε τον θάνατο του και τελειώθη εν ειρήνη στο κελί του, στις 15 Αυγούστου 1916, και ετάφη στο Κοιμητήρι της πόλεως. Το καλοκαιρι του 1934 τα λείψανα του τοποθετήθηκαν στο προαύλιο του μοναστηρίου Βαράτεκ.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας

1) Ό πιστός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ ήταν στην ζωή του ένας άνθρωπος προσευχής. Πάρα πολύ συχνά διάβαζε το ψαλτήρι. Από τη μικρή του ηλικία το έφερνε πάντα μαζί του και μιμούμενος την ζωή των πατέρων της ερήμου διάβαζε πάντοτε τους ψαλμούς, μέχρι πού τους έλεγε όλους από στήθους.

2) Επιθυμώντας πολύ να προσκύνηση τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, την άνοιξη του 1884 έβαλε το Ευαγγέλιο και το ψαλτήρι στο ντορβά του, τακτοποίησε τίς δουλειές του σπιτιού του, πήρε το ραβδί του στο χέρι και αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα. Μέχρι την Κωνστάντσα πήγε με τα πόδια και υστέρα με το πλοίο, ψιθυρίζοντας ακατάπαυστα τους ψαλμούς του Δαβίδ. Τέλος, όταν έφθασε στον Πανάγιο Τάφο, προσευχήθηκε με τόση πίστη και δάκρυα, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό στους πάντας. Και παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα 40 ήμερες.

3) Έλεγαν αργότερα οί μαθηταί του, ότι φλογιζόμενος από τον πόθο να γνωρίσει την άσκηση των μοναχών του Ιορδανού, πήγε να προσκύνηση όλα τα μοναστήρια της ερήμου της Ιουδαίας και της κοιλάδας του Ιορδανού. Πρωτύτερα μετέβη με πολλούς προσκυνητές σ’ ένα φημισμένο ησυχαστή, πού αγωνιζόταν στην σπηλιά του αγίου Ξενοφώντος. Ό ησυχαστής τότε έδινε τροφή σ’ ένα λιοντάρι στην είσοδο της σπηλιάς. Κατόπιν, αφήνοντας ελεύθερο για την έρημο το λιοντάρι, φώναξε με τ’ όνομα του τον γέρο-Γεώργιο, λέγοντας του:
—Αδελφέ Γεώργιε, έλα και μη φοβάσαι. Εύχομαι να έχεις πάντα την πίστη σου προς τον Χριστό και την ακοή σου στα αυτιά του Κυρίου Σαβαώθ. Γνωρίζω την αγάπη σου και τον ζήλο της καρδίας σου, με τον όποιο υπηρετείς τον Κύριο σε όλη την ζωή σου. Λοιπόν, προσκύνησε για ένα διάστημα τα μοναστήρια της Παλαιστίνης με νηστεία και προσευχή και όταν το Άγιο Πνεύμα θα σε πληροφορήσει, έρχεσαι πάλι προς εμένα.

4) Με την ευλογία αυτού του ησυχαστού πέρασε ό γέρο-Γεώργιος στα μοναστήρια της Παλαιστίνης ένα χρόνο. Σε κάθε μοναστήρι παρέμενε επί ένα μήνα. Την ημέρα βοηθούσε στο πότισμα των κήπων και την νύκτα διάβαζε το ψαλτήρι στην εκκλησία και έλεγε την νοερά προσευχή. Κατόπιν αναχωρούσε σ’ άλλο μοναστήρι.
Έτσι ασκήθηκε ό γέροντας στην νηστεία, την προσευχή και την σιωπή, άγνωστος σ’ όλους. Ύστερα επέστρεψε στον καλό του διδάσκαλο τον ησυχαστή.

5) Τον υποδέχθηκε με αγάπη ό ησυχαστής και τον ρώτησε:
—Αδελφέ Γεώργιε, πώς αισθάνεται το πνεύμα σου;
—Καλά, με την ευχή σου, πάτερ.
—Να ξέρης, αδελφέ, ότι εσύ δεν είσαι καλεσμένος να γίνεις καλόγερος, αλλά θα κάνης μια άσκηση δυσκολότερη από ένα μοναχό. Διότι θα ζήσης πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο με προσευχή, νηστεία και πολλή κακοπάθεια. ‘Αλλά θα έχεις αδιάκοπα την μνήμη του Θεού. Ή Χάρις Του θα είναι πάντα μαζί σου και θα νικάς όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων. Περιουσία στον κόσμο να μη απόκτησης. Να τιμάς τους Ιερείς και τους μοναχούς, να συμβουλεύεις τους λαϊκούς, να βοηθάς όσο μπορείς τους πτωχούς, να προσεύχεσαι στην εκκλησία ήμέρα-νύκτα και έτσι θα σωθείς.
—Και πώς θα μπορέσω να εκτελώ όλα αυτά, ενώ είμαι αδύνατος;
—Πήγαινε στην έρημο, οπού δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο να σε ίδή και νήστευε 40 ήμερες. Και για την αδυναμία της φύσεως σου να πάρεις μαζί σου λίγο ψωμί και νερό. ‘Αλλά να έχεις πολλή προσοχή, διότι πολλούς πειρασμούς και διαβολικές φαντασίες θα πάθεις. Όταν με το καλό τελείωσης αυτές τίς ήμερες θα λαβής μεγάλη χάρι από τον Θεό και θα νικήσεις όλες τίς παγίδες του πονηρού διαβόλου.

6) ‘αφού διαπέρασε ό καλός ασκητής τον Ιορδάνη μόνο με το Ευαγγέλιο και το ψαλτήρι στον ντορβά του, νήστευε στην έρημο 40 ημέρες, με προσευχή αδιάλειπτη και με ενίσχυση στο σώμα πότε-πότε με λίγη τροφή. ‘Αλλά αυτές τίς ήμερες έπαθε πολλούς πειρασμούς. Μερικές φορές τον τρόμαζε ό εχθρός με φανταστικά θηρία και φαρμακερά φίδια. Άλλοτε τον ταλαιπωρούσαν με την πείνα, την δίψα, με τον καύσωνα και ιδιαίτερα με τα κουνούπια και με κάθε είδους έντομα. Όμως αυτός με την βοήθεια του Θεού άπ’ όλα αυτά λυτρωνόταν.
Κάποια ημέρα του πέταξε ό εχθρός τον σκούφο πού φορούσε, για να του θόλωση την προσευχή. Τότε αυτός υποσχέθηκε στον Θεό ότι θα ζήση το υπόλοιπο της ζωής του με το κεφάλι ακάλυπτο. Μια άλλη ημέρα του πήρε τίς αρβύλες και τίς εξαφάνισε. Από τότε ό γενναίος αγωνιστής βάδιζε σ’ όλη την ζωή του ξυπόλυτος. Μια άλλη φορά του εμφανίσθηκε ό σατανάς με την μορφή ανθρώπου, του έδειχνε κάτι και του έλεγε:
—Γέρο-Γεώργιε, βλέπεις την αυλακιά αυτή;
—Ναι, την βλέπω, απάντησε ό ασκητής.
—Είναι ευθεία;
—Ναι, είναι ευθεία.
Να! Έτσι είναι και ή πίστης σου προς τον Θεό, του είπε ό εχθρός, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τον ρίξει στο αμάρτημα της υπερηφάνειας.
Άλλα ό γέρο-Γεώργιος σφραγίσθηκε με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, και ό διάβολος έγινε άφαντος από κοντά του.

7) αφού συμπληρώθηκαν 40 ήμερες, ό γέρο-Γεώργιος επήγε πάλι στον ησυχαστή της ερήμου. Τότε ό ερημίτης τον ασπάσθηκε και του είπε:
—Αδελφέ Γεώργιε, επειδή νίκησες τον εχθρό και δεν σε πλάνησε με τίς παγίδες του, Ιδού σου δίνει ό Θεός το χάρισμα της Καθαράς προσευχής και την πνευματική δύναμη στον αγώνα σου. Διότι σε όλη την ζωή σου θα βαδίζεις ξυπόλυτος και χωρίς καπέλο στο κεφάλι, αλλά ούτε από κρύο ούτε από ζέστη ούτε από ασθένεια θα υποφέρεις.
Κατόπιν ό γερο-ασκητής έβαλε μετάνοια στον διδάσκαλο του, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, έλαβε τα Πανάχραντα Μυστήρια και αναχώρησε για το Αγιον Όρος του Αθωνος. Εδώ διέτριψε ακόμη ένα διάστημα, προσκυνώντας όλα τα ιερά σκηνώματα και αναζητώντας οσίους μοναχούς από τα κοινόβια και τίς σπηλιές. Κατόπιν αφού πήρε άπ’ όλους ευλογία, επέστρεψε στην οικογένεια του.

8) Έλεγαν οί μαθηταί του ότι ό γέρο-Γεώργιος δεν έμεινε ,πολύ καιρό στο Σουγκάγκ, στην πατρίδα του. Αφού κανόνισε τίς οικογενειακές του υποχρεώσεις, έφυγε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια και τίς σκήτες. Σκεπασμένος με μια πρόβεια, ξυπόλυτος, χωρίς σκούφο, με το ψαλτήρι στην μασχάλη και το ραβδί στο χέρι, ό καλός προσκυνητής μετέβαινε από χωριό σε χωριό, από μοναστήρι σε μοναστήρι, λέγοντας την καρδιακή ευχή και τους ψαλμούς του Δαβίδ. Την ημέρα οδοιπορούσε ενώ το βράδυ, έμενε σ’ ένα τόπο, κοντά στην εκκλησία του χωριού. Αφού αναπαυόταν μερικές ώρες, έμπαινε στην εκκλησία και προσευχόταν εκεί μόνος του με την νοερά προσευχή μέχρι το πρωί. Κατόπιν αναχωρούσε για πιο πέρα. Έτσι αγωνίσθηκε ό γέρο-Γεώργιος τρία χρόνια, διερχόμενος την Τρανσυλβανία και Μουντένια, προσευχόμενος στις εκκλησίες και τα μοναστήρια ως ένας αληθινός προσκυνητής της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

9) Το έτος 1890 ό γέρο-Γεώργιος πήγε να προσκύνηση και τα μοναστήρια της Μολδαβίας και παρέμεινε λίγο καιρό σε κάθε ένα τόπο. Κατόπιν εγκαταστάθηκε οριστικά στην εκκλησία του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, πού είναι στο χωριό Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς, κτισμένη από τον ηγεμόνα Στέφανο τον Μέγα. Έζησε στο καμπαναριό της εκκλησίας 26 χρόνια με σκληρή άσκηση, ως ένας πραγματικός στυλίτης και ησυχαστής στο κέντρο της κοσμικής κοινωνίας, αγαπώμενος άπ’ όλους και προσευχόμενος για όλους.

10) Ή άσκησης του γέροντα Γεωργίου, κατά τίς μαρτυρίες των μαθητών του άρχιμ. Μήνα και Πρωτοσύγκελου Δαμάσκηνου Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, ήταν ή εξής:
Το πρωί αναχωρούσε με το ραβδί στο χέρι και με το ψαλτήρι στην μασχάλη και πήγαινε σε μερικές οικογένειες πού τον καλούσαν να τους επισκεφθεί, λέγοντας απέξω τους ψαλμούς. Από τα χρήματα πού του έδιναν για ελεημοσύνη, αγόραζε πάρα πολλά ζεστά ψωμιά από τους φούρνους και το απόγευμα, Όταν επέστρεφε, τα μοίραζε στους πτωχούς και ζητιάνους της πόλεως πού τον περίμεναν μπροστά στο καμπαναριό. Σε μερικούς έδινε ψωμί, σε άλλους χρήματα, και δεχόταν όλους τους πιστούς με πολύ αγάπη. Κατόπιν ανέβαινε στο καμπαναριό μόνος του με το ψαλτήρι του. Εκεί ασχολείτο με την προσευχή του Ιησού μέχρι το βράδυ. Μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε λάχανα βραστά και αναπαυόταν.
στις 11 την νύκτα ό γέροντας κατέβαινε από τον πύργο, κλεινόταν μέσα στην εκκλησία και προσευχόταν Εκεί μόνος, άγνωστος άπ’ όλους, μέχρι τα χαράματα. Κατόπιν έβγαινε από την εκκλησία και πήγαινε να εύρη χρήματα για να αγοράση ψωμί για τους πτωχούς.

11) Το ψαλτήρι ήταν το προσφιλέστερο βιβλίο της προσευχής του. Το ήξερε όλο απέξω και το έλεγε τακτικά κάθε ημέρα. Στον δρόμο απήγγειλε τους ψαλμούς με φωνή δυνατή και αργά, λέγοντας:
— Τώρα ν’ αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του πρώτου καθίσματος. αφού τελείωνε, πρόσθετε: Τώρα ας αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του δευτέρου καθίσματος! Έτσι συνέχιζε μέχρι τέλους το ψαλτήρι του. Κατόπιν μοίραζε ελεημοσύνες και ανέβαινε πάλι στον πύργο του.

12) “Έλεγαν οί μαθηταί του γέροντα ότι όλοι οί άνθρωποι της πόλεως και των περιχώρων τον γνώριζαν και ωφελούντο από την αγία ζωή του. Νέοι και γέροντες, πτωχοί και πλούσιοι, όλοι μαζί τον αποκαλούσαν από κοινού «Ό πάππους Γεώργιος». Όταν περνούσε από το χωριό ή τον δρόμο, μερικοί του ασπάζοντο το ψαλτήρι, άλλοι του έδιναν ελεημοσύνη για να προσεύχεται γι’ αυτούς, τα παιδιά σταματούσαν από τα παιγνίδια των, τα ζώα του κάμπου στέκονταν για λίγο λόγω της συρροής του κόσμου, ενώ τα σκυλιά ουδέποτε γάβγιζαν μπροστά του. Πολλοί χριστιανοί τον ξεπροβοδούσαν, πηγαίνοντας με ευλάβεια πίσω του και ακούγοντας τους ψαλμούς πού έψαλλε.

13) Έλεγαν οί μαθηταί του γέροντα ότι ή κατανυκτικότερη προσευχή του ήταν ή νυκτερινή, την οποία έκανε στην εκκλησία επί 30 χρόνια. Την ταξί αυτή την διατήρησε οπουδήποτε πήγαινε με πολλή ευλάβεια. Ήταν πύρινη ή προσευχή του και την επιτελούσε μυστικά χωρίς να το γνωρίζει ό κόσμος.

14) Ό μαθητής του, ό πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, έλεγε τα εξής:
Επειδή καταγόμουν από το ίδιο χωριό με τον γέρο-Γεώργιο, ερχόταν αυτός συχνά στο σπίτι μας. Μια ημέρα, τότε πού ήμουν 15 ετών, είπε ό γέροντας στον πατέρα μου:
— Αγαπητέ, άφησε το παιδί να προσεύχεται στην εκκλησία μαζί μου.
—Το αφήνω, γέροντα Γεώργιε. Και πηγαίνουμε μαζί στην ηγεμονική εκκλησία του αγίου Ιωάννου.
Την νύκτα στις 11 άνοιγε την εκκλησία και εμείς την κλειδώναμε από μέσα. Έμενα μ’ έστελνε στο αναλόγιο να διαβάζω το Ωρολόγιο, ενώ αυτός έμενε στον νάρθηκα. Στεκόταν εκεί ακίνητος, ξυπόλυτος στο πέτρινο δάπεδο, με τα χέρια υψωμένα και προσευχόταν επί δύο ώρες. Εγώ κοίταζα κρυφά να ιδώ πώς προσευχόταν, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ύστερα έλεγε δυνατά μερικά καθίσματα του ψαλτηρίου, κατόπιν άφηνε το ψαλτήρι και σε κάθε άγιο του Ωρολογίου, έλεγε’ αυτή την σύντομη προσευχή:
—Άγιε οσιότατε πάτερ… πρέσβευε τω θεώ, όπερ εμού του αμαρτωλού.
Στην συνέχεια άρχισε να μνημονεύει τους ανθρώπους πού του έδωσαν ελεημοσύνες την προηγούμενη ημέρα, χωρίς να λησμονεί κανέναν, δεδομένου ότι τους μνημόνευε απέξω. Για κάθε ένα όνομα έκανε μια μετάνοια και έλεγε αυτή την προσευχή:
—Παναγία Τριάς, ελέησον τον τάδε, πού ελέησε εμένα τον αμαρτωλό!
Κατόπιν έβαζε την πρόβεια, το ψαλτήρι και το ραβδί του στο αναλόγιο κοντά και άρχιζε να κάνη μετάνοιες με την ευχή του Ιησού περισσότερο από μια ώρα. Και όταν πλησίαζε να φωτίση ή ημέρα, ερχόταν κοντά μου και μου έλεγε:
—Τώρα άιντε να πηγαίνουμε, αγαπητέ!

15) Τον χειμώνα το χιόνι και οί παγετοί του έλειωναν τα γυμνά πόδια του ενώ το καλοκαιρι υπέφερε από την τρομερή ζέστη. Και όμως ό γερο-Γεώργιος, καθώς έλεγαν οί πατέρες, δεν αρρώστησε ποτέ, διότι ή Χάρις του Κυρίου ήταν πάντοτε μαζί του.

16) Όταν ήταν στην Τρανσυλβανία, ανέβηκε τον χειμώνα στα Καρπάθια όρη, στην σκήτη Ίλαμομιτσιοάρα. Όταν είδε ότι ή εκκλησία δεν είχε θερμάστρα, είπε στον ηγούμενο:
—Πώς μένετε στην εκκλησία χωρίς φωτιά; —Δεν έχουμε χρήματα να αγοράσουμε σόμπα, απάντησε ό ηγούμενος, θαυμάζοντας την άσκηση του. Τότε αμέσως ό γέρο-Γεώργιος αγόρασε μια σόμπα, εσωτερικά χτισμένη , με πηλό, από την Σινάια και την επήγε στην σκήτη.

17) Σαν πέρασε κάποτε από ένα χωριό σε καιρό χειμώνας, τον . είδαν οί άνθρωποι ξυπόλυτο και του είπαν:
Γέρο-Γεώργιε, θέλεις να σου αγοράσουμε εμείς ένα ζευγάρι
τσαρούχια;
—Αφήστε, αγαπητοί, απάντησε ό γέροντας, διότι τα πόδια μου είναι πολύ ζεστά σαν τα δικά σας.

18) Σε κάθε μοναστήρι πού επισκεπτόταν, έμενε μια εβδομάδα, κρατώντας το ιερό τυπικό του απαράλλακτο και ασχολούμενος πνευματικές συνομιλίες με οσίους πατέρας. Τα προσφιλέστερα μοναστήρια πού μετέβαινε ήταν: Ή Μπιστρίτσα, το Νεάμτς, ή Συχάστρια, ή Σύχλα, ή Άγαπία, το Βατάτεκ και το Νεκίτ.

19) Ή φήμη της ασκήσεως του είχε φθάσει μέχρι το άλλο μέρος των συνόρων της Μολδαβίας. Για αυτό έρχονταν πολλοί να του ζητήσουν ωφέλιμες συμβουλές, άλλοι να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί για αυτούς και άλλοι του ζητούσαν ελεημοσύνη. Και ό γέροντας, πράος στο πρόσωπο, γλυκύς στην φωνή, σοφός στα λόγια και ταπεινός στην καρδιά όλους τους ανάπαυε και τους οικοδομούσε πνευματικά.

20) Έρχονταν ακόμη στον γέρο-Γεώργιο νέοι από την Τρανσυλβανία και Μολδαβία πού επιθυμούσαν να υπηρετήσουν τον Χριστό. Και αυτός, προικισμένος με το προορατικό χάρισμα, μερικούς τους έστελνε στα μοναστήρια της Μολδαβίας ή στο Αγιον Όρος, ενώ άλλους τους έστελνε στα σπίτια των. Τους περισσοτέρους από
τους μαθητάς του τους είχε στο μοναστήρι Νεάμτς, ενώ από τίς μοναχές στα μοναστήρια Άγαπία και Βαράτεκ. Και όλα τα πνευματικά του παιδιά έγιναν αγιασμένοι μοναχοί.

21) Κάποτε τον ερώτησε ένας νέος από το Ζάρνεστ:
—Γέρο-Γεώργιε, θέλω να γίνω μοναχός. Σε ποιο μοναστήρι να πάω;
—Άκουσε, αγαπητέ, εάν θέλεις να σωθείς, πήγαινε εκεί όπου υπάρχουν πολλοί πειρασμοί.

22) Μια άλλη φορά, τον ερώτησε ό μαθητής του Δημήτριος Τροφίν από το Πιάτρα-Νεάμτς:
—Γέρο-Γεώργιε, αποφάσισα να πάω στο Αγιον Όρος. τι συμβουλή μου δίνεις;
—Αγαπητέ, μην πηγαίνεις στο ΑγιονΟρος. Μπορείς να είσαι και εδώ καλός μοναχός. Πήγαινε στην σκήτη Συχάστρια. Εκεί είναι ένας ενάρετος ηγούμενος και οί αδελφοί κάνουν μεγάλους πνευματικούς αγώνας. Τον άκουσε ό μαθητής και αξιώθηκε αργότερα να γίνη περίφημος Πνευματικός.

23) Άλλοι δύο μαθηταί του γέροντα, ονόματι Ιωάννης και Κων/νος Παβαλούκα, πού ήταν έργάται από την κοινότητα Μπρέτσκου, τον ερώτησαν:
—Γέρο-Γεώργιε, θέλουμε να γίνουμε και οί δύο μοναχοί. Δωρίζουμε στα μοναστήρια και την περιουσία μας πού αποτελείται από 500 πρόβατα. Σε ποιο μοναστήρι να πάμε—Αγαπητοί, πηγαίνετε στο μοναστήρι Νεάμτς. Εκεί θα βρείτε την σωτηρία σας.

24-25) Μερικές φορές αποσυρόταν στο μοναστήρι Συχάστρια, όπου ηγούμενος ήταν ένας από τους μαθητάς του, ο πρωτοσύγκελος Ιωαννίκιος Μορόί. Την νύκτα προσευχόταν κατά την συνήθεια του στην εκκλησία, ενώ την ημέρα προσευχόταν και διάβαζε το ψαλτήρι σ’ ένα απόκρυφο τόπο στο βουνό Τατσιούνε.

26) Κάποτε ανέβηκε ό γέρο-Γεώργιος στην σκήτη Σύχλα με πολλούς πατέρας από την Συχάστρια. Ό γέροντας πήγαινε μπροστά, λέγοντας μυστικά την νοερά προσευχή. Ξαφνικά σκόνταψε και κόντεψε να πέση κάτω. Τότε στράφηκε προς τους πατέρας και τους είπε:
—Βλέπετε τι μου συνέβη; Λίγο μόνο άφησα την προσευχή και ή Χάρις του Θεού αμέσως με άφησε. Κατέβηκα με την σκέψη μου εδώ κάτω στα γήίνα και κινδύνευσα να πέσω. Γι’ αυτό ό νους πρέπει να είναι πάντοτε υψηλά στον Θεό.

27) Για την θαυμαστή εργασία της προσευχής δεν έλεγε τίποτε σε κανέναν. Μόνο στην μεγαλύτερη κόρη του, την Άννα, δίδαξε την νοερά προσευχή, όταν ζούσε με την οικογένεια του. Γι’ αύτη την ευχή έλεγε ή κόρη του:
—Επαναλάμβανα πάντοτε την προσευχή «Κύριε Ιησού…» όπως με είχε διδάξει ο πατέρας μου αλλά δεν μπορούσα να την λέγω με προσοχή. Ό νους μου διασκορπιζόταν πάντοτε, αλλά δεν προσευχόμουν όλη την ημέρα. Γι’ αυτό ήμουν λυπημένη και παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει το δώρο της προσευχής. Κάποτε, περνώντας δίπλα από μια τρωίτσα προσκύνησα μπροστά της με πολλή πίστη. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι μια δύναμις μπήκε μέσα στην καρδιά μου. ‘Από τότε ό νους μου κατέβηκε στην καρδιά και προσεύχομαι πάντοτε με ανέκφραστη χαρά και θερμότητα.

28) Έλεγαν οί μαθηταί του γέροντα Γεωργίου, ότι κάποτε, όταν προσευχόταν κατά την συνήθεια του μέσα στην εκκλησία, του εμφανίσθηκε ό σατανάς μπροστά του και τον ερώτησε με οργή:
—τι κάνεις εσύ εδώ;
—Προσεύχομαι στον Θεό, απάντησε ό γέροντας ατάραχος. Καλά κάνεις, απάντησε ό εχθρός και εξαφανίσθηκε

29) Μια άλλη φορά έλεγε ο γέροντας στους μαθητάς του:
—Κάποια Κυριακή, Όταν γύριζα από την εκκλησία, είδα στην ταβέρνα του χωρίου πολλούς ανθρώπους να πίνουν και μεταξύ αυτών πολλούς διαβόλους, τους οποίους είχα ίδή και άλλη φορά σε διαφορετικό μέρος.

30) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι, εάν του έδιναν καμιά ελεημοσύνη περισσότερη από ένα λέϊ, δεν ήθελε να την πάρη και με πραότητα τους έλεγε:
—Αγαπητοί, δώστε τα στους πτωχούς, διότι έτσι μας διέταξε ό Θεός.

31) Κάποτε ήλθε σ’ αυτόν μια χήρα γυναίκα, και του είπε κλαίγοντας:
—Γέρο-Γεώργιε, είμαι μία χήρα γυναίκα, έχω πέντε παιδιά στο σχολείο και δεν έχω ούτε ένα λέϊ.
—Πόσα έχεις ανάγκη; Την ρώτησε ό γέροντας.
—Μου χρειάζονται εκατό λέϊ (400 δρχ.).
Τότε αυτός της έδωσε όλα οσα είχε πάρει ελεημοσύνη από τους ανθρώπους εκείνη την ημέρα.

32) Έλεγαν οί γέροντες συμπατριώτες του, ότι τον χειμώνα, ο οποιαδήποτε παγωνιά και να είχε, ό γερο-Γεώργιος βάδιζε αργά στον δρόμο με τους χιονοστρόβιλους και τίς χιονοστιβάδες απαγγέλλοντας το ψαλτήρι απέξω. Όταν περνούσε δίπλα από αρτοποιεία, έμπαινε μέσα και πλησίαζε τα πόδια του στην φωτιά για να λιώσει Ο πάγος από τα δάκτυλα του. Και κατόπιν αναχωρούσε προσευχόμενος.

33) Κάπου-κάπου τον ρωτούσαν οί μαθηταί του:
—Πότε θα πεθάνεις, γέρο-Γεώργιε;
—Αγαπητοί, εσείς γνωρίζετε πότε; Όταν θα γίνη αναταραχή στον κόσμο, θα είναι μεγάλη εορτή και θα κτυπούν όλες οί καμπάνες της χώρας, τότε θα πεθάνω.

34) στις 15 Αυγούστου 1916, τότε πού εορτάζουμε την κοίμηση της Θεοτόκου, την ώρα πού ό καμπανάρης της ηγεμονικής εκκλησίας του αγίου Ιωάννου στο χωριό Πιάτρα-Νεάμτς ανέβαινε στο καμπαναριό να κτυπήσει τίς καμπάνες για την γενική επιστρατεύσει, ό γέρο-Γεώργιος Λαζάρ ήταν κατάκοιτος στο κελί του με το ψαλτήρι δίπλα του. Εκείνη λοιπόν την στιγμή ό ευλαβέστατος προσκυνητής Γεώργιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Ιησού Χριστου.
Συνοδευόμενος από χιλιάδες πιστούς, ενταφιάσθηκε στο Κοιμητήριο της πόλεως, ντυμένος με την πρόβεια του, με το ψαλτήρι και το ραβδί δίπλα του.

35) Ή μετακομιδή των λειψάνων του από το Πιάτρα στο Βαράτεκ έγινε ως εξής:
Το έτος 1934 ό πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Τροφίν, μαθητής του, όντας στάρετς του μοναστηρίου Ρίσκα της επαρχίας Σουτσεάβας, ήθελε να πάει τα λείψανα του γέρου-Γεωργίου στο Ρίσκα. Ως εκ τούτου, αφού τα τοποθέτησε σ’ ένα κιβώτιο, τα έβαλε επάνω στην καρότσα και ξεκίνησε για το χωριό Τίργκου περιοχής Νεάμτς. Στο δρόμο πού οδηγεί προς το Βαράτεκ, τα άλογα σταμάτησαν και δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να πάνε πιο πέρα. Μάταια προσπαθούσε ό πατήρ Δαμασκηνός για να ξεκινήσουν άπ’ εκείνο τον τόπο. Ξαφνικά τα αλόγα ξεκίνησαν μόνα των τρέχοντας προς το Βαράτεκ και δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν έφθασαν έξω από το μοναστήρι.
Τότε αντιλήφθηκε ό στάρετς ότι αυτό ήταν το θέλημα του μακαριστού γέροντος Γεωργίου. Του διάβασε λοιπόν επιμνημόσυνο δέηση με όλη την συνοδεία των μοναζουσών και τοποθέτησε τα λείψανα του σε μια τάφρο κάτω από το Ιερό Βήμα, όπου ευρίσκονται μέχρι σήμερα.
«Μακάριους εξελέξω και προσελάβου, Κύριε». Ένα άλλο γεγονός το όποιο πληροφορηθήκαμε από τον Ιερομόναχο π. Πετρώνιο Προδρομίτη εκ της Ρουμανικής Σκήτης Αγίου Όρους για τον προσκυνητή γέρο-Γεώργιο Λαζάρ είναι το εξής:
Κάποια φορά ό λαϊκός προσκυνητής Γεώργιος Λαζάρ μπήκε στο τραίνο από το χωριό Πιάτρα-Νεάμτς.

Τον πλησίασε ό εισπράκτορας και του ζήτησε χρήματα για εισιτήριο. Εκείνος είπε ότι δεν έχει χρήματα. «Στην επόμενη στάση θα κατεβείς», του είπε ό εισπράκτορας. Πράγματι, κατέβηκε ο γερο-Γεώργιος, αλλά το τραίνο δεν ξεκινούσε. Τότε τον ανέβασαν πάλι επάνω και χωρίς καμία ενέργεια του μηχανοδηγού το τραίνο συνέχισε την πορεία του

Ο Άγιος Ιεράρχης Καλλίνικος, από την Τσερνίκα (1787-1868)

Α) Ή ζωή του

Ό άγιος Ιεράρχης Καλλίνικος από την Τσερνίκα γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1787 στο Βουκουρέστι κοντά στην εκκλησία του αγίου Βησσαρίωνος. Κατά το άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος.

Οι γονείς του ονομάζονταν Αντώνιος και Άνθη και ήταν πολύ ευσεβείς. Ό μεγαλύτερος κα­τά την ηλικία από τα παιδιά των ήταν ιερεύς έγγαμος. Αργότερα μπήκε στη μοναχική ζωή και εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Ομοίως και ή μητέρα του αγίου Καλλινίκου, ή μακάρια Άνθη, αφού μεγάλωσε τα παιδιά της, αναχώρησε για το μοναστήρι Πασάρεα, όπου έλαβε το μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Φιλοθέη μεγαλόσχημη.

Ό νεαρός Κωνσταντίνος, ό μικρότερος μεταξύ των παιδιών, έ­λαβε από μικρός μία σπάνια θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Σπούδασε στο Βουκουρέστι, στα σχολεία πού λειτουργούσαν εκείνο τον καιρό, δίπλα στην εκκλησία. Το έτος 1807 εισήλθε στην μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Τσερνίκα. Μπήκε στην υπακοή του οσίου στάρετς αρχιμανδρίτου Τιμοθέου. στις 12 Νοεμβρίου 1808 έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Καλλίνικος. στις 3 Δεκεμβρίου 1808 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος. στις 13 Φεβρουαρίου 1813 χειροτονήθηκε Ιερομόναχος, ενώ στις 20 Σεπτεμβρίου 1815 χειροθετήθηκε Πνευματικός από τον ίδιο Μητροπολίτη της Ρουμανικής χώρας Νεκτάρι Ανέλαβε επίσης και το διακόνημα του εκκλησιαστικού στο Μοναστήρι Τσερνίκα. Το καλοκαίρι του έτους 1812 ταξίδευσε στην Μολδαβία μαζί με τον Πνευματικό του ιερομόναχο μεγαλόσχημο Ποιμένα ως συνοδό του, ενώ το έτος 1817 μετέβη στο Άγιο Όρος. στις 14 Δεκεμβρίου 1818 ό όσιος Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος στο μοναστήρι Τσερνίκα. Δεν ήταν τότε παραπάνω από 31 ετών. Για την ταπεινή ζωή του και την καλή διακυβέρνηση της μονής, στις 9 Απριλίου 1820 χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης και διηύθυνε το μοναστήρι Τσερνίκα επί 32 χρόνια, δημιουργώντας μια εκλεκτή μοναχι­κή αδελφότητα.

στις 14 Σεπτεμβρίου 1850 εξελέγη επίσκοπος στην επαρχία Ρίμνικ του Νέου Σεβήρου, την οποίαν ποίμανε επί 17 χρόνια. στις 24 Μαΐου 1867 αποσύρθηκε από τον θρόνο για το μοναστήρι της μετα­νοίας του, ενώ στις 11 Απριλίου 1868 απεδήμησε για τους ουράνιους θαλάμους.

Ή αγιοποιήσεις του αγίου ιεράρχου Καλλινίκου έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1955, ενώ ή πανηγυρική μνήμη του τελείται στις 11 Απριλίου.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας

1) Ό όσιος Καλλίνικος, όταν ακόμη ήταν νέος μοναχός στο μοναστήρι Τσερνίκα, νήστευε πάρα πολύ, ό ίδιος καθόριζε τον κα­θημερινό κανόνα και τίς πνευματικές του ασκήσεις με πολλή επιμέ­λεια και αγωνιζόταν κατά του ύπνου. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες την νύκτα. Δεν αναπαυόταν σε κρεβάτι, αλλά σ’ ένα σκαμνί σε μια γω­νιά του κελιού του, σύμφωνα με τίς μαρτυρίες του γέροντος Χαρίτωνος, ενώ την ημέρα εργαζόταν με τους πατέρας στις πιο δύσκο­λες υπηρεσίες της μονής.

2) Μετά την αναχώρηση του πνευματικού του πατρός Ποιμένος στο Αγιον Όρος, ό όσιος Καλλίνικος επήρε μια πολύ σκληρή απόφαση: να μην τρώγει μαγειρευμένα φαγητά όλη την εβδομάδα, παρά μόνο ψωμί και νερό μετά την δύσι του ηλίου, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή να πηγαίνει στην τράπεζα μαζί με τους πατέρας και να τρώγει με εγκράτεια.

3) Μαρτυρούν οί πατέρες πού γνώρισαν τον άγιο Καλλίνικο ότι το πρόσωπο του ήταν πάντοτε χλωμό από την πολλή νηστεία, οι κόγχες των ματιών του βαθουλωτές από τίς πολλές αγρυπνίες και τα πολλά δάκρυα. Είχε βέβαια αξιωθεί από τον Θεό του δώρου των δακρύων στην αγία προσευχή του.

4) Το έτος 1813, επειδή πέθαναν από την αρρώστια της πανούκλας πολλοί ιερείς και μοναχοί του μοναστηρίου Τσερνίκα, ό στάρετς Τιμόθεος επέμενε συνεχώς να κάνη ιερέα τον ταπεινό ιεροδιά­κονο Καλλίνικο. Αλλά αυτός παραιτήθηκε από ένα τόσο μεγάλο α­ξίωμα σαν αυτό, θεωρώντας τον εαυτό του τελείως ανάξιο. Μα ως καλός υποτακτικός άφησε τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού και έλαβε το αξίωμα της αγίας Ιεροσύνης, ιερουργώντας τα άγια σ’ όλη την ζωή του με δάκρυα και με πολλή ευλάβεια.

5) Μετά την αποδοχή του χαρίσματος της Ιεροσύνης ό άγιος Καλλίνικος άρχισε ν’ αγωνίζεται περισσότερο και να υπηρέτη με ε­πιμέλεια όλους. Ήταν γεμάτος από ιερή αγάπη προς όλους κατά το λόγιο: «Εάν θέλεις να σ’ αγαπούν όλοι, αγάπησε τους και συ όλους». Όταν έβλεπε κάποιον να στενοχωρείται, θλιβόταν και αυτός μαζί του. Παρακουλουθούσε τους ασθενείς και με όλες του τίς δυνάμεις τους ανακούφιζε. Τους πτωχούς πάντοτε ελεούσε. Γενικά όλους τους αγαπούσε σαν ένας πνευματικός πατήρ και πνευματικός ποιμήν.

6) Ό άγιος Καλλίνικος όσο ταπεινώθηκε τόσο και πιο τιμητικά υψώθηκε με το χάρισμα της αγάπης προς όλους. Ταπεινώθηκε υπέρμετρα απέναντι σε όλους, κατά τον λόγο του Κυρίου:
«Αυτός πού θέλει να είναι ανάμεσα σας πρώτος, ας είναι άπ’ όλους σας ό έσχατος» (Ματθ. 20, 26).

7) Όταν ο όσιος Καλλίνικος έγινε Πνευματικός στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίασε με αγάπη όλους τους πατέρας και αδελφούς της αδελφότητας. Εκείνοι πάλι εξομολογούντο στην αγιοσύνη του, διότι όλοι κατακτήθηκαν από τους αγώνας του και σ’ αυτόν εύρι­σκαν καταφύγιο και παρηγοριά στις στενοχώριες των. ‘Ήταν τόσο έμπειρος Πνευματικός, ώστε έρχονταν να εξομολογηθούν όχι μόνο μοναχοί, αλλά και πολλοί από τον έξω κόσμο, ακόμη και ό Μητρο­πολίτης.

8) Ό μακάριος πατήρ Καλλίνικος, όταν καμιά φορά δυσφημίζετο από κάποιον, του μιλούσε με καλοσύνη και ανεξικακία. Εκείνον πού τον αδικούσε, αμέσως ό ίδιος τον ελεούσε και τον βοη­θούσε με κάθε τρόπο. Ακόμη και σ’ αυτό το κελί του δεν ευρίσκετο τίποτε άλλο παρά μόνο μια στάμνα με νερό.

9) Έλεγαν οί πατέρες ότι το κελί του οσίου ήταν τόσο ησυχαστικό, ώστε κανείς από τους μαθητάς του, δεν αντιλαμβανόταν τι έκανε μέσα, πότε δηλαδή αναπαυόταν και πότε προσευχόταν.

10) Κατά μαρτυρίας των περισσοτέρων Πνευματικών της εποχής του, ό όσιος Καλλίνικος έκανε το 24ωρο 2000 προσκυνητές μετάνοιες και 300 μεγάλες (εδαφιαίες), καθώς και τον καθορισμένο κανόνα πού γίνεται στο κελί από κάθε μοναχό.

11) Οί ίδιοι οι Πνευματικοί του μοναστηρίου Τσερνίκας επεβεβαίωναν ότι ό άγιος Καλλίνικος από τα νεανικά του ακόμη χρόνια είχε λάβει το δώρο της αδιάλειπτου προσευχής, με την οποία είχε γί­νει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και σκεύος των αρετών.

12) Την άνοιξη του έτους 1817 ό όσιος Καλλίνικος μαζί με τον Πνευματικό Ιγνάτιο και με ένα άλλο μοναχό απεφάσισαν από κοινού να νηστεύουν τελείως ολόκληρη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Άγιο Πάσχα. Πήραν λοιπόν την ευλογία από τον ηγούμενο της μονής Δωρόθεο και άρχισαν αύτη την σκληρή και δυσκολοκατόρθωτη άσκηση. Άλλα από έλλειψη διακρίσεως ό σατανάς τους προξένησε ένα μεγάλο πειρασμό. Ό μοναχός δεν μπορούσε να νηστεύση καθόλου. Ό ίερομ. μεγαλόσχημος Ιγνάτιος νήστευσε μερικές εβδομάδες, κατόπιν αδυνάτισε πολύ, αρρώστησε και με πολλή
δυσκολία έγινε καλά. Ό όσιος Καλλίνικος όμως νήστευσε τελείως μέχρι την Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, οπότε έφαγε μισό παξιμάδι. Μα επειδή ήθελε να συμπλήρωση τίς σαράντα ήμερες της νη­στείας, όπως ακριβώς ό Σωτήρ και οί άγιοι του παλαιού καιρού, αρρώστησε από μια τρομερή ζαλάδα του κεφαλιού και αδυνάτισε στο σώμα, ώστε δεν ανεγνώριζε κανένα μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
Ως εκ τούτου ό στάρετς Δωρόθεος ήταν πολύ στενοχωρημένος, νο­μίζοντας ότι πλέον ό όσιος Καλλίνικος δεν θα γλιτώσει την ζωή του.

13) Μα με την χάρι του Θεού ό όσιος Καλλίνικος επανήλθε στις αι­σθήσεις του, πράγμα το όποιο προξένησε μεγάλη χαρά στον ηγού­μενο και σ’ όλή την συνοδεία. Από εκείνη την ώρα ό πατήρ Δωρόθεος αποφάσισε να κράτη σ’ όλή τη ζωή του την βασιλική οδό. Δη­λαδή να μη αποχωρίζεται κανείς από την αδελφότητα την ώρα του φαγητού στην τράπεζα. Έτσι λοιπόν έκανε υπακοή ό πατήρ Καλλί­νικος, έτρωγε καθημερινώς με τους αδελφούς το φαγητό, χωρίς πλέον να έχή κανένα φαγητό στο κελί του και να τα τρώγει χωρίς ευλογία. Παρ’ όλα αυτά νήστευσε σαράντα ήμερες ό όσιος, αφού παρέμεινε όμως ένας μόνιμος πονοκέφαλος πού κράτησε ως το τέ­λος της ζωής του Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, ό άγιος Καλλίνικος δεν έτρω­γε ψωμί καθόλου επί σαράντα ήμερες, ούτε μαγειρευμένο φαγητό.
Μόνο το βράδυ μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε μια φέτα πεπόνι και ωμά φρούτα για να ενίσχυση την σωματική του αδυναμία και για να μη παραβαίνει την εντολή του Γέροντα του.

14) Ό μαθητής του, αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Μπαλτοβίν, έλεγε ότι σ’ όλή την ζωή του ό όσιος δεν ξάπλωσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι, αλλά κοιμόταν λίγες ώρες σ’ ένα σκαμνί και σκεπαζόταν και θερμαινόταν μ’ ένα φαρδύ σκέπασμα από δέρμα. Ήταν σαν αληθινός φρουρός, έτοιμος για οποιαδήποτε μάχη, άγρυπνος εναντίον των αοράτων έχθρων πού δοκίμαζαν να τον πειράξουν είτε στο σώμα είτε στις σκέψεις.

15) Ό ίδιος ο πολυαγάπητος μαθητής του αγίου Καλλινίκου έλεγε ότι ό δάσκαλος του ήταν τόσο πράος και ταπεινός στην καρ­διά, ώστε καθένας νόμιζε το πρόσωπο του αγγελικό και όχι ανθρώπινο. Γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν, τον είχαν σαν αληθινό άγιο, τόσο μοναχοί και λαϊκοί, όσο και επίσκοποι και άρ­χοντες της χώρας.

16) Αφού εξελέγη ηγούμενος ό όσιος παρά την θέληση του, όχι μόνο με τη ζωή του, αλλά και με τίς σοφές πνευματικές συμβουλές του διόρθωνε τους αμελείς και ταραχοποιούς μοναχούς του μοναστηριού, και πολλούς καθοδηγούσε στην απλανή οδό. όμως τους σκανδαλοποιούς και παρήκόους τους απεμάκρυνε από την αδελφό­ητα, κατά την εντολή του αποστόλου, για να μη βλάπτουν και τους άλλους.

17) Ό άγιος Καλλίνικος θεωρούσε ότι ή υπακοή είναι ή μεγαλύ­τερη αρετή για τους μοναχούς και το θεμέλιο της μοναχικής ζωής.
Δίδασκε ως εξής τα πνευματικά του παιδιά: «Την κοινοβιακή ζωή πού έχει την αγία υπακοή, την θεμελίωσε ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με το παράδειγμα του επιγείου βίου του».

18) Έλεγαν οι πατέρες και τούτο, ότι ό μεγάλος στάρετς δεν ε­πέτρεπε καθόλου την συκοφαντία στους μοναχούς, καθόσον το θεωρούσε θάνατο της ψυχής. Συμβούλευε τους μαθητάς του αντί να πιάνουν άσκοπες συζητήσεις, να εξασκούνται στην αδιάκοπη σιωπή και στην καρδιακή προσευχή.

19) Οι ίδιοι οί πατέρες έλεγαν ότι ό όσιος ξεπλήρωνε κατά τέ­λειο τρόπο τα καθήκοντα του ηγουμένου με μεγάλο ζήλο, με φόβο Θεού, έχοντας ύπ’ όψιν του ότι το βαρύτερο και δυσκολότερο έργο είναι ή τέχνη διακυβερνήσεως των ψυχών στην οδό της σωτηρίας.

20) Μερικές φορές έλεγε προς τους μαθητάς του:

—Ό ηγούμενος είναι καρδιά όλων των καρδιών. Τίς παρακο­λουθεί, τίς συμβουλεύει, τίς παρηγορεί. Αυτός είναι ή οδός προς την τελειότητα σε όλες τίς ευσεβείς ψυχές πού είναι τριγύρω του.

21) Ό όσιος συνήθιζε συχνά να ψαρεύει στη λίμνη πού είναι πλησίον του μοναστηρίου. Τα ψάρια πού έπιανε τα έδινε στην αδελφό­τητα για την τροφή των πατέρων. Κάποια ημέρα ένας νέος μοναχός καθάριζε μια μικρή μαρίδα από τα λέπια, και άρχισε να γκρινιάζει, να κτυπά το ψάρι με το μαχαίρι, και να λέει: «Να! Να! γιατί δεν έφερες τον πατέρα σου, την μητέρα σου, τον πάππου σου, τους προγό­νους σου πού έχουν λέπια μεγαλύτερα, για να μη στενοχωριέμαι τό­σο!». Ύστερα πάλι ό ίδιος απάντησε: «Ήλθα και με πατέρα και με μητέρα και με πάππου και με προγόνους, αλλά τους έπιασαν οι πνευματικοί πατέρες της Γεροντίας και ό ηγούμενος». Άλλα τα λό­για έφθασαν στ’ αυτιά του οσίου στάρετς Καλλινίκου. Αμέσως Ο στάρετς κατάλαβε τους λογισμούς του και για να εξάλειψη οποιαδήποτε αιτία σκανδάλου στο μοναστήρι, είπε: Από τώρα και στο έ­ξης δεν θα βάλω πλέον ψάρι στο στόμα μου! Και πράγματι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έφαγε ουδέποτε ψάρι, φυλάγοντας μ’ ευλάβεια την υπόσχεση πού έδωσε στο Θεό. Τρεφόταν μόνο με χορταρι­κά και αυτά μια φορά την ημέρα με πολλή εγκράτεια.

22) Την περίοδο της εθνικής εξεγέρσεως του έτους 1821 πολλοί κάτοικοι από το Βουκουρέστι κατέφυγαν στο μοναστήρι της Τσερνίκας. Τότε ό καλός στάρετς τους φιλοξένησε όλους στο νησί της λίμνης του αγίου Νικολάου, στα κελιά των μοναχών, ενώ τους μο­ναχούς τους μετέφερε στο νησί του Αγίου Γεωργίου. στις δύσκολες αυτές για την πατρίδα ήμερες, πολλή ανακούφιση βρήκαν οί κάτοικοι της πρωτευούσης από τον άγιο Καλλίνικο. Διότι τους ενίσχυσε ηθικά, τους παρηγόρησε και τους τροφοδότησε τελείως δωρεάν από τα τρόφιμα του μοναστηρίου.

23) Την άνοιξη του ιδίου έτους, σαν έμαθαν οί Τούρκοι ότι πλή­θος λαϊκών είναι συγκεντρωμένοι στη λίμνη της Τσερνίκας, νόμιζαν ότι βρίσκονται ανάμεσα τους επαναστάτες και γι’ αυτό περιεκύκλωσαν το μοναστήρι με κανόνια, έτοιμοι να το καταστρέψουν, ε­νώ οί άλλοι ευρίσκονταν στα νησιά για να τους σκοτώσουν με τα σπαθιά. Τότε ό άγιος Καλλίνικος συγκέντρωσε όλο τον λαό και τους μοναχούς στην εκκλησία, τους απηύθυνε λόγια ενθαρρυντικά και έκαναν όλοι μαζί ολονύκτια αγρυπνία. Κατά την δεύτερη ήμερα απέ­στειλε ένα μοναχό με αναφορά παραπόνων στον αρχηγό των Τούρκων πού ήταν στο στρατόπεδο. Και έτσι με την ευχή του αγίου Καλ­λινίκου, με τα δάκρυα του λάου και με την μεσιτεία του αγίου Νικο­λάου καταπραΰνθηκαν οί Τούρκοι και γλίτωσαν όλοι από τον θά­νατο.

24) Όταν τελείωσαν οί τροφές του μοναστηρίου Τσερνίκας, μοναχοί και λαϊκοί μαστίζονταν από φοβερή πείνα. Τότε γονάτισε Ο άγιος Καλλίνικος, προσευχήθηκε με πολλά δάκρυα ενώπιον της ει­κόνος της Θεομήτορος και του αγίου Νικολάου και ζήτησε βοήθεια. Αμέσως εισακούσθηκε. Όταν σηκώθηκε ό μεγάλος στάρετς από την προσευχή, έφθασαν στην πόρτα του μοναστηριού πέντε άτομα πού τραβούσαν ανά δύο βόδια με κάρα φορτωμένα παξιμάδι σταλ­μένο από τον πασά, τον αρχηγό των τούρκων του κοντινού στρατο­πέδου.

25) Επίσης το έτος 1821 ένας άλλος πασάς πού ό ίδιος είχε στρατόπεδο στο χωριό Παντελεήμων, έκλεψε μια μοναχή από το μοναστήρι Πασάρεα για όμηρο. Άλλα ό άγιος Καλλίνικος δεν ανέ­χθηκε να ευρίσκεται ή νύμφη του Χριστού στα χέρια των απίστων και γι αυτό έκαμε αναφορά παραπόνων στην ανωτέρα τουρκική αρ­χή και γλίτωσε την μοναχή από τα χέρια του τούρκου. Ως εκ τού­ του θύμωσε ό σκληρός πασάς και απεφάσισε να ξεκινήσει την νύκτα με τα κανόνια του εναντίον του μοναστηριού, να το λεηλατήσει και να σκοτώσει τον στάρετς. Τότε ό άγιος Καλλίνικος, επειδή έμαθε ότι πρόκειται να εκδικηθούν οί Τούρκοι, έκαμε ολονύκτια αγρυπνία ζητώντας την βοήθεια του Θεού. Και πάλι θαυμαστός λυτρώθηκε α­πό τον κίνδυνο. Διότι ακριβώς την νύκτα εκείνη, όταν ό πασάς έ­παιρνε τον καφέ του, για να ορμίσει κατόπιν εναντίον του μοναστη­ρίου, ένας δούλος δοκίμασε να τον σκοτώσει με το όπλο του. Αλλά ή σφαίρα σταμάτησε στα ρούχα της κίτρινης στολής του και ό τούρκος γλίτωσε την ζωή του. Άπ’ αυτό το θαύμα φοβήθηκε ό πασάς, και τη δεύτερη ήμερα έστειλε την κίτρινη εκείνη στολή του στο μοναστήρι Τσερνίκα, με τα έξοδα της οποίας κατ’ εντολή του οσίου κατασκευάσθηκε στην είσοδο ένα πηγάδι, γνωστό μέχρι σήμερα με το όνομα «Το πηγάδι του τούρκου».

26) Κατ’ αρχάς ό μεγάλος στάρετς της Τσερνίκας φρόντισε για την αναζωπύρωση της πνευματικής ζωής της αδελφότητας του για τα αναγκαια της παρούσης ζωής κατά το παράδειγμα των προκατόχων του. Ως εκ τούτου τελείωσε την αγιογράφηση της εκκλησίας του αγίου Νικολάου στη λίμνη, ενώ με τα χρήματα από την δωρεά του αρχιερέως Ίωαννικίου Στρατονικία από το Βουκουρέστι έκτισε μία μεγάλη εκκλησία με φρούριο στη λίμνη του αγίου Γεωργίου, διό­τι δεν χωρούσαν πλέον οί μοναχοί σε μια μόνο εκκλησία. Πριν ακό­μη από την έναρξη της κατασκευής της εκκλησίας εμφανίσθηκαν την νύκτα στον ύπνο του ό άγιος ιεράρχης Νικόλαος, ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος και ό μακάριος στάρετς Γεώργιος. Τότε ό άγιος Νικόλαος είπε στον άγιο Καλλίνικο: «Σήκω να κτίσης στη μικρή λίμνη μια εκκλησία στο όνομα του αγίου μεγαλομάρτυρας Γεωργίου». Κατόπιν ό μεγαλομάρτυς πρόσθεσε αυτά τα λόγια: «Εμείς οί ίδιοι θα σου στείλουμε ό,τιδήποτε χρειαστείς». Τέλος ό στάρετς Γεώρ­γιος του είπε: «Να μην έχεις καμιά αμφιβολία στην καρδιά σου!». Αυτό το δράμα το απεκάλυψε συγχρόνως και στον Πνευματικό του, τον όσιο Ποιμένα και εκείνος παρακίνησε τον άγιο Καλλίνικο ν’ αρχίσει την εργασία.

Το έτος 1832 άρχισε ή νέα εκκλησία. Το 1838 όμως γκρεμίστη­κε από ένα φοβερό σεισμό, ενώ μετά από 4 χρόνια κτίστηκε εκ νέ­ου, όπως ακριβώς φαίνεται μέχρι σήμερα. Επί πλέον έκτισε το έτος 1846 την εκκλησία του μοναστηρίου Πασάρεα και μερικές άλλες εκκλησίες της επαρχίας.

27) Ό άγιος Καλλίνικος ήταν επίσης καλός οικονόμος του μο­ναστηρίου Τσερνίκα και των άλλων μοναστηριών Πασάρεα, Σναγκώβ, Καλνταρουσάνι, Τσιοροτζίρλα και Μεγάλη Ποϊάνα, τα όποια ήταν υπό την πνευματική του καθοδήγηση. Όταν ανέλαβε ηγούμε­νος, ή Τσερνίκα είχε ένα κάρο και ένα βόδι πού το γυρόφερνε ένας μοναχός στους δρόμους του Βουκουρεστίου. Όποιος λαϊκός ήθελε, έριχνε ένα κομμάτι ψωμί μέσα στο κάρο, κατόπιν ό μοναχός επέ­στρεφε στο μοναστήρι και μοίραζε το ψωμί στους μοναχούς. Όσο για την ενδυμασία των μοναχών, αποστέλλονταν από τον ηγεμόνα και από τους άλλους καλούς χριστιανούς τα αναγκαια ρούχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ό αξιοσέβαστος στάρετς σε λίγο καιρό ανόρθωσε τα οικονομικά της μονής, έκανε ένα μεγάλο μετόχι στο χωριό Μπουέστ περιοχής Ίλβόφ, έκτισε σπίτια και καταλύματα για τους ανθρώπους και τα ζώα, καλλιέργησε την γη με κάθε είδους δημη­τριακά και φύτευσε αμπέλια και δάση, ώστε να θαυμάζουν όλοι την πρωτοβουλία του. Χάριν αυτού το μοναστήρι απέκτησε λιβάδι για τα ζώα και για το κοπάδι με τα πρόβατα. Ακόμη φρόντισε για την ενδυμασία των μοναχών της λαύρας.

28) Προσκάλεσαν τον άγιο Καλλίνικο και του πρότειναν αρκε­τές φορές να γίνη μητροπολίτης της Ρουμανικής χώρας, αλλά από την μεγάλη του ταπείνωση δεν δέχθηκε. Κάποιος εχθρός του όμως, άνθρωπος από το περιβάλλον του, παρακινήθηκε από φθόνο και του έδωσε δηλητήριο. “Όταν ό μεγάλος στάρετς ξάπλωσε στο κρεβάτι του θανάτου, προσευχήθηκε στο Θεό λέγοντας: «Κύριε, ό Θεός της σωτηρίας μου, δεν πίστευα και δεν επιθυμούσα να πεθάνω από δηλητήριο». Τότε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας μια μυστική φωνή του απάντησε: «Δεν θα πεθάνεις από δηλητήριο. Σήκω πάνω, είσαι υγιής. Σε λίγο καιρό θα γίνεις επίσκοπος στο Ρίμνικ περιοχής Βίλτσεα, όπου θα ανόρθωσης την εκκλησία και τον κλήρο πού είναι σε πνευματικό μαρασμό».

Την ώρα εκείνη ό όσιος σηκώθηκε υγιής από το κρεβάτι του και πήγε στον όρθρο, διότι ήταν μεσάνυκτα.

29) Λόγω της πραότητας και αγιότητας της ζωής του, τόσοι πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω του, ώστε δεν χωρούσαν πλέον στο δεύτερο νησάκι της λίμνης. Το έτος 1850, όταν αναχώρησε για επίσκοπος στο Ρίμνικ περιοχής Βίλτσεα, άφησε στο μονα­στήρι Τσερνίκας 350 ενάρετους μοναχούς.

30) Τον καιρό πού ό όσιος ήταν ηγούμενος, ήλθε ό οικονόμος του μοναστηριού και του ανακοίνωσε ότι τελείωσε το αλεύρι. Τότε αυτός απάντησε: «Ας έχουμε την ελπίδα μας στην Μητέρα του Κυ­ρίου και στον άγιο ιεράρχη Νικόλαο και τίποτε δεν θα στερηθούμε». Κατόπιν μπήκε στο κελί του, γονάτισε για προσευχή μπροστά στην εικόνα του προστάτου του, και είπε: «Άγιε αρχιερέα του Χριστού Νικόλαε, προστάτα των πτωχών και θερμότατε ευεργέτα όσων σε επικαλούνται με πίστη, έλα και τώρα, βοήθησε το ταπεινό σου ποίμνιο. Απάλλαξε μας από την πείνα, όπως έσωσες αυτούς πού πνίγονταν στην θάλασσα. Δεν έχουμε άλλη βοήθεια, μετά την Θεοτόκο Μητέρα μας, εκτός από σένα…». Κατόπιν μετά τον εσπε­ρινό, έβαλε να διαβάσουν στην εκκλησία την Παράκληση του αγίου Νικολάου. Και ό άγιος ιεράρχης Νικόλαος άκουσε την προσευχή του αγαπητού δούλου του και ήλθε αμέσως να βοηθήσει το μοναστή­ρι Τσερνίκα. Την ίδια ώρα έφθασε στο αρχονταρίκι της μονής ένα κάρο με βόδια, φορτωμένο αλεύρι. Δύο άγνωστοι άνθρωποι είχαν σταλεί μ αυτή την ελεημοσύνη από το αφεντικό των, οί όποιοι ξε­φόρτωσαν το φορτίο και αμέσως αναχώρησαν.

Με την πρέπουσα ευγνωμοσύνη ό μεγάλος στάρετς σύναξε την συνοδεία στην εκκλησία και μετά τον εσπερινό έψαλλαν τους χαιρετισμούς του αγίου Νικολάου. Κατόπιν, αφού ευλόγησε το αλεύρι, το έδωσε να ζυμώσουν την ίδια νύκτα ψωμί για να ανάπαυση σωμα­τικά τους αδελφούς και τους πατέρες.

31) Την άλλη ημέρα, όταν μιλούσε με τον πατέρα Ποιμένα, τον Πνευματικό του, ήλθε στον άγιο Καλλίνικο ένας άνθρωπος πού ζητούσε ελεημοσύνη. Τότε αυτός του έδωσε 50 λέϊ (1 λέι = περίπου 4 δρχ.). Μετά από μια ώρα ήλθε ένας νέος και είπε του στάρετς: «Πάτερ, ό πατέρας μου πέθανε και μου άφησε να φέρω στο μοναστήρι 1000 λέει. Να, εδώ τα πεντακόσια, τα υπόλοιπα θα τα φέρω αύριο, διότι δεν τα έχω τώρα». Ύστερα έφυγε. Τότε ό γέροντας Πνευματικός ερώτησε τον όσιο:

—τι σκεπτόσουν, πάτερ Καλλίνικε, όταν έδινες την ελεημοσύνη σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Και ό πράος στάρετς απάντησε:

—Μακάρι να ήθελα να του δώσω εκατό λέϊ, αλλά δεν θέλησα. Του έδωσα μόνο πενήντα και έλαβα πεντακόσια!

32) Το έτος 1829, τον Ιούνιο μήνα, πρωί μιας εορτάσιμου ημέ­ρας, έμενε ό όσιος Καλλίνικος στο κελί του στο μεγάλο νησάκι δί­πλα στο αρχονταρίκι. Σαν κοίταξε από το παράθυρο, είδε πολλούς επισκέπτες, οί όποιοι τότε είχαν έλθει, ενώ οί καημένοι οί μοναχοί, οί διακονητές του αρχονταρικιού, έτρεχαν σ’ όλα τα μέρη για να εξυπηρετήσουν τους προσκυνητές. Βλέποντας τέτοια περιποίηση Ο στάρετς, είπε κατ’ ιδίαν με πόνο στην καρδιά:

—Αχ, Θεέ μου! Πόσο έχει να δυσφημιστεί το μοναχικό σχήμα από τη συναναστροφή των μοναχών με τους λαϊκούς! Και κατόπιν με πολλή στενοχώρια άρχισε να διαβάζει τίς τοιχογραφίες του αγίου ίεράρχου Νικολάου.

33) Έλεγαν οί μαθηταί του αγίου Καλλινίκου ότι τα έργα του ή­ταν απολύτως σύμφωνα με τα λόγια του στόματος του.

Δεν μπορούσε κανείς να του εύρη ούτε μια κατηγορία, διότι ό­πως δίδασκε έτσι και έπραττε, καθώς λέγει και ή Γραφή: «Έστω δε ό λόγος υμών ναι, ναι και ου, ου». (Ματθ. 5, 37).

34) Οί ίδιοι οί μαθήταί του ομολογούσαν ότι ό άγιος Καλλίνικος με πολλή λύπη δέχθηκε την εκλογή του σε επίσκοπο στις 14 Σεπτεμβρίου 1850, και αυτό επειδή δεν ήθελε να λύπηση το αγαπητό πνευματικό του τέκνο Δημήτριον Στίρμπα —ηγεμόνα της Ρουμανικής χώρας— και υπεχώρησε στη θέληση της Γεροντίας της αδελφότητας…

35) Έλεγε ό άγιος Καλλίνικος την ώρα του αποχωρισμού στα
πνευματικά του παιδιά:

—Ό μοναχός οπουδήποτε να πάει και οσαδήποτε καλά να εύρη, δεν είναι αυτά το πάν, αν στην καρδιά δεν ύπάρχη ή ειρήνη.

36) Άλλοτε πάλι τους έλεγε:

—Αγαπητοί μου αδελφοί, χρειάζεται μεγάλη προσοχή όταν μπαίνουμε στην αγία Εκκλησία, στο άγιο Βήμα, διότι εκεί υπάρχει ό ίδιος ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπό την μορφή των Πανάχραντων Μυστηρίων.

37) Έλεγε ό μαθητής του Αναστάσιος ότι κάποτε, μετά την ά­νοδο του στον επισκοπικό θρόνο του Ρίμνικ – Βίλτσεα, άρχισε να δί­νη εντολές στους πρωτοπρεσβυτέρους, όπου ευρίσκουν κανένα άν­θρωπο αστεφάνωτο, να τον στεφανώνουν. Πρώτα να τον εξετάζουν
επακριβώς γιατί δεν στεφανώνεται και να του εξηγούν τους λόγους για τους οποίους πρέπει να κάνη το μυστήριο.

38) Διηγόταν πάλι ό ίδιος μαθητής ότι ό άγιος ιεράρχης Καλλί­νικος είχε μεγάλη ευλάβεια στον άγιο Νικόλαο, του οποίου τους χαιρετισμούς έψαλλε καθημερινώς. Με την βοήθεια του Θεού και του μεγάλου ίεράρχου και προστάτου του, επανίδρυσε εκ θεμελίων τον καθεδρικό επισκοπικό ναό του Ρίμνικ – Βίλτσεα, τον επισκοπι­κό οίκο και το σεμινάριο ανάμεσα στα χρόνια 1854-1856, τα όποια είχαν καταστροφή το 1847 από εμπρηστές. Επί πλέον κοντά στην εκκλησία της μητροπόλεως ό πράος επίσκοπος ίδρυσε και το περί­φημο τυπογραφείο της Επισκοπής Ρίμνικ, όπου εκτύπωνε παντός είδους λειτουργικά και πνευματικής οικοδομής βιβλία, τα όποια κα­τόπιν τα έστελνε δωρεάν σε ιερείς και λαϊκούς.

39) Έλεγε πάλι ό αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Μπαλντοβίν για τον Γέροντα του, τον ιερότατο Καλλίνικο, τα εξής:

—Θαύμαζα την υπερφυή ζωή του, διότι έβλεπα ότι υπηρετούσα ένα ζωντανό άγιο. Γι’ αυτό αξιώθηκα πολλές φορές να τον ρωτήσω ενίοτε για τα θεία μυστήρια, και αυτός μου απεκάλυψε όσα γνώριζε, διότι μου ήταν ωφέλιμα και όσα μπόρεσα συγκράτησα στο αδύνατο και σκοτισμένο μου μυαλό. Όταν όμως προχωρούσα σε ερωτήσεις για βαθύτερα θέματα, μου έλεγε: «Δεν είναι τώρα καιρός για τέτοιες ερωτήσεις».